Αποσπάσματα από την ομιλία της Εύας Μελά, ζωγράφου-χαράκτριας και μέλους του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ, στην εκδήλωση
Ο Α. Τάσσος είναι αυτός που περισσότερο από όλους τους εικαστικούς καλλιτέχνες του τόπου μας συντόνισε το έργο του με τον παλμό του λαϊκού κινήματος, με τα βάσανα, τις ελπίδες, τις ηρωικές και τις πένθιμες στιγμές του. Το έργο του - από τα πρώτα δημιουργικά του βήματα έως τα ύστερα - γεννιέται ως χρονικό της ίδιας της ζωής του λαού.
Η σχέση του με το ΚΚΕ καταγράφεται από τα πρώτα χρόνια του. Εχοντας ως κεντρικό άξονα της δουλειάς του την αγάπη του για τον εργαζόμενο άνθρωπο, εργάτη και αγρότη που γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας, από όπου κατάγεται, συναντιέται με τις μαρξιστικές ιδέες σε μια περίοδο αυξανόμενης δύναμης του ΚΚΕ. Είπε ο ίδιος για την Οκτωβριανή Επανάσταση: "Μεγάλωσα μαζί της. Μορφώθηκα απ' αυτήν. Ολη μου η ζωή φωτίστηκε από τα διδάγματά της"», ανάφερε η Εύα Μελά στην αρχή της ομιλίας της.
Στη συνέχεια στάθηκε αναλυτικά στη ζωή και στο έργο του μεγάλου μας χαράκτη. Στα πρώτα του έργα την περίοδο της δεκαετίας του '30, στην ένταξή του στην ΟΚΝΕ, στη μαθητεία του στην ΑΣΚΤ και στο εργαστήρι χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, που «στήριξε τον προσανατολισμό του, μιας και ο Κεφαλληνός, εμπνεόμενος από τον μαρξισμό, γαλούχησε τους σπουδαστές του - ολόκληρες γενιές - με αξίες και ιδανικά στην υπηρεσία του δίκιου, μιας κοινωνίας με ανθρωπιά. Τους έστρεψε προς μια μαχόμενη κουλτούρα, προς μια ζωή αγωνιστική».
Αναφέρθηκε επίσης στα επόμενα χρόνια, στα γόνιμα δημιουργικά χρόνια της δεκαετίας του '60, που στρέφεται στο άσπρο - μαύρο.
Στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών «παραιτήθηκε από τα ΕΛΤΑ και από τη θέση του διευθυντή της Σχολής Διακοσμητικών Τεχνών του Αθηναϊκού Ινστιτούτου (γνωστής ως Σχολής Δοξιάδη). Εργάζεται στην εταιρεία εκτυπώσεων "Ασπιώτη ΕΛΚΑ", του Ηλιόπουλου, ενώ παράλληλα δουλεύει ξυλογραφίες, αναφερόμενος σε πρόσωπα και καταστάσεις με ιδιαίτερη βαρύτητα:
Εκείνο το διάστημα εκδίδει λευκώματα με πρωτότυπες ξυλογραφίες του για βιβλιοφιλικούς οίκους του εξωτερικού και κάνει εκθέσεις εκτός Ελλάδας. Απέχει από κάθε εκθεσιακή δράση στην Ελλάδα, ως πράξη αντίστασης.
Με την έκρηξη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, από τις 20 Νοέμβρη 1973 ο Τάσσος ξεκινάει τη μεγάλη σύνθεση "17 Νοέμβρη 1973", που δουλεύει μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1975, μια μνημειακή σύνθεση 5,2 μ. χαραγμένη σε τρία τμήματα, που παραμένει στην αρχική της μορφή πάνω στις ξύλινες πλάκες.
Τον Νοέμβρη του 1975 πραγματοποιεί μεγάλη έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Γράφει στον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Δ. Παπαστάμο: "Οι ειδικές ψυχολογικές συνθήκες των τελευταίων χρόνων, η αφόρητη και καθημερινή ταπείνωση της αξιοπρέπειας, θα μπορούσαν να έχουν κυριολεκτικά εξοντωτικές συνέπειες, εάν δεν υπήρχε για μένα σαν μοναδικό στοιχείο επιβίωσης το καταφύγιο της πλαστικής έκφρασης"».
Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι η συνειδητή επιλογή του, μέσα από τη σχολαστική ενασχόλησή του με τη μορφή, τη φόρμα, να συντονίσει το βήμα του με τη μακραίωνη παράδοση της "καθ' ημάς Ανατολής", τη βυζαντινή παράδοση, γέννημα του μεσογειακού ήλιου που κόβει σαν φαλτσέτα τις μορφές, που οξύνει την αντίθεση φωτός και σκιάς, δημιουργώντας στα έργα του αυτό που τελικά χαρακτήρισε την ωριμότητά του, το απόλυτα προσωπικό του ύφος, που αποπνέει τη μνήμη του τόπου, του λαού, όχι μόνο θεματικά αλλά και μορφολογικά. Δημιουργεί με την Τέχνη του γέφυρες με την οπτική μνήμη του λαού και δηλώνει: "Εχουμε τα εφόδια να δημιουργήσουμε μια ελληνική Τέχνη με τα δικά μας δεδομένα". Εκφράζοντας την ανάγκη για ανάπτυξη μιας ελληνικής Τέχνης με εθνικό χαρακτήρα, εθνικό με τη θετική έννοια, του "εντόπιου", της λαϊκής συνείδησης του συγκεκριμένου τόπου».
Το 1977 είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ΠΑΠΟΚ, κίνησης που δημιούργησε το ΚΚΕ για την ενίσχυση της πολιτιστικής δουλειάς πανελλαδικά. Ο Τάσσος γίνεται πρόεδρός της και πρωτοστατεί στον αγώνα για την προώθηση της Τέχνης πλατιά, για την ενίσχυση της ερασιτεχνικής δημιουργίας, δράσεων για την ειρήνη, ενάντια στην εμπορευματοποίηση και καταστροφή του περιβάλλοντος και στην ασύδοτη δράση του μεγάλου κεφαλαίου. Σχεδιάζει αφίσες, με τη βοήθεια, έως το τέλος της ζωής του, του συνεργάτη του, εξαιρετικού γραφίστα Σπύρου Καραχρήστου. Σχεδιάζει το εκλογικό σήμα του ΚΚΕ και είναι πάντα παρών με το έργο του σε ό,τι του ζητηθεί. Δημιουργεί χαρακτικό έργο για το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ, παρακολουθεί το 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ και το 3ο Συνέδριο της ΚΝΕ. Χαράζει και δωρίζει στο Κόμμα μας τα έργα εμπνευσμένα από την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Υστατο έργο του η αφίσα της Αντιφασιστικής Νίκης, για την εκδήλωση στο ΣΕΦ στις 12/10/1985.
Ηταν στα μέσα της δεκαετίας 1980 - 1990 όταν ο ζωγράφος και έμπειρος ψηφιδογράφος Νίκος Ευγενίδης και η γλύπτρια και ψηφιδογράφος Κλειώ Μακρή, σε συνεργασία, μετέφραζαν σε ψηφιδωτό το έργο του Α. Τάσσου "Τα παιδιά της ασφάλτου" (1974, Ξυλογραφία σε χαρτί, 69 x 142 εκ.). Το ψηφιδωτό - με εμβαδό 60 τετραγωνικά μέτρα - θα στόλιζε από τότε την είσοδο της έδρας της ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό, δίνοντας στο έργο του Α. Τάσσου, που το είχε δημιουργήσει για τα 57 χρόνια του ΚΚΕ, μια νέα πνοή, μια νέα δύναμη... Ο ίδιος δεν πρόλαβε να το επιμεληθεί, γιατί έφυγε από τη ζωή. Το επιμελήθηκε η ζωγράφος και σύντροφός του, Λουκία Μαγγιώρου, που έκανε τη μεταφορά από το χαρακτικό για το ψηφιδωτό σε χαρτί, και οι δύο εικαστικοί, ο Νίκος Ευγενίδης και η Κλειώ Μακρή, το ερμήνευσαν σε ψηφιδωτό στην πράξη. Το έργο κατασκευάστηκε με την παλιά βυζαντινή τεχνική, με κονίαμα από ασβέστη, κατευθείαν στον τοίχο, στον οποίο απλώνεται απ' άκρη σ' άκρη, δίνοντας ένα τεράστιο πλούτο τόνων και αποχρώσεων, από το μαύρο έως το ανοιχτό γκρι και από το λευκό στην ώχρα. Τόνων και αποχρώσεων της φυσικής πέτρας, χωρίς στο ελάχιστο να ξεφεύγουν από το αυστηρό σχέδιο του Α. Τάσσου, που αποτυπώνει μια λαοθάλασσα από νέα κορίτσια και αγόρια σε πορεία, σε διαδήλωση».