Συζήτηση με την Ελένη Γερασιμίδου
- Το θέατρο φαίνεται να «κρατάει καλά», με τα όποια προβλήματα κι αν υπάρχουν κατά καιρούς. Ποια είναι, με δύο λόγια, η κατάσταση που επικρατεί σήμερα;
Από την επίσημη πρεμιέρα του έργο «Ροδάκινο κομπόστα» |
- Με λαμπρές και πολλές εξαιρέσεις βέβαια, βλέπουμε να υπάρχει μια τάση εμπορευματοποίησης της τέχνης. Αυτό τι κινδύνους πιστεύετε ότι εγκυμονεί;
- «Οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Κατ' αρχήν έχει αρχίσει να λείπει το καλό θεατρικό έργο. Δε σημαίνει ότι τα έργα που ανεβάζονται δεν είναι καλά, κάποια είναι και πολύ καλά. Οταν βλέπεις, όμως, μια παράσταση να επαναλαμβάνεται κι εγώ δεν ξέρω για πόσα χρόνια, όπου τον κύριο λόγο παίζει η επιχείρηση, αυτό κάτι σημαίνει. Ο στόχος είναι να γίνονται όσο το δυνατόν περισσότερες επαναλήψεις, γεγονός που έχει επίπτωση στην καλλιτεχνική δημιουργία και πάνω απ' όλα ο επιχειρηματίας καμαρώνει ότι εγώ αυτό το έργο με όποιους και να το ανεβάσω καλά θα πάει, ο κόσμος θα έρθει. Δεν παράγεται ουσιαστικά έργο. Σίγουρα, λιγότεροι άνθρωποι απασχολούνται, λιγότερα έξοδα γίνονται και περισσότερο κέρδος βγαίνει».
- Με άλλα λόγια, τα κριτήρια δεν είναι η προσφορά στον θεατή, αλλά το κέρδος, που απαιτεί και εκπτώσεις.
- «Δημιουργείται μια άλλη καλλιτεχνική ιδεολογία. Οτι πρέπει οπωσδήποτε το έργο που παίζω να είναι έτσι φτιαγμένο, που να έχει εύστοχες ατάκες, αυτό που γίνεται στην τηλεόραση. Χωρίς να θέλω να πω ότι οι συγγραφείς οι σύγχρονοι δεν αξίζουν, ούτε θα πω ότι μια μερίδα της κριτικής κρίνει νεοελληνικά έργα ότι είναι τηλεοπτικά. Οχι, θεατρικά είναι, αλλά υπάρχει αυτή η τάση να πούμε την εύκολη ατάκα, που θα ξεκαρδιστεί ο κόσμος στο γέλιο, αλλά θα φύγει και δε θα ξέρει τι είδε. Χωρίς τα απαραίτητα θεατρικά στάνταρ».
- Ζούμε σε μια περίοδο πολύ άσχημη για όλο τον κόσμο και ο καλλιτέχνης, λογικά, είναι αυτό που λέμε ο ευαίσθητος δέκτης μιας κατάστασης. Αισθάνεστε να έχει χτυπήσει «κόκκινο η βελόνα» αυτού του δέκτη;
- «Φυσικά, έχει χτυπήσει κόκκινο και όχι τώρα, εδώ και χρόνια. Τώρα, απλά, γίνονται πιο ξεκάθαρα. Δεν υπάρχουν πια προσχήματα από την πλευρά της εξουσίας. Αλλά, εκτός από δέκτης, ο καλλιτέχνης είναι και ο ίδιος θύμα αυτής της κατάστασης. Τα προβλήματα και στο χώρο μας είναι πολύ μεγάλα και γίνονται ολοένα και μεγαλύτερα. Ειδικά στο ραδιοτηλεοπτικό χώρο που πασχίζουμε και σαν σωματείο, μιλάω και με την ιδιότητα της γενικής γραμματέα του ΣΕΗ, να έχουμε μια σύμβαση. Δεν υπάρχει και γι' αυτό δεν έχει κανείς τη δύναμη, όσο προβεβλημένος και καθιερωμένος να είναι, να το αντιπαλέψει. Δηλαδή, δουλεύουμε σήμερα, για να πληρωθούμε έξι μήνες μετά την προβολή, αλλά στην ουσία ύστερα από οκτώ ίσως και παραπάνω, γιατί η δουλιά έχει αρχίσει μήνες πριν. Και οι αμοιβές ή μένουν στάσιμες ή μειώνονται. Και φαντάζεσαι τι συμβαίνει στους νεότερους ηθοποιούς ή στους ηθοποιούς που δεν έχουν μια αξιοπρεπή αμοιβή, να τα πάρουν και ύστερα από τόσους μήνες. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα και έτσι δουλεύει η κάρτα και αν σκεφτούμε ότι πολλοί από αυτούς που κατέχουν αυτά τα Μέσα έχουν και τράπεζες δικές τους, καταλαβαίνεις τι γίνεται και πόσο καλά δουλεύει το σύστημα. Από την άλλη, τι να πούμε για τις συνθήκες δουλιάς; Αθλιες, κυριολεκτικά».
- Αυτά που περιγράφετε, όμως, πώς εξηγούν το γεγονός ότι η διεκδικητική στάση του ανθρώπου αυτή τη στιγμή είναι σε χαμηλά επίπεδα, παρ' όλα τα προβλήματα;
- «Για μένα είναι ανεξήγητη. Γιατί οι αντικειμενικές συνθήκες είναι πάρα πολύ ευνοϊκές, για να αναπτυχθεί ένα πολύ μεγάλο κίνημα. Δηλαδή, πότε θα είναι οι συνθήκες καλές; Αυτό είναι και η δική μου απορία. Το σύστημα δουλεύει πάρα πολύ καλά προς αυτήν την κατεύθυνση, σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους χώρους. Με την τηλεόραση, με τις εκπομπές, με τον αποπροσανατολισμό γενικότερα, ακόμα και μέσα από την Παιδεία. Το θέμα είναι τι κάνουμε κόντρα στο σύστημα. Νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε πολλά και είναι και η μόνη λύση. Είναι αναγκαίο».
- Εκεί πια έρχεται η προσωπική ευθύνη.
- «Είναι πολύ μεγάλη η προσωπική ευθύνη. Βέβαια, υπάρχουν άνθρωποι που φωνάζουν, που αγωνίζονται. Απλώς, πρέπει να είμαστε πολύ περισσότεροι. Είναι απόλυτη ανάγκη. Αυτό που είπες πριν "κόκκινο"...είναι κόκκινο - κόκκινο».
- Τι είναι το «Ροδάκινο κομπόστα»;
- «Μια εξαιρετική κωμωδία του σπουδαίου Ισπανού θεατρικού συγγραφέα Μιγκέλ Μιούρα, που παρουσιάζεται με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Ενα έργο με πολύ χιούμορ. Βεβαίως, δεν είναι ένα έργο καταγγελίας, αλλά σίγουρα κάνουμε ένα θέατρο, που κάνει τον θεατή να σκεφτεί κάποια πράγματα. Και το έργο αυτό, όμως, είναι πολιτικό με τη βαθύτερη έννοια και όχι κραυγαλέο. Σατιρίζει πάρα πολύ τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες πολλοί άνθρωποι όχι συνειδητοποιημένοι καταλήγουν να γίνουν αποτυχημένοι ληστές και γι' αυτό ίσως δεν τιμωρούνται».
- Εδώ δεν τιμωρούνται επαγγελματίες με κοστούμια... θα ήταν άδικο να τιμωρηθούν ερασιτέχνες...
- «Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν διαφορετικά. Από το να καθόμαστε στην τηλεόραση και να λέμε "α κι αυτός απατεώνας, κι εκείνος, κι ο άλλος", δε γίνεται τίποτε. Υπάρχουν άλλοι τρόποι για να πολεμηθεί το κακό. Αλλά δυστυχώς τα Μέσα χρησιμοποιούνται από την εξουσία για να αποκοιμίζουν».
Το «Ροδάκινο Κομπόστα» (γραμμένο το 1958) είναι μια κωμωδία, που κεντρίζει το ενδιαφέρον, μεστή από κωμικά στοιχεία, αλλά και τρομερή αγωνία. Ενα έργο που απογειώνεται, καθώς εξελίσσεται η πλοκή του και επιφυλάσσει το πιο αναπάντεχο και αξέχαστο φινάλε. Στα μυστικά τους, στο άγχος τους, στους καυγάδες τους προστίθενται μια περίεργη σπιτονοικοκυρά που ανακατεύεται στα πάντα, μία καλόγρια - νοσοκόμα που τους ταράζει στον υπέρτατο βαθμό και ένας Δούκας που δεν έπρεπε να εμφανιστεί ποτέ. Ο συνδυασμός όλων αυτών δυναμιτίζει τη ζωή τους. Και όταν τραγουδούν «Besa me, besa me mucho», σαν να ήταν απόψε η τελευταία φορά, αγνοούν αν πρόκειται για την τελευταία φορά που χρειάστηκε να κάνουν ληστεία ή για την τελευταία φορά που βλέπουν τον κόσμο χωρίς κάγκελα!