Associated Press |
Αντίθετα, όπως ορθώς επισημαίνει ο Ισραηλινός αρθρογράφος, από τη συνάντηση Σαρόν - Μπους προέκυψε ότι το βασικό εμπόδιο στην εφαρμογή του «οδικού χάρτη» είναι η «διάλυση των παλαιστινιακών τρομοκρατικών υποδομών», γεγονός που μεταθέτει, ως είθισται, το βάρος της ευθύνης στην παλαιστινιακή πλευρά. Η αμερικανική αυτή στάση δεν πρόκειται να αλλάξει στο παραμικρό, τονίζει ο Ακιντάρ, υπενθυμίζοντας ότι ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών το Νοέμβρη του 2004, ο Τζορτζ Μπους θα αποφύγει την οποιαδήποτε κίνηση θα μπορούσε να του στοιχίσει ψήφους εντός ΗΠΑ. Ετσι, για άλλη μια φορά, οι χαμογελαστές δηλώσεις των Μπους - Αμπάς, μετά τη μεταξύ τους συνάντηση στο Λευκό Οίκο στα μέσα Ιούλη, δεν μπορούν παρά να ερμηνευτούν ως ένας πολύ καλός χειρισμός «δημοσίων σχέσεων».
Associated Press |
Ενώ οι παλαιστινιακές οργανώσεις, που χαρακτηρίζονται «τρομοκρατικές» από ΗΠΑ - Ισραήλ, τηρούν απαρέγκλιτα τη συμφωνία εκεχειρίας που τους απέσπασε ο Παλαιστίνιος πρωθυπουργός, το ίδιο αυτό χρονικό διάστημα, ο ισραηλινός στρατός συνεχίζει τη δράση του εντός των παλαιστινιακών εδαφών, επιβάλλοντας αποκλεισμούς, κάνοντας συλλήψεις, κατεδαφίζοντας σπίτια, καταστρέφοντας καλλιέργειες, κατάσχοντας παλαιστινιακή γη. Η καθημερινότητα των Παλαιστινίων ελάχιστα έχει βελτιωθεί, μόνο σε ορισμένες περιοχές. Αντίθετα, στην πλειοψηφία των παλαιστινιακών εδαφών η κατάσταση παραμένει τραγική και, παρά τις πολυδιαφημιζόμενες «ειρηνιστικές προοπτικές», καμία επόμενη ημέρα δεν έχει ξημερώσει για τον παλαιστινιακό λαό.
Για τα μάτια των δημοσιογράφων, ο ισραηλινός στρατός απομάκρυνε μερικά οδοφράγματα, γύρω από τη Ραμάλα, που ήταν ούτως ή άλλως εγκαταλελειμμένα, και κατεδάφισε κάποιους ακατοίκητους εποικισμούς (δηλαδή ένα ή δύο τροχόσπιτα) στη Δ. Οχθη. Εκτενής, μάλιστα, ήταν η κάλυψη των συγκρούσεων που σημειώθηκαν ανάμεσα στο στρατό και στους εποίκους, μόνο που, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», το όλο σκηνικό ήταν εντελώς στημένο, εξαρχής.
Το Ισραήλ αρνείται να απελευθερώσει το σύνολο των Παλαιστινίων κρατουμένων, ισχυριζόμενο ότι δεν μπορεί να αφεθούν ελεύθεροι «άνθρωποι που έβαψαν με αίμα τα χέρια τους», κατηγορία, όμως, που δεν έχει παραπεμφθεί προς απόδειξη σε κάποιο δικαστήριο ή αν ποτέ γίνει αυτό, το κατηγορητήριο θα βασιστεί μόνο σε πληροφορίες των ισραηλινών στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών. Το Ισραήλ αρνείται να απομακρύνει το σύνολο των εποικισμών από τα παλαιστινιακά εδάφη, αγνοώντας περιπαιχτικά και προκλητικά το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του ΟΗΕ, που χαρακτηρίζουν παράνομη ολόκληρη την εποικιστική δραστηριότητα. Αρνείται, επίσης, να εγκαταλείψει το υπερσύγχρονο οδικό δίκτυο που συνδέει αυτούς τους εποικισμούς αλλά και την πολυάριθμη στρατιωτική τους ασφάλεια.
Η ισραηλινή ηγεσία αποκλείει κάθε συζήτηση για το θέμα των προσφύγων, δεν απομακρύνει τα στρατεύματά της παρά μόνο στις παρυφές των παλαιστινιακών πόλεων, συνεχίζει την κατάσχεση παλαιστινιακών εδαφών. Επιμένει, επίσης, στην ανέγερση του διαχωριστικού τείχους, εντός των παλαιστινιακών εδαφών, καταστρέφοντας παλαιστινιακές καλλιέργειες και εγκλωβίζοντας στη «νεκρή ζώνη» χιλιάδες Παλαιστινίους, που δε θα έχουν δικαίωμα να μετακινηθούν ούτε προς τη μία ούτε προς την άλλη πλευρά.
Τι δίνει η ισραηλινή ηγεσία; Μόνο αόριστες και γενικόλογες υποσχέσεις για μια «ανεξάρτητη οντότητα» και ειρήνη, την οποία, όμως, θα ορίσει με βάση τις δικές της βλέψεις. Αυτή η οντότητα δεν προβλέπεται από πουθενά ότι θα συμπεριλαμβάνει, έστω, το 22% της ιστορικής Παλαιστίνης, στο οποίο έχουν συναινέσει οι Παλαιστίνιοι, αντί του 41% που ανέφεραν οι αρχικές αποφάσεις του ΟΗΕ. Η ισραηλινή ηγεσία ουδέποτε αποδέχτηκε η όποια παλαιστινιακή οντότητα να ελέγχει τα σύνορά της, τα οποία θα παραμείνουν υπό ισραηλινό έλεγχο. Η ισραηλινή ηγεσία ουδέποτε αποδέχτηκε ως έχει τον «οδικό χάρτη» και διατηρεί πάντα το δικαίωμα του βέτο, της άρνησης εφαρμογής του, της τροποποίησής του.
Γιατί τελικά, έστω και για τυπικούς λόγους, η ισραηλινή ηγεσία αποδέχτηκε τον «οδικό χάρτη»; Καταρχάς, γιατί μια τέτοια κίνηση ήταν κομβικής σημασίας για τον ισχυρό σύμμαχό της, τις ΗΠΑ, μετά τον πόλεμο στο Ιράκ και την αμαύρωση της Ουάσιγκτον στην αραβική κοινή γνώμη. Κατά δεύτερον, και πιθανώς εξίσου σημαντικό, γιατί είναι ξεκάθαρο ότι με τη στρατιωτική βία, παρά την αδιαμφισβήτητη ισραηλινή υπεροχή, δεν μπορεί να πετύχει την επιθυμητή, για την ισραηλινή ηγεσία, λύση. Επιπλέον, το οικονομικό και κοινωνικό βάρος διατήρησης της στρατιωτικής εγρήγορσης και κατοχής αποδεικνύεται δυσβάσταχτο για το Ισραήλ, που βιώνει τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της ιστορίας του, με τους εργαζομένους του να είναι εξοργισμένοι βλέποντας τα εισοδήματά τους να έχουν μειωθεί κατά 12% από την έναρξη της Ιντιφάντα.
«Το Ισραήλ επιδιώκει απλώς μια παράταση χρόνου», εκτιμά ο Πρόεδρος των Παλαιστινιακών Επιτροπών Ιατρικής Ανακούφισης και ακτιβιστής, Μουσταφά Μπαργκούτι. «Παράταση χρόνου, έτσι ώστε να διαμορφώσει τέτοια δεδομένα στο έδαφος που θα έχουν εγκλωβίσει τον παλαιστινιακό λαό σε γκέτο, θα έχουν κάνει τη ζωή του ανυπόφορη και πλέον δε θα χρειάζεται να αγωνίζεται για τη γη του, αλλά για την επιβίωσή του, με το μικρότερο δυνατό κόστος, οικονομικό και πολιτικό για το Τελ Αβίβ. Αυτό έπραξε με το Οσλο, οπότε διπλασιάστηκαν οι έποικοι και οι εποικισμοί. Χωρίς γη, χωρίς διέξοδο, χωρίς δουλιά, χωρίς καλλιέργειες, χωρίς τίποτα, η ισραηλινή ηγεσία επιδιώκει την «εθελούσια» αποχώρηση των Παλαιστινίων από τη γη τους» καταλήγει. Ενδεικτικό της αλήθειας των εκτιμήσεων του Μπαργκούτι είναι ότι στη Λωρίδα της Γάζας, που είναι το πλέον εύφορο έδαφος της περιοχής, τα προϊόντα που πωλούνται είναι, κυρίως, ισραηλινά, γιατί οι Παλαιστίνιοι είτε δεν έχουν πια γη να καλλιεργήσουν είτε δεν μπορούν να την προσεγγίσουν.
Για μακρόχρονο σχέδιο «εθνοκάθαρσης» των Παλαιστινίων κάνει λόγο η δημοσιογράφος Κρίστεν Ες, που εργάζεται στα παλαιστινιακά εδάφη, και εκτιμά ότι το σχέδιο αυτό έχει τεθεί σε εφαρμογή, ήδη, από την υπογραφή της συμφωνίας του Οσλο. Εμμέσως, πλην σαφώς, το ίδιο υποστηρίζει και η γνωστή Ισραηλινή καθηγήτρια Πανεπιστημίου και αρθρογράφος της «Γιεντότ Αχρονότ», Τάνια Ράινχαρτ, στο βιβλίο της «Ισραήλ - Παλαιστίνη: πώς να δώσουμε τέλος στον πόλεμο του 1948».
Μέσα από λεπτομερή και ενδελεχή δημοσιογραφική έρευνα η Τ. Ράινχαρτ αποκαλύπτει ότι οι χειρισμοί των διαδοχικών ισραηλινών κυβερνήσεων, πολύ πριν από την πρωθυπουργία Ράμπιν, μέχρι σήμερα, ακολουθούν παρόμοιες τακτικές και έχουν σταθερό στόχο: προσωρινές ενδιάμεσες συμφωνίες, διαμόρφωση δεδομένων στο έδαφος, διαστρέβλωση της πραγματικότητας μέσα από καλοστημένες «παγίδες» -με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Καμπ Ντέιβιντ το καλοκαίρι του 2000, όπου ο Εχούντ Μπάρακ έπεισε ολόκληρο τον κόσμο ότι προσέφερε τα πάντα, ενώ δεν έδινε στους Παλαιστινίους απολύτως τίποτε- προκειμένου να μετατραπεί σε αφόρητη κόλαση η καθημερινότητα των Παλαιστινίων και να εγκαταλείψουν μόνοι τους τις εστίες τους. «Αν δεν υπάρξει συνολική οριστική συμφωνία, χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς προσωρινά μέτρα, χωρίς καμία δυνατότητα ισραηλινής υπαναχώρησης, στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, καταλήγει η Ράινχαρτ, δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει ειρήνη. Αντίθετα, οδεύουμε προς την υλοποίηση του οράματος Σαρόν για εφαρμογή αυτού που άφησε ατελείωτο ο πόλεμος του 1948: τη «μεταφορά» του παλαιστινιακού λαού έξω από την Παλαιστίνη».