Δηλώσεις ενόψει της ανάληψης της προεδρίας της ΕΕ
«Περίοδο με αρκετές προκλήσεις για την ΕΕ» χαρακτήρισε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αυτή που διανύει σήμερα η ιμπεριαλιστική συμμαχία, εκφράζοντας την ετοιμότητα της κυβέρνησής του να συνεισφέρει ενόψει της προεδρίας που αναλαμβάνει (από 1η Γενάρη 2026) ώστε «να ενισχύσουμε τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ από τη μία και από την άλλη να φέρουμε την ΕΕ κοντά στην περιοχή». Υποδεχόμενος στη Λευκωσία την πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Ρομπέρτα Μετσόλα, ο Νίκος Χριστοδουλίδης περιέγραψε την «ανάληψη της προεδρίας του Συμβουλίου» της ΕΕ ως «μια εθνική αποστολή, για την οποία προετοιμαζόμαστε τα τελευταία δύο χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη και τις διεθνείς εξελίξεις, όπως τις βλέπουμε να εξελίσσονται καθημερινά».
Σε αυτό το πλαίσιο, και καθώς αναμένεται νέος γύρος επαφών στο Κυπριακό, ο Κύπριος ηγέτης επανέλαβε ότι «είμαστε έτοιμοι να προσκαλέσουμε και τον Τούρκο Πρόεδρο να παραστεί στο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που θα γίνει στην Κύπρο στις 23-24 Απριλίου» 2026, αλλά και αντίστοιχα τον Τούρκο ΥΠΕΞ για την άτυπη συνάντηση των Ευρωπαίων ΥΠΕΞ, απαντώντας σε απορίες που διατυπώνονταν επειδή οι δύο χώρες δεν έχουν επίσημα διπλωματικές σχέσεις.
Μεταξύ άλλων ο Ν. Χριστοδουλίδης άδραξε για άλλη μια φορά την ευκαιρία να τονίσει πως «οι σχέσεις των ΗΠΑ με την ΕΕ είναι υψίστης σημασίας», υποστηρίζοντας ότι «διαχρονικά» όποτε «οι διατλαντικές σχέσεις ήταν ισχυρές, εργαζόμασταν από κοινού», τότε «αντιμετωπίζαμε σαφώς καλύτερα και τις προκλήσεις», προκρίνοντας ως επιθυμία και της κυπριακής προεδρίας «οι σχέσεις των ΗΠΑ με την ΕΕ να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο», αλλά και χαρακτηρίζοντας «σημείο σύγκλισης συμφερόντων» των δύο πλευρών την «περιοχή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής».
Αναγγέλλοντας δε τις επόμενες συναντήσεις για το Κυπριακό, επιβεβαίωσε ότι στις 11 Δεκεμβρίου η Μαρία Ανχελα Ολγκίν Κουεγιάρ, ειδική εκπρόσωπος του γγ του ΟΗΕ, θα έχει χωριστές συναντήσεις με τις δύο πλευρές, ενώ ήδη «βρίσκονται σε εξέλιξη συναντήσεις των διαπραγματευτών».
Επιπλέον ο Κύπριος Πρόεδρος δήλωσε ξανά έτοιμος «πριν από το τέλος του χρόνου να συμμετάσχω και σε μια διευρυμένη διάσκεψη, που θα οδηγήσει στην ανακοίνωση για επανέναρξη ουσιαστικών συνομιλιών». Σχολιάζοντας δε δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ρ. Τ. Ερντογάν ότι η ένταξη στην ΕΕ παραμένει στρατηγικός στόχος της χώρας του, είπε ότι αν αυτά «ισχύουν στην πράξη, στην ουσία, και δεν είναι απλώς δηλώσεις, είμαστε εδώ για να οδηγήσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση, η οποία προϋποθέτει και συγκεκριμένες εξελίξεις στο Κυπριακό, στο πλαίσιο και των κυπρογενών υποχρεώσεων της Τουρκίας».
Από τη δική της πλευρά η Μετσόλα εκτίμησε ότι «η Κύπρος στο πηδάλιο θα συμβάλει στην προώθηση μιας πραγματικά γεωπολιτικής Ευρώπης», συμπληρώνοντας πως μια τέτοια Ευρώπη «είναι ακριβώς αυτό που θα ενισχύσει τη δύναμή μας και τη συνοχή μας, τη σημασία της συνοχής μας στη διεθνή σκηνή, είτε σχετικά με την Τουρκία, την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, είτε για τις νέες σχέσεις μας με τις ΗΠΑ».
Οι σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας απασχόλησαν και τις νέες επαφές που είχε την περασμένη βδομάδα ο Τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν στο Βερολίνο, όπου εξετάστηκε και η πορεία της διμερούς συνεργασίας, με έμφαση και στην ασφάλεια.
Στις δηλώσεις του ο Φιντάν στάθηκε στους «μακροχρόνιους δεσμούς» των δύο χωρών, που όπως είπε βασίζονται στη «συνεργασία στο ΝΑΤΟ» και στην «οικονομική αλληλεξάρτηση», επαναλαμβάνοντας ότι «η ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι ελλιπής χωρίς την Αγκυρα».
Ο δε Γερμανός ομόλογός του, Γιόχαν Βάντεφουλ, για πολλοστή φορά χαρακτήρισε την Τουρκία σημαντικό «γεωστρατηγικό εταίρο», που το Βερολίνο θέλει να ανοίξει «ένα νέο κεφάλαιο» στις διμερείς σχέσεις μαζί της.
Να σημειωθεί ότι παρά τους δισταγμούς για τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα SAFE της ΕΕ (όπως εκφράστηκαν και στη συνεδρίαση των Ευρωπαίων υπουργών), το Βερολίνο περιλαμβάνεται σε εκείνους που σταθερά τάσσονται υπέρ της ενίσχυσης της «αμυντικής συνεργασίας» με την Αγκυρα, ενώ και η ΕΕ την αντιμετωπίζει ως στρατηγικό εταίρο και ανοίγει την πόρτα της συμμετοχής της στην πολεμική βιομηχανία, μέσω «συμπράξεων» με ευρωπαϊκές βιομηχανίες.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Βάντεφουλ χαρακτήρισε τις συνομιλίες του με τον Φιντάν «εποικοδομητικές», υπενθυμίζοντας ότι «η Τουρκία υπήρξε πάντα ένας πολύ αξιόπιστος και σταθερός σύμμαχος του ΝΑΤΟ. Ως γερμανική κυβέρνηση επιδιώκουμε να ανεβάσουμε τις διμερείς μας σχέσεις σε νέο επίπεδο, και ιδιαίτερα να ενισχύσουμε την πτυχή της ασφάλειας».