Associated Press |
Από διαδήλωση εργαζομένων στο Πόρτο ενάντια στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης |
Ηδη η ανεργία σημείωσε άνοδο και βρίσκεται στο 6,7% από 4,3% για το 2002 (!), αν και τα συνδικάτα υποστηρίζουν ότι ο πραγματικός αριθμός φτάνει το 7.6%. Παράλληλα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε κατά 700.000 ανθρώπους το 2002, γεγονός που σε συνθήκες κρίσης μόνο περισσότερη μιζέρια μπορεί να σημάνει για τους εργαζόμενους. Ανάμεσα σε αυτούς που επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση της ανεργίας είναι και οι πτυχιούχοι. Το 2001 υπήρχαν 24.000 άνεργοι πτυχιούχοι, ενώ τώρα υπάρχουν περίπου 30.000.
Επιπλέον, στην Πορτογαλία τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα, αφού η σταδιακή μείωση των επιτοκίων, μετά την ένταξη στο ευρώ, οδήγησε σε μια πιστωτική φούσκα που για κάποια χρόνια οι κυβερνώντες ονόμαζαν οικονομική ανάπτυξη που θα έφερνε την πολυπόθητη σύγκλιση. Η Πορτογαλία, άλλωστε, ήταν από τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές του κοινού νομίσματος και μάλιστα κατάφερε να ενταχθεί στο κοινό νόμισμα με το πρώτο κύμα χωρών, υπό την κυβέρνηση των Σοσιαλιστών του Αντόνιο Γκουτιέρες.
Ωστόσο, το «σκάσιμο» της πιστωτικής φούσκας, σε συνδυασμό με την κάθοδο του οικονομικού κύκλου που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, δημιουργεί στη χώρα μια απελπιστική κατάσταση. Υπολογίζεται ότι το 2002 περίπου 2 επιχειρήσεις κάθε μήνα έκλειναν, για να μετακομίσουν στην Ανατολική Ευρώπη. Είναι σαφές ότι η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης μόνο άσχημες εξελίξεις μπορεί να σημάνει για την πορτογαλική οικονομία, αλλά και για τις άλλες μικρές οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (σαν την ελληνική) που για χρόνια πίστευαν ότι τα φθηνά εργατικά χέρια θα αποτελέσουν πόλο έλξης για τα ξένα κεφάλαια. Παράλληλα, η Πορτογαλική αγροτική παραγωγή θα συνεχίσει να συρρικνώνεται, εξαιτίας των αλλαγών στο σύστημα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.
Πολλοί πίστεψαν ότι μια άλλη αστική κυβέρνηση θα άλλαζε τα πράγματα. Ετσι το 2001, μετά την ταπεινωτική ήττα των Σοσιαλιστών στις τοπικές εκλογές, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός παραιτήθηκε, για να αντικατασταθεί από έναν συντηρητικό συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών (χριστιανοδημοκράτες) και Λαϊκού Κόμματος (συντηρητική δεξιά) υπό τον Χοσέ Μανουέλ Ντουράο Μπαρόσο.
Η κυβέρνηση Μπαρόσο, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, ανακοίνωσε σκληρό πρόγραμμα λιτότητας, προκειμένου να μειωθεί το έλλειμμα της χώρας. Παράλληλα, ανακοίνωσε μέτρα για την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, αύξηση κατά δύο μονάδες του ΦΠΑ, περιορισμό των δημοσίων εξόδων σε όλους τους τομείς και πρόσφατα μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα για να «αυξηθεί η παραγωγικότητα» των δημοσίων υπαλλήλων.
Ακολούθησαν το 2002 οι μεγάλες κινητοποιήσεις του εργατικού συνδικάτου CGTP-Intersyndical, ενάντια στους νέους εργασιακούς νόμους. Τελικά, όμως, ως είθισται στις αστικές δημοκρατίες, η κυβέρνηση με τη βοήθεια των Σοσιαλιστών και του «κεντρώου» συνδικάτου UGT άλλαξε με μερικές παραχωρήσεις το εργασιακό καθεστώς. Επόμενος στόχος είναι πλέον οι συντάξεις.
Οπως δηλώνει ο πρωθυπουργός Μπαρόσο (και φυσικά θα συμφωνούσαν οι ανά την Ευρώπη «κεντρο-αριστεροί» και «κεντρο-δεξιοί») «το ουσιαστικό πρόβλημα της πορτογαλικής - αλλά και της ευρωπαϊκής - οικονομίας είναι η ύπαρξη κινήτρων για τις μεταρρυθμίσεις». Δηλαδή, σύμφωνα με τη λογική του, η μόνη λύση στα προβλήματα της οικονομίας είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές, όπως περικοπή συντάξεων και αύξηση των ορίων ηλικίας, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, ακόμα περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, καθιέρωση νέων μορφών εργασίας και φυσικά φορολογικές και άλλες διευκολύνσεις στο κεφάλαιο για να συνεχίσει να επενδύει. Το μέλλον, λοιπόν, για τους Πορτογάλους εργαζόμενους είναι δυσοίωνο.