Κυριακή 20 Μάρτη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
«Σου εύχομαι να μην το πάθεις... »

Φαντάζεσαι, φίλε μου, να μετράς το χρόνο που σου απομένει για να βγεις στη σύνταξη σε μήνες και ξαφνικά το εργοστάσιο που δούλευες να κηρύττει πτώχευση; Οι μηχανές που σου ρούφηξαν τα νιάτα σαν βρικόλακες, που σε κάνανε να μοιάζεις γέρος, που έμαθες να τις μισείς, γιατί σε βασάνιζαν, αλλά και να τις αγαπάς γιατί σου δίνανε το μεροδούλι για να συνεχίσεις να ζεις, ξαφνικά να «σβήνουν» και συ να βλέπεις ανήμπορος την πόρτα του εργοστασίου διπλαμπαρωμένη; Φαντάζεσαι όταν πια έχεις γίνει «πλεονάζον εργατικό δυναμικό», σκέτο «ρετάλι» που του πονάν σε κάθε κίνηση όλα του κόκαλα, να παρακαλάς δεξιά και αριστερά για να συμπληρώσεις τα τελευταία κωλοένσημα, μπας και προλάβεις, έστω με τις τρεις και εξήντα, να αράξεις λίγο και να ζήσεις κάπως ήρεμα τα τελευταία σου χρόνια; Σου εύχομαι να μην το πάθεις... Πώς όμως μπορείς να το αποφύγεις; Σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, θες να πιάσεις εκείνον τον ατσαλάκωτο τον τύπο, που σου είπε με ψυχρά μάτια...«η εταιρία έκλεισε οριστικά», και να του ξηγήσεις τον τρόπο που πρέπει να κοιτάει ανθρώπους που τσακίστηκαν απ' τις μηχανές. Ομως, δεν το κάνεις. Πνίγεις την οργή που νιώθεις και ψάχνεις να βρεις τον τρόπο να «κολλήσεις» τα τελευταία σου «κωλοένσημα».

Τα παραπάνω λόγια, δεν ανήκουν σε έναν μόνο από τους εργάτες και τις εργάτριες του φυτωρίου Θήβας. Ανήκουν σε όλους και όλες. Είναι βέβαια πολύ πιο «λίγα», πολύ πιο «λάιτ» - όπως θα έλεγε και ο «ατσαλάκωτος τύπος» - από αυτά που μας είπαν μ' ένα στόμα οι εργάτες γης της Βοιωτίας. Απολυμένοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις που έκλεισαν τα προηγούμενα χρόνια στο νομό. Εκκοκκιστήρια, υφαντουργεία, εργοστάσια άμεσα συνδεδεμένα με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής, με τη γεωργία, που χρόνο με το χρόνο δέχεται απανωτά χτυπήματα από τη διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας, που επιτάσσει η πολιτική των Βρυξελλών.

Για 60 ένσημα...

Και σήμερα βρίσκονται πεσμένες κατάχαμα, στις λάσπες και τους πάγους, να κάνουν την ίδια μονότονη κίνηση με το κλαδευτήρι, να κονταίνουν τις βέργες και να τις ντανιάζουν, για 30 ευρώ τη μέρα, για 60 ένσημα το χρόνο. Και κατά τον Απρίλη όταν τελειώνει η δουλιά να βγαίνουν στη «γύρα», στα ξένα χωράφια, στα ξένα σπίτια, στα εναπομείναντα κονσερβοποιεία, να βγάλουν τίποτα 30 ευρώ ακόμη, να κολλήσουν κάνα επιπλέον ένσημο να «καβαλήσουν» και τούτη τη χρονιά, και να ελπίζουν ότι του χρόνου θα βρουν κάτι επιπλέον μπας και τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Μπας και «αράξουν», με τις τρεις και εξήντα έστω της κατώτερης σύνταξης του ΙΚΑ. Της κατώτερης...

«Για μια δουλιά που αν δεν την κάνεις, φίλε μου, έστω για μια μέρα δεν καταλαβαίνεις για τι σκότωμα μιλάμε. Αν δε στύβεις τα ρούχα σου και να βγάζουν νερό, δεν τη νιώθεις. Τα ρούχα που φοράς το ένα πάνω απ' τ' άλλο για μη σε περονιάζει η υγρασία, αλλά που πάλι μπαίνει μέσα, περνάει το πετσί σου και χτυπάει κατευθείαν στις κλειδώσεις. Στις πονεμένες σου κλειδώσεις, από τις μηχανές που τώρα χάσκουνε νεκρές στο κλειδαμπαρωμένο εργοστάσιο...».

Θυμούνται και γελάνε με «τις κοπελιές με το μακιγιάζ» που ήρθανε από την Αθήνα. Είδαν την προκήρυξη του υπουργείου, «ά, θέση στο Δημόσιο», είπαν, έκαναν αίτηση, τις δέχτηκαν και ήρθαν στα χωράφια. Μόλις κατέβηκαν από τα λεωφορεία και χώθηκαν τα τακούνια τους στις λάσπες, έκαναν μεταβολή και έφυγαν. Σκληρή η δουλιά στα χωράφια. Δεν είναι για όλους. Μας εξιστορούν την ιστορία και γελάνε με την καρδιά τους, για μια στιγμή. Ναι, γελάνε, η απληρωσιά, δεν τους στερεί το γέλιο. Ομως, ύστερα από λίγο, κοιτάζουν γύρω τους, θυμούνται πάλι, τα πρόσωπα σκληραίνουν και το γέλιο μαραίνεται.

«Η φτώχεια είναι φοβερή»

Ερχεται πάνω στην ώρα κοντά μας μια άλλη εργάτρια: «- Τι ήρθατε να κάνετε εδώ;» μας ρωτάει, «όλα είναι καλά, τα λεφτά μας δεν τα χάνουμε» λέει, αλλά κοιτάει στο έδαφος όταν μας μιλά, γυρνά την πλάτη και φεύγει, γρήγορα. Οι άλλοι γνωρίζουν. «Η φτώχεια είναι φοβερή», μας λένε, «ο άντρας της είναι απολυμένος και αυτός, δεν μπορεί να δουλέψει πια...». Ολοι καταλαβαίνουμε τι θα πει αυτό: «Δεν μπορεί να δουλέψει πια». «Η φτώχεια είναι φοβερή». Στην «ισχυρή Ελλάδα»...

«Ζούμε από το φούρναρη και τον μπακάλη. Μας γράφουν στα τεφτέρια τους». Ξεχωριστό τετράδιο έχει ο καθένας και η καθεμιά τους. Δύο μήνες τώρα απλήρωτοι και σε λίγο θα ανοίξουν και δεύτερο τετράδιο. Τρίτο δε θα υπάρξει... Κόκκαλη Ελένη, είναι το όνομά της, και όταν τη ρωτήσαμε, για να «ελαφρύνουμε» την ατμόσφαιρα, «ποια η σχέση της με τον Σωκράτη», κάνει την κίνηση με το κλαδευτήρι, σημαδεύοντας κατευθείαν στο «δόξα πατρί»... Προφανώς καμία η σχέση.

«Εμείς δεν είμαστε άνεργοι. Κανείς δε μας μετράει. Είμαστε ημιαπασχολούμενοι. Με 100, άντε 150, στην καλύτερη, ένσημα το χρόνο. Με αυτά ζούμε όλη τη χρονιά και με καμιά ψευτοδουλιά ακόμα. Χαρές που κάνουμε όταν τη βρούμε και αυτή... Το βαμβάκι χτυπήθηκε, τα εκκοκκιστήρια έκλεισαν. Τώρα χτυπάνε και τη ντομάτα. Τα χέρια που ήθελε το "ντοματάδικο" κάθε χρόνο μειώνονται». Η Βαγγελιώ Λιανού ανησυχεί ότι θα αργήσουν πολύ να έρθουν τα χρήματα από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Ανησυχεί περισσότερο ακόμη ότι δε θα προλάβει να βγει στη σύνταξη.

Ξέρεις, φίλε μου, τι θα πει να φοβάσαι ότι δε θα προλάβεις να βγεις στη σύνταξη;...


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ