Σάββατο 25 Οχτώβρη 2025 - Κυριακή 26 Οχτώβρη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο δρόμος για το Λαζαρέτο με τα λόγια των μελλοθάνατων

Κερκυραίος δημοσιογράφος, φίλος του Κόμματος, συνέθεσε μαρτυρίες για τις τελευταίες ώρες των μελλοθάνατων στις Φυλακές της Κέρκυρας, όπως καταγράφηκαν από συγκρατούμενούς τους - επίσης μελλοθάνατους - και περιλήφθηκαν σε κατοπινές εκδόσεις. Το κείμενο είναι συγκλονιστικό, καθώς αποδίδει με λογοτεχνικό τρόπο τις συνθήκες κράτησης στα διαβόητα μπουντρούμια της Κέρκυρας και την πορεία προς τον θάνατο τον πολιτικών κρατουμένων.

Αποτελεί ακριβή αντιγραφή επιλεγμένων αποσπασμάτων από τα βιβλία των Λάμπρου Κασσελούρη («Της Λευτεριάς οι Αθάνατοι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»), Γιάννη Ντουμένη «Ημερολόγιο ενός αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης», ιδιωτική έκδοση), Ανάστου Παπαπέτρου («Καταδικασμένοι σε θάνατο», εκδ. «Ολκός») και Σταμάτη Σκούρτη («Ωσπου να ξημερώσει», εκδ. «Ολκός»). Τα σκίτσα που συνοδεύουν το κείμενο είναι δημιουργίες του σκιτσογράφου Τάσου Χαλά (βιβλίο Λ. Κασσελούρη).

* * *

Πάνω απ' τις αγγλικές φυλακές της Κέρκυρας βαριά μελανιασμένα σύννεφα προμηνούν καταιγίδα. Κάθε μέρα πέφτει από νωρίς βαθύ σκοτάδι στα υγρά κελιά - ψυγεία. Βροχή κι αέρας, αέρας και βροχή. Οι τοίχοι υγροί, παγεροί. Τουρτουρίζεις.

Ο ύπνος όμως δεν έρχεται με το ξάπλωμα, γι' αυτό το ρίχνουμε στο κουβεντολόι.

«Αν βγεις ζωντανός από 'δω, έχεις χρέος να τα πεις όλα στους νεότερους».

Στάθη τον λένε. Εκανε στο αντάρτικο της Κρήτης και μας έλεγε διάφορες ιστορίες απ' την Κρήτη. Πιάστηκε σε μια μάχη με τρεις άλλους. Ητανε γεμάτος τραύματα.

- Με πήγανε στο νοσοκομείο, με κάνανε καλά και μετά στο στρατοδικείο και μας δίκασαν σε θάνατο. Αυτό το πράμα δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους μου, να σε τραυματίζουν, να σε γιατρεύουν και μετά να σε ντουφεκάνε. Ας είναι που λέτε...


- Σαν βγήκε η απόφαση βούιζε η Κρήτη. Οι βουλευτές των Χανίων τηλεγράφησαν στην κυβέρνηση να μην μας εκτελέσουν. Μας δώσανε αναστολή. Σα 'συχάσανε τα Χανιά, κι εκεί που περιμέναμε να μας δώσουν χάρη, μας μπαγλαρώνουν και τσιφ στην Κέρκυρα.

Η μικρή λάμπα του πετρελαίου δεν φωτίζει πιότερο από ένα κερί.

- Για σκέψου ν' ασπρίσουμε αύριο το κελί και να μας πάρουν και να μη χαρώ το άσπρισμα.

- Μη κακομελετάς...

- Ε! Ο λόγος δεν φέρνει θάνατο. Πάντως για καλό δεν μας έφεραν εδώ.

Η μέρα σώθηκε...

(...) Βήματα, πολλά βήματα βιαστά και δυνατά ζυγώνουν στο κελί. Κόβουν σαν μαχαίρι τις κουβέντες της αϋπνίας σ' όλη την ακτίνα Κ' του μπουντρουμιού. Εχει - δεν έχει μία ώρα που έφυγε η 3η Νοέμβρη '47. Είκοσι φύλακες μπουκάρουν στην ακτίνα Κ'. Σαν λύκου μουγγριά τρίζει με δύναμη το κλειδί στο κελί του Σφακιανού κι ανοίγει η πόρτα (...)

- Εγώ, τι θέλετε; - Στη Γραμματεία, για κάτι στοιχεία... - Στοιχεία τέτοια ώρα; Μα δεν είναι κλειστά; - Οχι! Ελα, κάνε γρήγορα.

- Μου λέτε ψέματα... Σταθείτε μωρέ, να βάλω τα καλά μου κι έρχομαι!

- Λυπούμαστε, παιδιά, αλλά έχουμε διαταγή. Τ' άλλα τα καταλαβαίνετε...

Μια φυλακή στο πόδι. Αρχίζει να σειέται απ' άκρου σ' άκρο. Φωνές από παντού.

Χωνιά.

Πανζουρλισμός.

- Μέχρι που να με ρίξουν κι εμένα!...


(...) Αγκάλιασε, φίλησε πολλές φορές τους συντρόφους του κελιού του και πρόσθεσε: «Συνεχίστε, εγώ δεν θα ντροπιάσω ούτε σας ούτε την παντέρμη Κρήτη...». Εριξε μια ματιά στο κελί κι εψιθύρισε: «Κρίμα, σ' άσπρισα και δεν σε χάρηκα». Προχώρησε μ' αντρειωμένο βήμα. Για το απομονωμένο κελί - Γολγοθά.

Είναι κι άλλοι Κρητικοί μαζί του...

Χορεύουν. Αρχίζουν να χορεύουν όλοι μαζί σούστα, πεντοζάλη. Σαν απόστασαν κάθισαν, θυμήθηκαν τα πρώιμα νιάτα τους και 'πιάσαν τον «Ρωτόκριτο». Σαν ήρθε το απόσπασμα, τους βρήκε καθισμένους σταυροπόδι καταγής να λένε το ριζίτικο τραγούδι.

(...) Οι δολοφονικές σφαίρες στο Λαζαρέτο έσκιζαν με τον αχό τους τον αέρα σ' όλη την πόλη και τα προάστια!

* * *

Ενας κρατήρας είχε ανοίξει μες από το μπουντρούμι.

Διακόσια κελιά ύψωσαν μέχρι το πρωί φωνή τρανή!

Κάθε κελί και χωνί!

Τα παγόβουνα καίνε! Φούρνοι!

Θαρρείς και άνοιξε κάποιος κρατήρας, φωνές με χωνιά απ' όλες τις ακτίνες, από αγωνιστές ανεβασμένους στις πλάτες συναγωνιστών τους μέχρι τους φεγγίτες των κελιών στα 2,5 μέτρα απ' το δάπεδο. «Λαέ της Κέρκυρας, αυτή τη στιγμή πήραν για εκτέλεση πέντε πολιτικούς κρατούμενους» (...)

Κάθε τόσο οι φωνές - χωνιά έσκιζαν και σπάθιζαν τον κερκυραϊκό αέρα τις νύχτες. Το ένα σύνθημα διαδεχόταν τ' άλλο:

- Λαέ της Κέρκυρας, παίρνουν αγωνιστές της Αντίστασης για εκτέλεση...

- Λαέ της Κέρκυρας, μην αφήσεις τ' όμορφο νησί σου να βαφτεί μ' αίμα αθώων... (...)

Αχ, αυτό το δάχτυλο του φύλακα πάνω σου μες στη νυχτιά. Σου καρφώνεται σαν βέλος στην καρδιά. Ποιος να φανταστεί να είναι τρομερότερο από την μπούκα του κανονιού ένα δαχτυλάκι!

Μαύρη σκέψη γοργόφτερο πουλί πετρώνει τις καρδιές σαν τρίζει η κλειδαριά του κελιού προμηνώντας λύκο!


(...) Μεγάλα ασπρόγκριζα σύννεφα, ίδιες πελώριες λερές μπάλες μπαμπάκι, αργοκυλούσαν από τα ψηλώματα τ' ουρανού προς τα κάτω, φέρνοντας μαζί τους το ασπριδερό σκοτάδι του χειμωνιάτικου σούρουπου. Τα βήματα σέρνονταν αργά. Ο ένας πίσω απ' τον άλλον τραβούσαν για τις σκοτεινές «γαλαρίες». Βαρυοκαρδιασμένοι.

Πνίγεται σχεδόν η μιλιά στο λαρύγγι.

Αποσκεπάζει ένας την πίκρα του μ' ένα ψεύτικο γέλιο:

- Λένε πως ο δρόμος της ζωής είναι ανηφορικός και ζόρικος. Παραμύθια... Δεν υπάρχει δυσκολότερος απ' τον δρόμο του τίμιου τάφου, που πρέπει να τον ανοίξεις με τα ίδια σου τα χέρια.

Ενα αίσθημα σκεπασμένης ανησυχίας. Καθένας κρατάει για τον εαυτό του τους φόβους του. Και δεν είναι μόνο το αίσθημα του αντρισμού και της αξιοπρέπειας, που καλύπτει διακριτικά τη βαθύτερη αγωνία με το ντύμα της αδιαφορίας και της ευθυμίας. Είναι η ίδια η ανάγκη της ζωής που το επιβάλλει. Δεν μπορεί κανείς να ζήσει με αποκλειστική σκέψη τον θάνατο. Γιατί τότε θα είναι σκέτα ένα πτώμα που περπατάει.

Τούτοι οι άνθρωποι, αν σέρνουν στην πλάτη μια θανατική καταδίκη, έχουν τόσες άλλες ελπίδες, προσδοκίες, κοινωνικές και πολιτικές επιδιώξεις, για να τους ζεστάνουν. Εχουν τα νιάτα τους, που αρνούνται να υποκύψουν σε μια τελική ιδέα βιολογικής εξαφάνισης. Και το πιο σπουδαίο: Ο θάνατός τους είναι εθελοντική προσφορά στον βωμό μιας πίστης. Και θέλει κανείς για να φτάσει ως εκεί, δυστυχώς αυτή είναι η τραγικότερη αντινομία, πολλή πίστη στη ζωή (...)

Το σακάκι του μπαρμπα-Γιάννη βρέθηκε το πρωί στον προθάλαμο της ακτίνας γιατί δεν πρόλαβε να το βάλει (...) Ο Γιώργος ήταν ένας νέος από τους πραγματικούς σταυραητούς της Ρούμελης, από τους παλιούς αντάρτες και καπετανέους.

Οταν τον πήραν από την ακτίνα Θ' και τον πέρναγαν από το κουλούρι της φυλακής, φώναξε δυνατά δυο τρεις φορές το «Γεια σας ωρέ αδέρφια, ζήτω το ΚΚΕ, ζήτω η Ελλάδα» και από τη δύναμη της φωνής του βρόντηξε όλη η φυλακή (...)

* * *


Ποδοβολητό χιλιάδων ανθρώπων; Αει στην ευχή! Αδικα αλαφιάστηκα. Η βροχή που από νωρίς ετοιμαζόταν, έριχνε τώρα με δύναμη τις χοντρές της στάλες στη γη. Δεν είναι το κρύο κάλεσμα του χάρου.

Αλλη βροχή μετά, μουρμουριστή, ασταμάτητη, θλιβερή σαν κλάμα...

Ο καιρός κυλάει. Και κυλάει κανονικά. Τώρα πώς γίνεται, άλλοι να νομίζουν πως ξεδιπλώνει το βήμα του σιγανά και νυστάζικα, κι άλλοι πως φεύγει σαν αέρας, διαφορετική υπόθεση. Ανάλογα με το τι καρτεράει οι καθένας.

Οσοι δεν είναι τελεσίδικοι πεθυμάνε να διαβεί γοργά ο καιρός, να εξελιχτούν στα σβέλτα τα γεγονότα. Και η πολιτική κατάσταση να φτάσει σ' ένα χαρούμενο τέρμα. Μα γρήγορα, γρήγορα, μήπως έτσι και τους προλάβει. Οι τελεσίδικοι, δηλαδή όσοι έχουν εξαντλήσει τα ένδικα μέσα και είναι έτοιμοι για εκτέλεση, παρακαλάνε πάλι να κολλήσουν οι ρόδες του χρόνου, που ίδια νεκροφόρα τους πάει στον θάνατο.

Εναν τον είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί και γλίτωσε.

Πήγε στην αναφορά του διευθυντή τρεις - τέσσερις φορές, σαν εκπρόσωπος των φυλακισμένων. Ζήτησε να μένουν τα κελιά περισσότερες ώρες ανοιχτά.

- Το κελί είναι για ένα, σεις μας βάζετε τρεις - τρεις. Δεν έφτανε αυτό, τώρα σε μερικά κελιά προσθέσατε και τέταρτο. Να μας αραιώσετε.

- Συμμορίτες είσαστε...

- Εσύ πού ήσουνα στην Κατοχή;

- Πού θέλεις να 'μουνα, εδώ!

- Ομως τη φυλακή αυτή την κρατούσαν οι Ιταλοί τότε...

- Ε... και τι μ' αυτό; Εμείς οι μικροί να κοιτάζουμε τα δικά μας. Να δούμε το δικό μας νιτερέσο... (...)

Σε λίγα λεπτά σπάραζε σαν το ποντίκι στα νύχια δυο πελώριων γάτων. Αντιστεκόταν στα γκλομπς, έβριζε. Του κόπηκε η ανάσα. Τα μάτια του σκοτείνιασαν.

- Δεν αποκηρύσσω, καταλαβαίνεις;

- Στα ψέματα να γράψεις ένα χαρτί πως δε...

- Δεν μου χρειάζονται εμένα τέτοιες κατεργαριές. Είμαι αγωνιστής και μπορώ να πεθάνω για τις ιδέες μου. Να μου αμφισβητούν το δικαίωμα να ζω και να πεθαίνω σαν ελεύθερος άνθρωπος το απαγορεύω, τ' ακούς;


Επιστρέφει όλες τις κουβέντες με τον τόκο τους.

- Μας ρωτάτε τι κάναμε. Σώσαμε την ψυχή του έθνους απ' τη λέπρα του ραγιαδισμού. Αυτό μονάχα δεν σας φτάνει; Η φυλακή μας γίνεται καινούργιο Νταχάου...

* * *

Στην απομόνωση:

- Με νόμισε για μαλακό καρύδι, που θα μπορούσε να το σπάσει εύκολα; Να καταπίνεις τον θυμό σου. Κλέφτης πρώτης γραμμής... Κλέβει το κράτος, τους προμηθευτές, τους κρατούμενους. Περιμένεις λοιπόν από κλέφτη να σεβαστεί τη συνείδηση των αλλουνών; (...)

Ολη η πληγωμένη αξιοπρέπεια έχει ξεσπάσει στην πιο αγανακτισμένη διαμαρτυρία. Κλωτσοπατάνε τη συνείδηση. Ληστρικό παζάρεμα της ανθρώπινης συνείδησης.

Ηταν έτοιμος να πεθάνει μ' όλη του την καρδιά. Να πεθάνει, αλλά να είναι σίγουρος πως θα τον σκέφτονται. Γράφει στερνό γράμμα στην κόρη του: «Τον πατέρα σου αν θέλεις να τον βρεις ψάξε μέσα στον λαό». Δεν ξέρουν αν θα φτάσει στον προορισμό του.

Το κρατάνε και το αποστηθίζουν όλοι.

- Πρέπει να συνεχίσουμε κι αύριο την αποστήθιση...

Βουβή αγωνία της ζωντανής ψυχής. Του γερού κορμιού, που καρτεράει μες τη νύχτα τον λαχνό του θανάτου.

Η φωνή του στο κελί της απομόνωσης βγήκε σκληρή κι άγρια απ' το λαρύγγι του, τόσο που του φάνηκε σαν ξένη και τρόμαξε: «Μπορείτε να μας σκοτώνετε όσο θέλετε, μα το στόμα δεν θα μας το κλείσετε ποτέ».

Ζωή που τις 20 ώρες της μέρας τις περνάει κανείς ή κοιμισμένος, ή καθιστός, κλεισμένος σ' ένα τόσο δα πέτρινο κουτί...

Στον «Γολγοθά», μ' ένα ξυλάκι άρχισε να βγάζει φλούδες του ασβέστη. Παλιά γραψίματα βγήκαν στην επιφάνεια. Οχι ολόκληρα. Εδώ μια, δυο λέξεις. Εκεί ένα όνομα. Μια ημερομηνία. Και καθώς παρατηρούν τ' άφωνα λείψανα που ο ανθρώπινος πόθος της αιωνιότητας αποτύπωσε με μια μύτη μολυβιού στον ασβεστωμένο τοίχο, ξαναζωντανεύουν όσοι πέρασαν από 'κει.


Ξέρει πως αυτές οι θυσίες είναι λίγο - πολύ οι μοχλοί της ανθρωπότητας.

Θυμήθηκε μια όμορφη φράση που είχε διαβάσει κάποτε. Εβγαλε το μολυβάκι του και την έγραψε στον ασβεστωμένο τοίχο: «Η επανάσταση είναι τα νιάτα της ανθρωπότητας» (...)

* * *

Ο «Γολγοθάς» φωτιζόταν από μια σαραβαλιασμένη λάμπα πετρελαίου κρεμασμένη στον τοίχο. Μ' ένα καπνισμένο γυαλί. Η λάμπα ήταν το μοναδικό αντικείμενο που υπήρχε στον κατάγυμνο τούτο προθάλαμο του Αδη και του 'δινε κάποια ζωή.

Μ' αυτό το φως, καθισμένοι κατάχαμα στο τσιμέντο έγραφαν τις τελευταίες λέξεις που θα παίρναν απ' αυτούς οι δικοί τους. Την ψυχή τους, την πίστη τους, τους οραματισμούς για το μέλλον, τις ηθικοπολιτικές υποθήκες τις είχαν αποτυπώσει στο κρυφό γράμμα. Εκείνο που πριν φτάσει το θανατερό μήνυμα άφηναν στους συντρόφους τους.

- Φοβάσαι καθόλου; Θέλω να πω αν νιώθεις αυτό που λένε φόβο...

- Πώς δεν φοβάμαι! Υπάρχει άνθρωπος που δεν φοβάται;

- Κι όμως, δεν δείχνεσαι.

- Αμα φανώ, θα πει πως με πήρε ο φόβος από κάτω (...)

Απ' όλη τη φυλακή πεταγόταν προς τον ουρανό ένα πελώριο σιντριβάνι από φωνές: «Απόψε πήραν πάλι έναν αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης για εκτέλεση». Αντάριασε η νύχτα απ' τις φωνές.

Μια κουκουβάγια κλαψούριζε.

Αχός καμιονιού, μετά.

- Γεια σας αδέρφια... Γεια σας αδέρφια...

Βάνει τα χέρια χωνί κι ο πιο άρρωστος, στέλνει κι αυτός την αποχαιρετιστήρια κραυγή του:

- Γεια σας αδέρφια...α... (...)

«Τώρα τους θάβουν...».

Αρχιζε τότε μέσα στην αχτίνα μια επιτάφια τελετή. Σύντομη. Σιγανή.

Το ίδιο γινόταν σ' όλη τη φυλακή.

Κάποια προσφώνηση. Λίγα λόγια για τους εκτελεσμένους.

Σαν τέλειωνε, άρχιζαν όλοι μαζί να τραγουδούν τον Εθνικό Υμνο (...)


Χτύπησε το καμπάνι. Βγήκαν έξω. Οι μάγειροι φέραν κι απίθωσαν στην αυλή το μεγάλο καζάνι με το τσάι. Δεν πήγε κανείς κοντά. Δεν θα πάρουν τσάι σ' ένδειξη πένθους και διαμαρτυρίας για την εκτέλεση των συντρόφων τους. Οι καρδιές βαριές και τα στόματα μανταλωμένα.

Κάθε φορά που γίνεται εκτέλεση δεν παίρνουν τσάι (...)

* * *

Μετά από κάθε εκτέλεση, έπεφτε ξύλο. Για τις φωνές. Για τα χωνιά.

«Αρχισε το ξύλο» είπε από μέσα του κάποιος που έμεινε πίσω και κοίταζε. «Και σαν πρώτα αντρειωμένη, χαίρε ω χαίρε Λευτεριά...».

Θες γιατί ο αρχιφύλακας ντράπηκε να δέρνει για ψεύτικη αιτία, θες γιατί κουράστηκαν, σταμάτησαν για λίγο. «Το ξύλο που ακούς ή βλέπεις να πέφτει σ' άλλον, φαντάζει πιο τρομερό απ' αυτό που τρως».

Συνέχισαν. Μπουκάρανε μέσα. Πόσοι πέσαν απάνω μου, ούτε μπορώ να λογαριάσω. Γκλομπς, βούρδουλες, κλειδιά, απ' όπου περνούσα. Το ένα μου μάτι έμεινε ανοιχτό κι έβλεπε. Καταμεσής και στις άκρες της αυλής ήταν κι οι άλλοι ξαπλωμένοι.

Οι πληγωμένοι σηκώθηκαν (...)

Δεν ξεχνούν τους σκοτωμένους: Τι είπαν φεύγοντας; Ποιο ήταν το τελευταίο αστείο τους, η τελευταία χειρονομία τους;

Οι ζωντανοί προσπαθούν να ξαναζωντανέψουν και να ξαναφέρουν ανάμεσά τους τον πεθαμένο.

(...) Απ' την ίδια τη συγκρότησή της και την ιδιότητα των μελών της, μια ομάδα ανθρώπων είχε σαν ανώτερη αρετή το κουράγιο μπροστά στον θάνατο, μπρος στην πιο μεγάλη πράξη που ο άνθρωπος μπορεί να κάνει (...)

* * *

Αχόρταγος ο Χάρος διψούσε ακόμα κι άλλο, πολύ αίμα, μα έπαιζε κρυφτό.

Μια αλαφριά τρεμούλα τού τάραξε ενός όλο το σώμα. Καταλαβαίνει πως τα δόντια του θ' αρχίσουν να χτυπάνε. Κρυώνει όλο και πιο πολύ. «Δεν είναι φόβος». Κρύο αλλιώτικο. Διαπερνάει το κορμί, και χώνεται μέχρι τα σπλάχνα του. Προχωράει και τυλίγει με την παγερή του ατονία ως και την καρδιά ακόμα.

Οι φωνές από την άλλη αχτίνα συνεχίζουν βραχνές, άγριες, μπερδεμένες. Μέσα του ξαναζωντανεύει η αποκρουστική εικόνα του Χάρου, που έπεσε μες στη φυλακή να δείξει ποιους θα πάρει (...)

Ενας πόνος τρυπάει την καρδιά του. Θαρρεί πως όλο το αίμα φεύγει απ' το υπόλοιπο κορμί του, που το νιώθει κρύο και παραλυμένο κι ανεβαίνει στο κεφάλι του. Η υποψία πως μπορεί να είναι φόβος τον έκανε να ντραπεί. Συναλλάζει μέσα του η αγωνία και η ελπίδα. Τα μυαλά, ίδια ατσάλινα τρυπάνια, βιδώνονται μέσα στον χρόνο, και αγωνίζονται να σπάσουν το φράγμα του, ν' αγγίξουν το μέλλον, να δουν νωρίτερα αυτό που θα 'ρθει. Εβρισκε την πληρότητά του στη συναδέλφωση και την ταύτισή του με τους άλλους. Είναι και το θάρρος κολλητικό, όπως ο φόβος, ο ενθουσιασμός, η λύπη, η χαρά (...)

Κάθε νύχτα στις τρεις, που περνούσε η τελευταία νυχτερινή έφοδος, κατσούλωνε τ' αυτιά του, μήπως ακούσει στον διάδρομο της φυλακής το βήμα του χάρου. Γούρλωνε τα μάτια του, μήπως δει μέσα στο σκοτάδι τ' αναμμένα μάτια και το τεντωμένο κοκαλιάρικο δάχτυλο, έτοιμο να δείξει ποιον θα πάρει. Τον περίμενε μαζί με τους άλλους. Σίγουρος πως κάποια νύχτα θα φανεί.

Επεσε πάνω του βουνό και τον πλάκωσε; Σηκώθηκε πάλι η φουρτούνα αγωνίας. Η τυφλή, η ανερμήνευτη λαχτάρα της ζωής, στάθηκε αντικριστά στις άλλες δυνάμεις του εαυτού του. Οι δύο πελώριοι στρατοί ξανάρχισαν τη συγκλονιστική τους μάχη. Δεν έμεινε ουδέτερος. Πήγε με τις άλλες, τις καλές δυνάμεις του εαυτού του.

Αν μιλήσει ίσως ζεσταθεί.

- Αμέσως μόλις παραδώσαμε τα όπλα στους Εγγλέζους με βουτήξανε. Μας πάνε για ντουφέκι...

Μιλάει συνέχεια και διηγείται δικά του κατορθώματα. Οχι φανταστικά. Μια αλυσίδα από ενέργειες, που απαιτούσαν πολλή τόλμη και αυτοθυσία.

- Το πρώτο ελληνικό απελευθερωτικό σύνθημα, που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εγώ το έγραψα. Το ξέρεις;

- Εχεις μπει μπροστά σε διαδήλωση με τη σημαία στα χέρια; Ε, εγώ μπήκα. Πίσω χιλιάδες κόσμος. Κάτω η επιστράτευση, φωνάζαμε. Μπροστά μάς περίμεναν οι Γερμανοί...

Αυτό το τέλος η σκέψη του δεν το 'χε αγγίξει, ούτε στα πιο απίθανα στριφογυρίσματά της.

Ηθελε να σταθεί άξιος να φτάσει με τις δικές του δυνάμεις στον θάνατο.

Να 'χεις κι έναν φύλακα να εκμυστηρεύεται: - Υποφέρω με τις εκτελέσεις. Χάνω τον ύπνο μου. Δεν αντέχω εγώ να παίρνω ανθρώπους για σκότωμα...

Κι όμως. «Πολύ καλός άνθρωπος». Κάποια παρηγοριά. Μεγάλη μες στη φρίκη (...)

Με τα μάτια γυρισμένα στη ζωή, ετοιμάζονταν σιγανά κι αθόρυβα για τον θάνατο.

Τρώνε για να δώσουν κάποια διέξοδο στην αγωνία τους. Η πραγματική έγνοια καθεμιανού δεν ήταν να φάει, μα ν' ακούσει. Αυτιά, μάτια, νους, όλα προσηλωμένα προς τα έξω. Ψύλλος να πετούσε στον διάδρομο θα τον άκουγαν (...)

Μια τανάλια σφίγγει πάλι την καρδιά την επόμενη μαυριδερή νυχτιά. Ετριξε η καρδιά και πέρασε μέσα κάτι σαν ρεύμα. Λάχτισε. Τινάχτηκε σαν το πουλί που φτερακάει να φύγει.

- Ερχονται πάλι!

Η μάσκα του προσώπου πετρώνει.

- Εσύ!

Κελιά κουρσεμένα...

- Πόσο τρομερό είναι να σταθεί ο χάρος ολοζώντανος μπροστά σου! (...)

Εστειλαν μ' ένα σινιάλο το μήνυμα της εκτέλεσης και στις άλλες αχτίνες. Ετσι κι απόψε που ο θάνατος είχε ρίξει τη μαύρη μπέρτα του πάνω στη φυλακή, ο κάθε μελλοθάνατος διεκδικούσε για τον εαυτό του μία δυνατότητα.

Την ώρα που θα 'ρθει να τον αρπάξει απ' τον γιακά, να μπορέσει να σηκωθεί πάνω και να βαδίσει με άτρεμο γόνα. Καθένας μάχεται. Καθένας, μόνο τον ψύχραιμο εαυτό του φυλάει για τον αντικρινό του. Κι έτσι χωρίς να το θέλουν, δημιουργούν, ο ένας με τον άλλον, μια ατμόσφαιρα παλληκαριάς που στο τέλος τους επηρεάζει και τους σηκώνει πιο ψηλά (...)

* * *

Εχθρικό περιβάλλον, σαν θηλιά γύρω από τον λαιμό: - Ολους θα σας σκοτώσουμε, κι όπως θέλουμε εμείς...

- Λαέ της Κέρκυρας, τώρα τα μεσάνυχτα παίρνουν αγωνιστές της Αντίστασης για εκτέλεση. Τρέξε, ματαίωσε το έγκλημα. Αίσχος! Ούτε οι Γερμανοί δεν άρπαζαν τα μεσάνυχτα για εκτέλεση...

Μια φωνή τενόρου που θα τη ζήλευαν ακόμα και στη Σκάλα αψηφά την πρωινή διαταγή «Οποιος φωνάζει θα τυφεκίζεται σε τρεις ημέρες στα Ιωάννινα»:

- Λαέ της Κέρκυρας, σκοτώνουν την Αντίσταση, το νέο '21...

«Λάλατο αηδόνι μ' λάλατο σ' όλα τα περιβόλια...», σκουπίζει τα δάκρυά του άλλος.

Με το χωνί έλυναν τον κόμπο στο λαρύγγι. Αγωνίζονταν για τη ζωή και την τιμή. Ενάντια στις μαύρες φτερούγες του θανάτου. Ωσπου να ξημερώσει.

Μήπως και δεν ξημερώσει...

Υψώθηκαν ποτέ στο νησί των Φαιάκων τόσο δυνατές φωνές; «Και τα μακρινότερα χωριά της Κέρκυρας θ' άκουγαν τις φωνές μας» (...)

Συχνά τους έδιναν ρέγκα σαν ήταν να πάρουν για το Λαζαρέτο. Τις ύποπτες νύχτες. Καληνύχτα ζωή; «Ρέγκα και χωνί κάνε λεβέντη υπομονή...».

Αντηχούσε η φυλακή:

- Ζήτω η ζωή!

- Ζήτω ο ελληνικός λαός!

- Ζήτω το Κόμμα!

«Κι αυτοί που πήγανε και εκείνοι που θα πάνε στο Λαζαρέτο, θα ζήσουν πιο πολύ από τους άλλους...».

Αρχιζαν πάλι τα χωνιά:

- Λαέ της Κέρκυρας, τρέξε, γιατί αύριο θα 'ναι αργά...

- Λαέ της Κέρκυρας... Σκοτώνουν, βασανίζουν...

Με το χωνί στο στόμα κι ο στερνός αποχαιρετισμός. Με στεντόρεια φωνή το χαρτί φώναζε:

- Αδέλφια, βαδίστε με το κεφάλι ψηλά και το τραγούδι στο στόμα, όπως ταιριάζει στους αγωνιστές της Αντίστασης.

- Γόνατα γερά (...)

* * *

Ολη νύχτα ο αέρας φυσάει δαιμονισμένα. Ολο το χτίριο τραντάζεται στο μούγκρισμα του αγέρα, που λες και θέλει να εξαφανίσει αυτό το στίγμα από το όμορφο νησί της Ναυσικάς. Σ' αυτόν τον τόπο, μόνο ο ξένιος Ζευς είχε κατοικήσει. Ο πολυβασανισμένος Οδυσσέας εδώ βρήκε ανθρωπιά και τρόπο να γυρίσει στους δικούς του (...)

Κάθε μέρα που περνάει κατεβαίνουμε κι ένα ακόμη σκαλοπάτι, στους ατέλειωτους κύκλους της κόλασης. Εννιά τους έφτιαξε στη Θεία Κωμωδία του ο Δάντης, εννιά μείναν τελικά και οι αχτίνες του κάτεργου (σ.σ. η δέκατη έστεκε βομβαρδισμένη απ' την Κατοχή στη μεγάλη καταστροφή της Κέρκυρας από τους ναζί).

(...) Μαγιάτικη βραδιά. Το δειλινό ήταν όμορφο. Οπως όλα τα μαγιάτικα δειλινά.

Ο ήλιος, πριν ακόμα χαθεί, πασπάλιζε με τη στερνή του χρυσόσκονη την γκριζοπράσινη μάντρα της φυλακής και της έδινε μια ιδιότροπη και μαγευτική απόχρωση.

Από νωρίς φιδοσερνόταν η φήμη μέσα στις αχτίνες πως το βράδυ θα «παίρναν».

Η φήμη επικυρώθηκε.

- Να πάμε ευγενικά και περήφανα. Οπως ταιριάζει στους αγωνιστές.

Το μυαλό είχε γίνει φαρδύ σαν πλατεία. Καθάριο σαν το κρύσταλλο:

- Τζάμπα πάω. Ο Εισαγγελέας το είπε τότε ξεδιάντροπα. «Αυτόν βρήκαμε, αυτόν θα δικάσουμε»...

- Το ξέρω, εσύ δεν έχεις σκίσει ούτε εφημερίδα.

- Μονάχα ο λαός έχει πατριωτισμό. Οι πλούσιοι πατρίδα έχουν τα λεφτά τους. Το έθνος το θυμούνται σαν είναι για το συμφέρον τους. Ο λαός πολεμούσε κι αυτοί...

Φιλί αιώνιου χωρισμού.

(...) Το κελί - Γολγοθάς τραγούδαγε όλη νύχτα χορωδιακές καντάδες της Επτανήσου.

Πόλεμος δίχως όπλα.

- Τραγουδάμε τον θάνατο;

- Οχι. Τραγουδάμε τη νίκη.

Και πάνε κι όλο πάνε χειροπιασμένοι και τραγουδώντας (...)

- Βάλε μια υπογραφή και γλίτωσε τη ζωή σου...

- Πείτε της μάνας μου, σ' όλο μας το σόι, πως δεν τους ντρόπιασα και αφού δεν μπόρεσα να γυρίσω επί Ταν, έπεσα επί Τας...

(...) Η τελευταία επιθυμία τους: «Ν' αφήνετε ανοιχτές τις πόρτες των κελιών τα μεσημέρια, αυτή είναι η επιθυμία όλων μας».

Κι αραδιαστήκανε με τις πλάτες στους ανοιγμένους τάφους. Πήραν θέση με πρόσωπο στο παρατεταγμένο απόσπασμα. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, μπλέξανε τα χέρια. Μιλάνε γρήγορα, δυνατά, κι όλοι μαζί. Ο ήλιος σαν να βιαζόταν να βγει, να ρίξει πάνω τους μιαν ακτίνα του, να τους ζεστάνει. Μόλις άρχισε να θαμποχαράζει. Μάχη της ζέστας. Ενα ντουφέκι τρέμει, κάποιο ζήτω ακούστηκε, και μαζί η φωνή του υπομοίραρχου: - ΠΥΡ! Κοκκίνισε σαν ματωμένος ο ήλιος.

Ποιος όμως θα διέσωζε στόμα με στόμα όλη τη Λεβεντιά της περιόδου μπροστά στο απόσπασμα; Ο απαίσιος απάνθρωπος διευθυντής που μόνο καμιά φορά του ξέφευγε κάτι, όπως αυτό με τους πέντε Επτανήσιους και τους δυο Αθηναίους; Το ίδιο το απόσπασμα; Ο αποσπασματάρχης της τοπικής Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών που έλεγε «Εχω εντολή να σας ρωτήσω για τελευταία φορά κι αν δεχθείτε να υπογράψετε να σας γυρίσω πίσω στη φυλακή»; Το έκανε καμιά φορά κι εκείνος, μα ένας αποσπασματάρχης λίγο μετά το «Πυρ!» που διέταξε, όπως λέγανε ψιθυριστά, αυτοπυροβολήθηκε και δεν τον ξανάδε νεκρό ούτε η μάνα του. Τη μαρτυρούσαν τη Λεβεντιά τους κι αυτοί που πυροβολούσαν, είναι αλήθεια, όπως και παπάδες (...)

«Θα μιλήσουν ο ήλιος, τα λουλούδια, τα πουλιά» (...)

* * *

Κρύο διαβολεμένο. Τα κελιά μοιάζουν με καλύβες Εσκιμώων. Τάφοι παγεροί. Βοριάς λυσσομανάει απ' το πρωί. Αγχος θανάτου. Παστωμένοι στα κελιά σαν τις σαρδέλες. Ξημεροβράδιασμα με τον θάνατο.

Ζόφος.

- Σέσκουλα πάλι...

- Τρέμουν τα πόδια μου από την πείνα.

- Αμ πώς να μην τρέμουν; Εξι φορές χόρτα και μια φορά τη 'βδομάδα ελιές... Και με τέτοιο κρύο αδερφέ μου, που θέλει να ρίχνεις πολύ μέσα σου (...)

Ξύλο και βασανιστήρια στην ημερήσια διάταξη. Χτυπούν με λύσσα. Γκλομπς μανιασμένα. Φύλακες άγρια θηρία. Αφηνιασμένα σκυλιά. Σκίζουν σπλάχνα. Γοερές κραυγές, βόγκοι.

Φτερούγισμα θανάτου με Σειρήνες και Κύκλωπες:

- Βάλε μια υπογραφή και γλίτωσε τη ζωή...

- Η ζωή δίχως τιμή είναι κίβδηλο νόμισμα...

- Σκέψου πιο ψύχραιμα, δεν τη χαραμίζει κανείς τη ζωή...

- Χίλιες ζωές αν είχα, θα τις έδινα για το Κόμμα κι αν ανασταινόμουνα τον ίδιο δρόμο θα 'παιρνα. Απ' το μνήμα μου θα φυτρώσει το δέντρο της γνώσης.

Κι άλλος:

- Εμείς πεθαίνουμε για τα ιδανικά μας. Για μια Ελλάδα ευτυχισμένη. Για μια Ελλάδα χωρίς πλούσιους και φτωχούς. Για να απολαμβάνουν όλοι ίσα τα αγαθά των κόπων τους.

- Οποιος πεθαίνει για τον Λαό και το Κόμμα κάνει τον καλύτερο θάνατο.

(...) Μόνο μερικοί λυγάνε και μερικοί παληανθρωπίζουνε σαν κήρυκες συγκέντρωσης υπογραφών μετάνοιας...

(...) Οι καρδιές χτυπάνε δυνατά και ξέφρενα. Παύει ν' ανθεί το γέλιο στα χείλη. Χίλιες παλάμες γίνονται χωνιά στο στόμα τους και μέσα από τα φινιστρίνια, τους αεραγωγούς και τους φεγγίτες τρυπούν το σκοτάδι, υψώνουν μεσούρανη φωνή διαμαρτυρίας: «Αίσχος, δολοφόνοι της Αντίστασης». Απέραντη βοή ξεχύνεται, στροβιλίζεται, ανεβαίνει, φτάνει στα σπίτια της πόλης απ' του χάρου το αλώνι. Μόνο ταμπούρι τα στήθια. Κάστρο η ψυχή. Η ζωή κονταρομάχεται τον θάνατο. «Ζήτω ο ελληνικός λαός και το Κόμμα».

(...) Μερικών οι πλάτες αναρίγησαν στιγμιαία μόνο στη σκέψη πως θα ξέσπαγε σε λίγο γενική επίθεση με γκλομπς και βούρδουλες. Τέτοιο ηθικό και τέτοια υπερηφάνεια; Αυτά «νιώθουν εκείνοι που ξέρουν να μένουν ορθοί στον δρόμο τους».

Φωνές σαν λυπητερές πασχαλιάτικες καμπάνες στου χάρου το γιουρούσι:

- Λαέ της Κέρκυρας, το όμορφο και ήσυχο νησί σου έγινε καινούργιο Χαϊδάρι...

- Πέφτουμε απόψε για ένα καλύτερο αύριο...

* * *

Εξω από τις φυλακές πάνδημη κατακραυγή, οι φύλακες εξοπλίστηκαν με αυτόματα και πολυβόλα.

Πολύς λαός της πόλης μαζεύτηκε έξω απ' τη Βαστίλη. Επιτόπου κατέφτασαν αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις με μηχανοκίνητα και διάλυσαν τους συγκεντρωμένους. Οι φωνές - χωνιά ούρλιαζαν. Ο φρούραρχος της πόλης ωρυόταν: «Εάν μέσα σε δέκα λεπτά δεν γίνει σιγή εκκλησίας, θα διατάξω πυρ εναντίον σας». Μια γυναίκα ανέβηκε σε μια ταράτσα. Αψηφώντας τα όπλα που τη σημάδευαν βροντοφώναζε: - Γουρούνια...

(...) Μια φωνή έσκισε σαν λόγχη τη νύχτα τον Φλεβάρη του 1949: «Λαέ της Κέρκυρας! Από σήμερα κατεβαίνουμε σ' απεργία πείνας! Ζητάμε να σταματήσουν οι εκτελέσεις των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης!». Φωνές, λες, μέχρι να σπάσουν οι φλέβες του λαιμού.

- Λαέ, αποφασίσαμε απεργία θανάτου.

Σαν βροντερή κατεβασιά βουερού χείμαρρου.

Μαύρο πανί πάνω απ' τον φεγγίτη.

Με τη φόδρα από σακάκι.

Φωνές ντούρες. Οπλοστάσιο ιδεολογικό.

Η απεργία έδεσε όλους με την αλυσίδα της κοινής επιδίωξης και τους ένωσε, γλυκούς και μαλακούς σαν το βούτυρο. Εσβησαν παρεξηγήσεις, κακίες, ανταγωνισμοί. Ψυχική ενότητα στις κατακόμβες του πόνου.

- Καλύτερα να μας σκοτώνουν εδώ.

(...) Επεφτε σ' όλη τη φυλακή κάποιες ώρες μια βαριά και θλιμμένη σιωπή. Οπως στα σπίτια που πριν από λίγο βγήκε λείψανο. Μόνο που τούτα τα λείψανα πηγαίνουν με τα ίδια τους τα πόδια στον τάφο.

Στο Λαζαρέτο εκτελούνται τρεις απεργοί πείνας...

Στον «Γολγοθά» αρνήθηκαν να φάνε. Πέθαναν στο Λαζαρέτο ως απεργοί (...)

Στην καγκελόφραχτη πόρτα της φυλακής, νωρίς, μια μάνα.

- Τι, εγώ; Εγώ να πω της μάνας;... Δεν γίνεται... Θαρρείς και κάποιο θηρίο στέκει στην έξω πόρτα που όποιος φύλακας πλησιάσει θα τον αρπάξει. Και δεν ξέρουν με τι τρόπο να γλιτώσουν απ' την παρουσία του. Ενα τέρας πλησιάζει τη μάνα. - Να δω τον γιο μου, γιε μου. - Δεν γίνεται. Εκτελέστηκε σήμερα το πρωί (...)

Πεθαμένοι που κάποιο θάμα τους ανάστησε σαν τον Λάζαρο, μερικές μέρες μετά. Σακατεμένοι από βίαιη σίτιση, άγρια. Αφού τίναξαν από πάνω τους τα χώματα, ξαναμαθαίνουν περπατησιά.

Σε λίγο η φυλακή έμοιαζε πάλι μ' ένα πελώριο καζάνι που κόχλαζε.

* * *

Αύγουστος... Στο προαύλιο οι φύλακες κοιτάζουν τους κατάδικους και κάτι λένε...

Κανείς δεν θέλει τούτη την ώρα να τον κοιτάξουν. Η τρικυμία της αγωνίας αναταράζει τις καρδιές. Ευλογούν τον Προμηθέα, που αφαίρεσε απ' τον άνθρωπο τη δυνατότητα να προβλέπει τον θάνατο κι έβαλε μέσα του τη γλυκιά ελπίδα. Σφίγγουν τις καρδιές τους.

Μήνυμα θανατερό!

Ο ήλιος καθώς έπεφτε, θωρούσαν πως έβαφε τ' ακρόχειλο της μεγάλης εξωτερικής μάντρας της φυλακής. Τι ομορφιά! Γυναικείο χείλος βαμμένο μέσα στο παχύ σκοτάδι...

Πνιγμένοι στον ιδρώτα, καθισμένοι πάνω στα κρεβάτια τους, πιάνουν ένα σεντόνι και το κουνάνε πάνω - κάτω για να κινήσουν τον σταματημένο αέρα του κελιού. Ο θάνατος γυροφέρνει αθόρυβα τη φυλακή. Σύννεφο αγωνίας και θλίψης σκεπάζει τον αυγουστιάτικο ουρανό της.

Η νύχτα είχε προχωρήσει. Είναι η ώρα που οι μελλοθάνατοι κρατάνε τ' αυτί στηλωμένο προς τα έξω.

Νέο ζεμάτισμα, νέο θανατικό!

Το κελί, το απαράλλαχτα όμοιο μ' όλα τ' άλλα, με την πληχτική του στενωσιά σφίγγει και πήζει την ψυχή.

Ο θάνατος τύλιξε ξανά με τις φτερούγες του τη φυλακή κι έριξε απάνω τους τον μαύρο του ίσκιο. Χοντρό κλειδί κροτάλισε μακρόσυρτα στην κλειδαριά του κελιού. Η εξουσία παίζει με την αγωνία τους καθυστέρηση; Ο θάνατος παραστέκει. Δευτερόλεπτα αιώνες!

Περνά ο χάρος θεριστής.

- Πάμε...

- Γεια σας αδέρφια. Να μας θυμάστε... Ευχόμαστε εσείς να ζήσετε. Θα πεθάνουμε σαν μαχητές της Εθνικής Αντίστασης. Να το πείτε και στους άλλους μέσα...

- Δεν παραπονιέμαι. Στο κάτω - κάτω μεγαλύτερη φιλοδοξία απ' το να βάλει ένα λιθαράκι στην παγκόσμια ευτυχία δεν μπορεί να υπάρχει για τον άνθρωπο.

«Ο Χάρος μ' άρπαξε απ' τον λαιμό...».

Βαδίζει με τη βοήθεια της λογικής και μιας πίστης από χρόνια κατασταλαγμένης σ' όλους τους πόρους της νοητικής και συναισθηματικής του ύπαρξης. Ολη η ζωή του ήταν μια συνεχόμενη παραχώρηση προς τις προσδοκίες των άλλων. Φουρτουνιασμένη πορεία για την πρόοδο.

Στολίζεται, κερνάει γλυκό, βάνει να τραγουδήσουν για τον θάνατό του. Νωρίτερα σκεφτόταν την παλληκαριά στις μάχες με τους Γερμανοϊταλούς. Δρασκελάει το μεγάλο κανάλι του Κόσμου, ρίχνει στερνό θυμητάρι:

- Δεν με πειράζει που φεύγω απ' τη ζωή. Η αγάπη μου για την Ελλάδα στάθηκε τρανότερη απ' το μπόι μου. Δεν κρατώ κακία στους φύλακες και θέλω ούτε και σεις. Σας χαιρετώ κι εύχομαι να 'μαι ο τελευταίος που πέφτει.

Πάνε με ποιήματα και τραγούδια...

- Γεια σου ήρωα.

- Θα 'ρθουμε κι εμείς... Θα 'ρθουμε κι εμείς...

Συνθήματα - γλώσσες φωτιάς ξεπηδούσαν πάλι, λες από κάποιο καμίνι.

- Με τους πολλούς ο θάνατος μοιάζει με πανηγύρι. Το κακό σαν μοιράζεται με πολλούς αλαφρώνει.

«Σύντροφε, σ' όλους τους συντρόφους της φυλακής τους τελευταίους μας χαιρετισμούς. Νιώθουμε περήφανοι που πεθαίνουμε για τα δίκαια του λαού. Μείναμε πιστοί στο χρέος μας και θα πεθάνουμε με το κεφάλι ψηλά. Το Κόμμα μάς βοήθησε να νιώσουμε τα ιδεώδη που η πάλη για την πραγματοποίησή τους εξευγενίζει τον άνθρωπο. Στέλνουμε τα τελευταία χαιρετίσματα στον λαό και στο Κόμμα».


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ