Δε λέω πως ο γιος μου δεν είναι, κι ας μην φέρεται έτσι, αυτό που λέμε «κακομαθημένος». Δεν του λείπουν εύκολα ακόμη και τα περιττά εξόν κι αν είναι η ...αγωγή που με συγκρατεί να μην το παρακάνω. Και φτάνουμε σε τόπο, οικείο, για διακοπές. Κι ο μικρός, δεκάχρονος πια, πάει να δει δεύτερη μέρα τους φίλους του στο επαρχιακό ζαχαροπλαστείο - καφενείο. Στην πίσω μεριά ο κυρ Θανάσης, ζαχαροπλάστης απ' τα 15 του, λίγο πριν τη σύνταξη βοηθάει την ανιψιά. Ο Γαβριήλ, μαθημένος να μαθαίνει ρωτώντας αρχίζει να ρωτάει τον περήφανο για τη δουλιά του κυρ Θανάση «μάθε παιδί μου ν' αγαπάς τη δουλιά σου και δε θα πεινάσεις ποτέ», πώς γίνεται το ένα κι ύστερα το άλλο. Είναι κι η φίλη μας η Βάσω ξενοδοχοϋπάλληλος με πείρα και μεταπτυχιακό στη Γερμανία που σήκωσε κεφάλι να μην πιάνεται κορόιδο στο φιλότιμο από τον εργοδότη, που προτίμησε να σερβίρει καφέδες και γλυκά πληρωμένη με αξιοπρέπεια κι ανθρώπινο ωράριο σ' αυτό το μαγαζί. «Καλύτερα σερβιτόρα παρά δούλα με πτυχίο», είχε το κουράγιο να σκεφτεί.
Λέω καπρίτσιο είναι, δοκιμή, ας τον να δοκιμάσει, θα προτιμήσει τη θάλασσα, τα φιλαράκια του, το παιχνίδι. Ηρθαμε Τρίτη. Η ...δουλιά του Γαβριήλ τραβάει Σάββατο. Ο κυρ Θανάσης λέει πως είναι πρόθυμος και ξύπνιος. Η Βάσω πως βοηθάει πραγματικά στο μαγαζί. Καθαρίζει τραπέζια, μαζεύει ποτήρια δέκα σ' ένα δίσκο, το παιδαρέλι μου που ως χτες απαιτούσε χωρίς οίκτο τα πάντα. Υστερα ήρθε το χαρτζιλίκι - μεροκάματο. Γιατί μονάχος του το Σαββατόβραδο είπε «πάω να βοηθήσω, έχει κόσμο και ξένους, να βάζω παγωτά, να τους ξαλαφρώσω...».
Είπαμε πως κουράζεται. Αστική αμηχανία. Παραξενεμένοι όλοι, φίλοι και γνωστοί, με την παιδική επιμονή του να λέει «έχω δουλιά, θ' αργήσω, θα σας δω στις 4 στην παραλία. Μη με νομίζεις ότι παίζω, ότι είναι χόμπι. Η δουλιά μου είναι αυτό το καλοκαίρι και μαθαίνω κιόλας», μ' έκοψε σοβαρός κι ευτυχισμένος για την επιλογή του.
Ο μικρός μου σερβιτόρος, που ήθελε μικρός να γίνει «επιχειγημαθίας» για να έχει καράβια που μ' αρέσουν εμένα να τα βλέπω να σκίζουν τις θάλασσες, πήρε τηλέφωνο την αδερφή μου, τον παππού του κι είπε περήφανα «δουλεύω σερβιτοράκι. Στ' αλήθεια. Βοηθάω πραγματικά». Σοβαρός, καθαρός στην αρχή του Γολγοθά της ταξικής συνείδησης... Ηπια τον καφέ που με κέρασε μ' ένα δάκρυ αντί για ζάχαρη. Λιγώθηκα, αλλά είπα απλώς «ευχαριστώ πολύ κύριε - παιδί μου»...