Κυριακή 27 Νοέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ενα αστέρι χάθηκε

Γρηγοριάδης Κώστας

Σάββατο μεσημέρι. Καθισμένη στον Ηλεκτρικό κατευθύνομαι στο κέντρο της πόλης. Σεπτέμβρης. Το αεράκι που έρχεται από τ' ανοιχτό παράθυρο μου φέρνει το μήνυμα του χειμώνα. Εριξα στην πλάτη μου την εσάρπα. Κοίταξα γύρω μου. Ο κόσμος που βρίσκονταν στο βαγόνι, ένα παράξενο χαρμάνι από διάφορες εθνότητες. Δυο νέοι Ασιάτες μιλούσαν μεταξύ τους με τη δική τους γλώσσα. Ο ήχος της φωνής τους με ταξίδευε εκεί στη μακρινή τους χώρα. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, μα έβλεπα καθαρά την πίκρα στα πρόσωπά τους. Κι εγώ είχα μια πίκρα στην ψυχή μου. Σε λίγο θα αντάμωνα τον πατέρα του Χρήστου. Στην ΚΟΑ ήταν το ραντεβού.

Ο Στέφανος Γρηγορίου ήδη καθόταν στον καναπέ. Το πρόσωπό του πέτρινο απ' τον πόνο, μα μου χαμογέλασε. Το ίδιο έκανε και η Βαγγελιώ, η κόρη του, που καθόταν δίπλα. Μαύρα φορούσε η Βαγγελιώ κι εμένα μου κόπηκαν τα πόδια. Κι οι δυο τους είχαν μια άνεση σ' αυτό το χώρο, μιας κι έχουν στενούς δεσμούς με το ΚΚΕ.

Φαρμακερός ο κόμπος, μου έδενε την καρδιά, μα έπρεπε να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Η πίκρα η δική μου ήταν ασήμαντη μπροστά στη δική τους πίκρα που έφτανε στην άκρη του κόσμου. Πιάσαμε κουβέντα για τα παλιά. Μου αρέσει να ακούω ζωντανές μαρτυρίες και να μαθαίνω την ιστορία του τόπου μου από ανθρώπους που πέρασαν πολλά. Μου έλεγε λοιπόν ο Στέφανος: «Είμαι παιδί αριστερής οικογένειας. Ο πατέρας μου είχε ενταχθεί στην ΕΠΟΝ. Πίστευε σε αυτή την ιδέα της αλλαγής για την καλυτέρευση της χώρας. Παρ' όλες τις δυσκολίες εκείνης της εποχής ο πατέρας μου δε λογάριαζε τίποτα. Ο θείος μου ο Λεωνίδας πέρασε από την εξορία. Γυάρο, Αϊ-Στράτη. Τον άφησαν ένα διάστημα σαν αδειούχο πολιτικό κρατούμενο. Ηρθε στο σπίτι μας φανερά καταπονημένος. Ησυχία δεν είχε. Επρεπε μια φορά την εβδομάδα να δίνει το "παρών" στο Αστυνομικό Τμήμα. Απαγορευόταν να βγαίνει έξω από το σπίτι του. Αν ήθελε να κατέβει στην πόλη, χρειαζόταν να πάρει μια συγκεκριμένη άδεια. Η οικογένειά μου πέρασε δύσκολα με την κατάσταση που δημιούργησε η δεξιά αφού είχε την εξουσία. Από μικρός γεύτηκα όλη αυτή την καταπίεση. Το φόβο. Τη στέρηση δικαιωμάτων. Μα όλα αυτά αντί να με τρομάξουν μου γέμιζαν την ψυχή μου δύναμη για αγώνα. Πάλη. Ηθελα να αλλάξω τα πράγματα. Από την Πρώτη - Δευτέρα Γυμνασίου είχα ενταχθεί στους Λαμπράκηδες. Το 1967 η δικτατορία με βρήκε γραμματέα Λαμπράκηδων στο Κεφαλόβρυσο Τρικάλων. Τότε είχαμε φοβηθεί πολύ, γιατί αυτοί οι φασίστες δεν αστειεύονταν. Πετάξαμε τα βιβλία. Κλεινόμουνα στο σπίτι από νωρίς. Υπήρχε φόβος να πάρουν και τον πατέρα μου στην εξορία. Ζούσαμε μια κατάσταση που δεν περιγράφεται. Κάθε τόσο καλούσαν τον πατέρα μου στο Τμήμα και απαιτούσαν να κάνει υπεύθυνη δήλωση να απαρνηθεί τον κομμουνισμό. Δεν ξέραμε τι άλλο θα σκεφθούν για να κάνουν τη ζωή μας δύσκολη. Ο πατέρας μου είχε ένα καφενείο. Ερχονταν τα ΤΕΑ προκλητικά και μας έκλειναν το μαγαζί από τις 6 το απόγευμα. Με την έπαρση της εξουσίας στα πρόσωπά τους αυτοί οι "κύριοι" ειρωνεύονταν τον πατέρα μου με λόγια προσβλητικά όπως "Μήπως σε τρώει η πλάτη σου;" και άλλα πολλά. Υπήρχε μεγάλη τρομοκρατία από τα ΤΕΑ. Χτυπούσαν τους αριστερούς στο χωριό. Ετσι για να φοβούνται οι υπόλοιποι. Εβγαιναν τη νύχτα σαν τους δαίμονες με τα όπλα στα χέρια και μια όρεξη τεράστια να τρομοκρατήσουν, να πονέσουν και να καταπιέσουν φωνές που ζητούσαν δίκαια δικαιώματα. Θυμάμαι το χωροφύλακα με στελέχη της δεξιάς να περνάνε στους δρόμους του χωριού μου. Αληθινοί δερβέναγες. Εψαχναν αφορμές ασήμαντες ότι έχουμε σκουπίδια στην αυλή και δεχόμαστε τακτικά μηνύσεις. Πολλά μας κάνανε, μα δεν είναι μόνο αυτό που με οδήγησε στο ΚΚΕ. Με εκφράζει αυτός ο χώρος απόλυτα, όπως εκφράζει γενικότερα όλο τον ελληνικό λαό, μα οι λόγοι που τον οδηγούν μακριά από το ΚΚΕ είναι το ρουσφέτι και όλη αυτή η κατάσταση που προσπαθούν να περάσουν με την πολιτική τους οι κυβερνώντες και πέφτουν στην παγίδα.

Διατέλεσα μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Τρικάλων και η δράση μου είναι συνεχόμενη...». Τον άκουγα με προσοχή. Ολα αυτά που εξιστορούσε μου έφερναν μια αγανάκτηση και μια οργή. Μου είναι αδιανόητο να καταλάβω πώς άνθρωποι που ζούνε κάτω απ' τον ίδιο ουρανό, αναπνέουν τον ίδιο αέρα και έχουν την ίδια πατρίδα, ήθη και έθιμα, να μετατρέπονται σε πειθήνια όργανα εκείνων που εξυπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα και που βλάπτουν τον τόπο.

Οση ώρα μιλούσε ο Στέφανος, εγώ τον κοιτούσα με δέος. Αυτός ο άνθρωπος με τον ακέραιο χαρακτήρα είχε μέσα στην ψυχή του μια τεράστια πληγή. Ο Χάρος τον είχε χτυπήσει κατάστηθα. Σαν λαβωμένο θηρίο άντεχε αυτό τον πόνο. Τον πόνο για το χαμό του παιδιού του. Είχε ένα παλικάρι ίσα μέχρι εκεί πάνω. Σαν κυπαρίσσι. Τον Χρήστο το καμάρι του. Τώρα του 'μεινε η Βαγγελιώ. Η Βαγγελιώ, όσο εμείς μιλούσαμε, δεν είπε ούτε μια κουβέντα. Καθόταν βουβή, τυλιγμένη στις πικρές της σκέψεις. Αγέρωχη στο βαρύ της πένθος, άντεχε αυτό που της έτυχε. Δίδυμα ήταν με τον Χρήστο. Την κοίταξα με σεβασμό γι' αυτό που περνάει. Παρατήρησα ότι ωρίμασε απότομα κι ας ήταν μόνο 28 χρόνων. Στο πρόσωπό της καθρεφτίζονταν όλες οι γυναίκες του κόσμου κάθε ηλικίας. Κι όμως αυτή η γυναίκα που έχω απέναντί μου δε θυμίζει πια εκείνο το ξένοιαστο κορίτσι που γνώρισα εγώ πριν από χρόνια. Βρισκόμουνα στην Πανεπιστημιούπολη στο Φεστιβάλ ΚΝΕ - «ΟΔΗΓΗΤΗ» και ετοιμαζόμουνα για την εμφάνισή μου. Ξαφνικά ένα χέρι με ακούμπησε φιλικά στον ώμο. Γύρισα απότομα. Ενα νέο κορίτσι με μακριά σγουρά μαλλιά, ψηλή και αεράτη με κοιτούσε. Τα φώτα που έπεφταν πάνω της της έδιναν μια όψη εξωτική. Σαν νεράιδα του παραμυθιού έμοιαζε. Τα μάτια της άστραφταν από χαρά.

«Κυρία Βαζούρα, είμαι η αδελφή του Χρήστου», μου είπε και το χαμόγελό της φώτισε πιο πολύ τη βραδιά. Της άπλωσα το χέρι, ενώ σκεφτόμουνα πού βρέθηκε αυτή η άγρια ελαφίνα σε τούτη την πόλη. Εγώ δεν είδα μέσα στη γιορτινή βραδιά την κακιά μοίρα που παραμόνευε πίσω από τα δέντρα να της φαρμακώσει την ψυχή. Αν την έβλεπα, δε θα την άφηνα να κάνει κακό στην όμορφη κοπελιά. Σε λίγο η Βαγγελιώ χόρευε ανάμεσα στο πλήθος παραδοσιακούς χορούς, ενώ ο αδελφός της έπαιζε δίπλα μου στην εξέδρα, πότε λαούτο και πότε μπουζούκι, με δεξιοτεχνία, γεμίζοντας τη βραδιά με νότες και χρώματα μουσικής, σε συνδυασμό με την εξαίρετη κομπανία, πλήρως εναρμονισμένη στο διαχρονικό τραγούδι που διδάσκει η παράδοσή μας.

Τον Χρήστο τον συνάντησα στο Λαϊκό Σχολείο του Αριστείδη Μόσχου. Τον δάσκαλό μας. Μάθαινε μουσική. Ηταν ένα παιδί ψηλό με ωραίο και ευγενικό πρόσωπο. Πάντα χαμογελούσε. Από τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε, είδα πως ήταν ένα συγκροτημένο άτομο παρόλο το νεαρό της ηλικίας του. Μου 'λεγε για τις ανησυχίες του, πως η πολιτεία δε νοιάζεται για τους νέους της επαρχίας και δε βοηθά όσο θα 'πρεπε. Παράδειγμα, όταν ήταν μικρός αγαπούσε το μπάσκετ, μα δεν υπήρχε η κατάλληλη υποδομή στο χωριό του. Ετσι τα παράτησε γρήγορα. Αυτό το παιδί είχε ταλέντο στη μουσική. Ολοι οι τραγουδιστές τον αγαπούσαν και τον προτιμούσαν, καθώς εξελίχθηκε σε σπουδαίο μουσικό. Ασχολήθηκε και με τη σύνθεση. Είχε λαμπρό μέλλον.

Με τον Χρήστο είχαμε κοινά στοιχεία, καθώς η μουσική μας κουλτούρα συνορεύει γεωγραφικά. Τα Γρεβενά, που είναι η πατρίδα μου, με τα Τρίκαλα είναι κοντά. Ετσι αγαπούσαμε την παραδοσιακή μουσική και προπάντων τα δικά μας τα θεσσαλοηπειρωτικομακεδονικά. Πολλές φορές όταν κάναμε πρόβα στο σπίτι μου, έπαιρνε το λαούτο στα χέρια του και άρχιζε σκοπούς παλιούς. Με παρότρυνε να τραγουδήσω. Τραγουδούσε και εκείνος μαζί μου. Πάντα μου έλεγε να τραγουδώ Δημοτικά γιατί μου πάνε. Μα δεν ήταν τυχερό να ζήσει. «Εφυγε» αναπάντεχα. Στα 27 πριν από τα Χριστούγεννα του 2004.

Η ώρα περνούσε. Ο Στέφανος με την κόρη του έπρεπε να φύγουν για το χωριό. Είχαν δρόμο μακρινό. Τους χαιρέτησα. Ετσι που ξεμάκρυναν κι οι δυο μού θύμιζαν τον Χρήστο. Ιδια κοψιά. Ιδιο βάδισμα. Δεν έβλεπα τα πρόσωπά τους πια, μα έβλεπα τον πόνο να περπατά δίπλα τους. Ξέρω καλά πως λίγο πριν φτάσουν στο χωριό, εκεί απέναντι από τα Μετέωρα, θα σταθούν στον τόπο που «κοιμάται» ο Χρήστος. Θα αφήσουν ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο άσπρο μάρμαρο κι ένα δάκρυ πικρό καθώς θα τους κοιτά ΕΚΕΙΝΟΣ χαμογελαστός από τη φωτογραφία.

Επίσης ξέρω καλά πως ο Χρήστος δεν έφυγε. Είναι στη σκέψη μας. Στη μουσική. Στη βροχή. Στον άνεμο, να μας ψιθυρίζει λόγια. Στους δρόμους. Παντού.

Μα ξέρω καλά πως για την έρημη τη μάνα του είναι αβάσταχτη πίκρα και φαρμακερό τραγούδι στα χείλη της, την ώρα του δειλινού που της λείπει ο γιος της ο χαϊδεμένος.

Εγώ, Χρήστο, φέτος στο 31ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - «ΟΔΗΓΗΤΗ» σου αφιέρωσα το παραδοσιακό τραγούδι:

«Με γέλασαν μια χαραυγή της Ανοιξης τ' αηδόνια

Με γέλασαν και μου 'πανε ο χάρος δε με παίρνει»

Εσύ δεν έπαιζες δίπλα μου, μα ξέρω πως ήσουνα εκεί.

Γεια σου Χρήστο Γρηγορίου από το Μικρό Κεφαλόβρυσο Τρικάλων.


Σούλα ΒΑΖΟΥΡΑ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Η Τέχνη η δική μας είναι η υπεροχή μας(2022-09-03 00:00:00.0)
«Εφυγε» ένας ταλαντούχος μουσικός(2004-12-22 00:00:00.0)
Νεοελληνική Λογοτεχνία(2003-05-30 00:00:00.0)
Βέρα ή Βαγγελιώ(2002-09-27 00:00:00.0)
Ο θείος μου ο γυρολόγος(2001-06-10 00:00:00.0)
Σμίγουν τραγούδια και "αποσκευές"(1998-05-07 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ