Αφορμή για την ανάδειξη της δημιουργίας του Νίκου Σκαλκώτα είναι η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννησή του
Η συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη γέννηση του Ν. Σκαλκώτα (8/3/1904) είναι μια ακόμα πρόκληση για το ελληνικό κράτος, που ουδέποτε έσκυψε επί της ουσίας πάνω από τις αληθινές πηγές του πολιτισμού μας, να συμβάλει στην ανάδειξη του σπουδαίου έργου του. Απ' ό,τι φαίνεται, όμως, και αυτή η ευκαιρία θα μείνει αναξιοποίητη από την επίσημη πολιτεία. Αξίζει να θυμηθούμε ότι στην απόγνωσή του ο υπεύθυνος του Αρχείου, μουσικολόγος M. Bichsel, σ' ένα πρόσφατο άρθρο του, χαρακτηρίζει την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Σκαλκώτα «όχι γιορτή, αλλά τον τρίτο του θάνατο. Μετά τον πρώτο, το διωγμό του ίδιου και τον αποκλεισμό των έργων του, και το δεύτερο, το φυσικό του θάνατο το 1949, έρχεται τώρα ο τρίτος, αυτός που απεργάζονται όλοι εκείνοι, που με συνειδητή πλέον αναισθησία σιωπούν στα τόσα διαβήματα, στα υπομνήματα, στις εκκλήσεις, στις μετ' επιστήμης σχεδιασμένες προτάσεις υλοποίησης των δύο θεμελιωδών υποχρεώσεων, που έχουμε απέναντι σ' αυτό το κορυφαίο φαινόμενο του σύγχρονου πολιτισμού».
Η ελληνική πολιτεία συνεχίζει να αδιαφορεί για την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία, ιδιαίτερα αυτήν που πάει πιο μπροστά και πιο ψηλά την καινοτόμο, προοδευτική σκέψη και δημιουργία. Ευτυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για κάποιους φορείς και ιδρύματα, που, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, αντιμετωπίζουν την επέτειο ως αφορμή για τη διοργάνωση εκδηλώσεων, που αναδεικνύουν το έργο του Ν. Σκαλκώτα. Ανάμεσά τους είναι το Μουσείο Μπενάκη, που με τη συνεργασία της Λυρικής Σκηνής, του Μεγάρου Μουσικής, του Δήμου Αθηναίων, του Ινστιτούτου «Γκαίτε» και της Σουηδικής Πρεσβείας, θα πραγματοποιήσει πολύπτυχο αφιέρωμα στον συνθέτη.
Στο πλαίσιο του αφιερώματος, περιλαμβάνεται η έκδοση πολυσέλιδου δίγλωσσου πολυτελούς τόμου, χωρισμένου σε δύο ενότητες. Η πρώτη θα περιλαμβάνει εκτεταμένα κείμενα ειδικών, που εξετάζουν βασικά χαρακτηριστικά του έργου και της πορείας του, ενώ η δεύτερη θ' αποτελείται από κείμενα για τον κοινωνικο-πολιτικό και καλλιτεχνικό - πνευματικό περίγυρο. Θα συμμετέχουν οι: Ελένη Βαροπούλου, Κ. Δεμερτζής, Γ. Ζέρβας, Απ. Κώστιος, Λ. Λιάβας, Ευαγγελία Μαντζουράνη, Γ. Μπελώνης, Α. Ρικάκης, Μ. Στεφανίδης, Β. Φιδετζής, Ν. Χριστοδούλου, J. Thornley, L. Holtmeier.
Ξεχωριστής σημασίας είναι η μεγάλη έκθεση - σε τρεις ενότητες - που θα παρουσιαστεί στο καινούριο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς. Η πρώτη ενότητα θα περιλαμβάνει εικαστικά έργα, γραπτές μαρτυρίες, παρτιτούρες, προσωπικά αντικείμενα, προβολές βίντεο, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον, που να αναπαριστά την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1910 στην Ελλάδα. Η δεύτερη ενότητα (περίοδος Βερολίνου) στοχεύει να αναπλάσει το κλίμα των καμπαρέ και της μουσικής του Σκαλκώτα, τα καλλιτεχνικά κινήματα και τον πολιτικό περίγυρο με την άνοδο του ναζισμού, η οποία, μεταξύ άλλων, ανάγκασε τον Σκαλκώτα να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Η τρίτη ενότητα θα ζωντανεύει τις συνθήκες που διαμόρφωσαν την πορεία της Ελλάδας από την άνοδο της Μεταξικής δικτατορίας μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο.
Οι μουσικές και χορευτικές εκδηλώσεις (όπως και η έκθεση) θα πραγματοποιηθούν από τον ερχόμενο Νοέμβριο (μέχρι το Φεβρουάριο του 2005). Θα συμμετάσχουν: το «Corps de Ballet» της Λυρικής, το «Ensemble Intercontemporain», η Καμεράτα, το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, ο πιανίστας G. Douglas Madge, οι δύο εγγονές του Ν. Σκαλκώτα, Εύα και Αννα Λίνταλ, η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων και σολίστες.
Ο Ν. Σκαλκώτας, παρά τη σύντομη ζωή του (πέθανε το 1949 σε ηλικία 45 χρόνων), έγραψε 110 περίπου έργα, που αφορούν σε όλα σχεδόν τα μουσικά είδη: Συμφωνικά, έργα για έγχορδα και πνευστά, μπαλέτα, μουσική δωματίου, έργα για σόλο όργανα, φωνητικά έργα, σκηνική μουσική. Στο έργο του χρησιμοποιεί και εξερευνά όλες τις κύριες και σύγχρονες μουσικές τάσεις της εποχής του, οι οποίες καθόρισαν τη μουσική του 20ού αιώνα: Ατονικότητα, δωδεκαφθογγισμό (σειραϊκή ατονικότητα), προχωρημένη τονικότητα, νεοκλασικισμό, ενώ παράλληλα έκανε συστηματική χρήση στοιχείων δημοτικής μουσικής σε αρκετά έργα.
«Το έργο του τον τοποθετεί στους σημαντικότερους συνθέτες του 20ου αιώνα», σημειώνει ο επιμελητής του αφιερώματος, που προγραμματίζει το Μουσείο Μπενάκη, συνθέτης, Χάρης Βρόντος. «Εξερεύνησε όλες τις τάσεις της μουσικής που κυριάρχησαν όσο ζούσε, εντάσσοντας με το δικό του τρόπο το δωδεκάφθογγο σύστημα, το σειραϊκό και τις κατακτήσεις του νεοκλασικισμού στο προσωπικό του ύφος. Η "Σονάτα για σόλο βιολί", το "Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα", τα κουαρτέτα εγχόρδων, τα κοντσέρτα του για πιάνο, οι δυο συμφωνικές σουίτες και η συμφωνία "Η επιστροφή του Οδυσσέα" ανήκουν στα καλύτερα έργα του καιρού μας».
Εχοντας φανερώσει το εξαιρετικό ταλέντο του στο βιολί από τα πέντε κιόλας χρόνια του, ο Ν. Σκαλκώτας σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών, απ' όπου πήρε το 1920 δίπλωμα βιολιού με πρώτο βραβείο και χρυσό μετάλλιο. Σε μια εποχή έντονων πολιτικο-κοινωνικών εξελίξεων, που φέρνουν ριζικές ανακατατάξεις και στο πολιτιστικό εποικοδόμημα, ο Ν. Σκαλκώτας βρίσκεται στο Βερολίνο, όπου με υποτροφία φοιτά στην Ανώτατη Μουσική Σχολή, στην τάξη βιολιού του Βίλι Χες (μέχρι το 1923-'24). Στρέφεται αποκλειστικά στη σύνθεση, σπουδάζοντας αρχικά με δάσκαλο τον Κουρτ Βάιλ και στη συνέχεια με τους Φίλιπ Γιάρναχ και Αρνολντ Σαίνμπεργκ, ο οποίος ξεχώριζε τον Σκαλκώτα ανάμεσα στους μαθητές τους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι ιδιαίτερα σημαντικοί Μπεργκ, Βέμπερν, Γκέρχαρντ.
Το 1931 παίρνει το δίπλωμά του, αλλά απομονώνεται από τον έξω κόσμο και σταματά να συνθέτει. Η άνοδος του ναζισμού αναγκάζει τους πρωτοπόρους δημιουργούς να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Το 1933 ο Σκαλκώτας φεύγει κρυφά για την Ελλάδα, αφήνοντας πίσω του τις παρτιτούρες με την έως τότε συνθετική δουλιά του, πιστεύοντας πως θα αναγνωριζόταν το ταλέντο του. Ομως, αυτός ο σπουδαίος βιολιστής, πιανίστας και συνθέτης, στον τόπο του, κυριολεκτικά θάβεται. Παρότι αρχίζει να ξαναγράφει, για να ζήσει αναγκάζεται να εργαστεί ως βιολιστής στα τελευταία αναλόγια των συμφωνικών ορχηστρών. Μέσα στη μικροαστική ερημιά της Αθήνας, σε μια περίοδο που στα μουσικά πράγματα κυριαρχούσε η Εθνική Μουσική Σχολή και η μορφή του Μανώλη Καλομοίρη, ο Σκαλκώτας συνθέτει ασταμάτητα. Και ζει απομονωμένος. Ο μουσικολόγος Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, στο δίτομο βιβλίο του «Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949): Μια προσπάθεια είσδυσης στο μαγικό κόσμο της δημιουργίας του», αναφέρεται στη «μεγάλη συμπαιγνία» ομοτέχνων του που φοβήθηκαν ότι θα τους επισκίαζε το ταλέντο του Σκαλκώτα. Ο παραγκωνισμένος πρωτοπόρος συνθέτης αντιμετωπίζει την αδιαφορία, την αντίδραση, ακόμα και το φθόνο. Ομως, συνεχίζει να γράφει, παράγοντας πάνω από 100 έργα, μέχρι το θάνατό του, το 1949.