Ρόλο κυματοθραύστη απέναντι στα κύματα των αποκαλύψεων που «σκάνε» μπροστά στην αμερικάνικη πρεσβεία έχει αναλάβει η κυβέρνηση Καραμανλή για την υπόθεση των υποκλοπών, περιφρουρώντας σταθερά τη «στρατηγική σχέση» με την Ουάσιγκτον.
Υπολογίζοντας προφανώς ότι τα «ίχνη» έχουν σβηστεί και η αλήθεια για την υπόθεση είναι καλά κρυμμένη, η κυβέρνηση έχει χαράξει γραμμή «αποενοχοποίησης» της κυβέρνησης των ΗΠΑ και «αθώωσης» των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Στο πλαίσιο αυτό απέκρουσε και χτες, έμμεσα πλην σαφώς, τις αποκαλύψεις του τέως διπλωμάτη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μπρέιντι Κίσλινγκ, που «έδειξε» ευθέως την αμερικάνικη πρεσβεία ως «κέντρο των υποκλοπών», υποστηρίζοντας ότι «οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ευθύνονται για την υποκλοπή τηλεφωνημάτων Ελλήνων πολιτών και πολιτικών».
«Η ελληνική κυβέρνηση, ό,τι είχε να πει, το είπε στη Δικαιοσύνη και στη συνέχεια ενημέρωσε τους Ελληνες πολίτες. Αλλωστε, ο εν λόγω Αμερικανός διπλωμάτης, όπως είπατε και εσείς, δεν υπήρξε υπάλληλος της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να τοποθετηθούμε εμείς», ήταν η απάντηση που μονότονα επαναλάμβανε ο Ευ. Αντώναρος, απαντώντας στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Η υπεκφυγή της κυβέρνησης γίνεται εκ του ασφαλούς, με δεδομένο ότι η αμερικανική πλευρά ακολουθεί σταθερά τη γραμμή «δεν είδα, δεν ξέρω - τις έρευνες τις διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση»...
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, κυβερνητικές πηγές είχαν ξεκινήσει την «υπονόμευση» της αξιοπιστίας του πρώην Αμερικανού διπλωμάτη, υποστηρίζοντας ότι σε παλαιότερες περιπτώσεις ο εν λόγω διπλωμάτης είχε «συλληφθεί να μην αποδίδει την πραγματικότητα».
Σε άρθρο του στην εβδομαδιαία αμερικανική πολιτική επιθεώρηση «Νέισιον», ο Αμερικανός διπλωμάτης, αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα των Ελλήνων πολιτικών. Στο άρθρο του ο Κίσλινγκ, που είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια στην αμερικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα, θεωρεί δεδομένο ότι οι υποκλοπές έγιναν από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Οι λόγοι τους οποίους επικαλείται είναι κυρίως οι ακόλουθοι:
-- «Οι υποκλοπές προωθούνταν από τέσσερις σταθμούς βάσης, στο κέντρο των οποίων ήταν η αμερικανική πρεσβεία».
-- Ο κατάλογος των ανθρώπων που παρακολουθούνταν, δείχνει ανάμειξη της CIA: «Η λίστα των ανθρώπων που παρακολουθούνταν» γράφει, «είναι επίσης επιβαρυντική, o κάθε ένας μπορεί να παρακολουθεί έναν υπουργό Εθνικής Αμυνας, αλλά μόνο μια οργάνωση μπορεί να ενδιαφέρεται για τον ηλεκτρολόγο του οποίου ο κουνιάδος ήταν αναμεμειγμένος στη δολοφονία, το 1975, του σταθμάρχη της CIA, Ρίτσαρντ Γουέλς. Ενα τηλέφωνο ήταν καταχωρισμένο ότι ανήκε σε έναν άγνωστο Ελληνοαμερικανό της πρεσβείας των ΗΠΑ. Οι δημοσιογράφοι αποκάλυψαν ότι το τηλέφωνο είχε δανειστεί στον Ελληνα υπεύθυνο Ασφαλείας της πρεσβείας των ΗΠΑ».
Στο κρίσιμο ερώτημα γιατί η αμερικανική κυβέρνηση θα έπαιρνε το ρίσκο μιας τέτοιας ενέργειας, ο Μ. Κίσλινγκ αναφέρει άλλους δύο λόγους: Πρώτον, την «έλλειψη εμπιστοσύνης των Αμερικανών σε όσα τους έλεγαν τα στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης» και δεύτερον το γεγονός ότι οι υποκλοπές έκαναν πιο εύκολη τη δουλιά των αμερικανικών υπηρεσιών, καθώς τις απάλλασσε από τη διαρκή επαφή και τις ατέλειωτες συζητήσεις με τα κυβερνητικά στελέχη.
Ο Μ. Κίσλινγκ θεωρεί δεδομένο ότι οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ είχαν πάρει «πολιτική έγκριση» για να προχωρήσουν σε μια τέτοια «επιχείρηση». Στο επόμενο ερώτημα πώς ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα - που την περίοδο εκείνη ήταν ο Τόμας Μίλερ - έδωσε το πράσινο φως για την πραγμάτωση ενός τέτοιου σχεδίου, που θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ο Κίσλινγκ απαντά ότι η αιτία που ανάγκασε τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα να εγκρίνει την ενέργεια αυτή, ήταν «το κλίμα του φόβου που είχε δημιουργηθεί στους διπλωματικούς κύκλους μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτέμβρη». «Κανείς Αμερικανός πρέσβης με σώας τας φρένας δε θα τολμούσε να αρνηθεί να δώσει την έγκρισή του σε κάτι το οποίο πρότειναν οι μυστικές υπηρεσίες, στο όνομα του αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας. Η επαγγελματική του καριέρα, εάν έπραττε κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να θεωρηθεί τελειωμένη», σημειώνει ο Μ. Κίσλινγκ.
Ο πρώην διπλωμάτης εκτιμά ότι μεγάλος χαμένος σε αυτή την ιστορία είναι κυρίως η ελληνική κυβέρνηση και ο Κ. Καραμανλής, αλλά πιστεύει ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός «δε θα χαλάσει τη σχέση του με τον Τζορτζ Μπους με διαμαρτυρίες».