Στις 16 Οκτώβρη 2003, το Συμβούλιο Ασφαλείας ομοφώνως εγκρίνει την απόφαση 1511, νομιμοποιώντας την κατοχή και αναγνωρίζοντας την αμερικανική διοίκηση. Προβλέπει χρονοδιάγραμμα εκπόνησης Συντάγματος και παράδοσης της εξουσίας το «συντομότερο δυνατό». Οι «διαφωνούντες», όμως, Ρωσία - Γαλλία - Γερμανία - Κίνα, φροντίζουν να αποποιηθούν κάθε στρατιωτικής και οικονομικής επιβάρυνσης, τονίζοντας ότι «διατηρούν επιφυλάξεις». Ο Λευκός Οίκος απαντά με αποκλεισμό τους από τα πλέον προσοδοφόρα συμβόλαια «ανοικοδόμησης».
Με δεδομένη την αδυναμία της κατοχικής διοίκησης να αξιοποιήσει το ιρακινό πετρέλαιο, του οποίου οι εξαγωγές είναι μηδαμινές, εξαιτίας των αλλεπάλληλων σαμποτάζ και των βλαβών στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, η κατάσταση γίνεται εξαιρετικά πιεστική. Το διορισμένο Κυβερνητικό Συμβούλιο, στα τέλη Οκτώβρη, ανακοινώνει την πλήρη ιδιωτικοποίηση όλων των τομέων της ιρακινής οικονομίας με προνομιακούς όρους. Ελάχιστοι σπεύδουν να επενδύσουν λόγω της έλλειψης ασφάλειας. Η Ουάσιγκτον αρχίζει εκστρατεία απάλειψης του ιρακινού χρέους.
Υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, γίνεται στη Μαδρίτη διάσκεψη «δωρητών για την ανοικοδόμηση». Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η «ανοικοδόμηση» θα χρειαστεί μέχρι και 600 δισ. δολάρια. Οι δωρητές δίνουν μόνο 13 και τα περισσότερα ως δάνεια. Η κυβέρνηση Μπους αποσπά από το Κογκρέσο άλλα 20 δισ. Το ποσό είναι αμελητέο.
Το Κογκρέσο έχει, ήδη, δυσανασχετήσει με τα 166 δισ. δολάρια που έχει εγκρίνει για την εισβολή και τα επιπλέον 87 δισ. για διατήρηση της κατοχής, της οποίας το κόστος εκτιμάται σε 1 δισ. τη βδομάδα. Σε στρατιωτικό επίπεδο, εκτός από τη Βρετανία και την Αυστραλία που συμμετείχαν στην εισβολή, συνεισφέρουν οι Ισπανία, Ιταλία, Βουλγαρία, Πορτογαλία, Ν. Κορέα, Αλβανία, Φιλιππίνες, Ταϊλάνδη, Ουγγαρία, Ρουμανία, Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα, ΠΓΔΜ, Ουκρανία και Πολωνία, που αναλαμβάνει την ευθύνη στο νότιο Ιράκ.
Στις αρχές του 2004, υπό το βάρος των εξελίξεων, ο Λευκός Οίκος αρχίζει να «χαλαρώνει» τον αποκλεισμό των «διαφωνούντων» από τα συμβόλαια ανοικοδόμησης και προστρέχει στον ΟΗΕ για να «συνεννοηθεί» με τους, ολοένα και λιγότερο συνεργάσιμους, σιίτες.