Μονοπώλια ψάχνουν εργαζόμενους για να καλύψουν την αύξηση της παραγωγής όπλων. Δηλητήριο στον λαό η προπαγάνδα τους για τα «οφέλη» της πολεμικής προετοιμασίας
Ομως, οι ελλείψεις εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού προκαλούν ανησυχία στα επιτελεία της ΕΕ, καθώς οι γραμμές παραγωγής όπλων, πυρομαχικών, αεροσκαφών και άλλων πολεμικών εξοπλισμών, επεκτείνονται με ταχύτερους ρυθμούς από το αναγκαίο προσωπικό.
Μηχανικοί, τεχνικοί, ειδικοί στην Τεχνητή Νοημοσύνη, ηλεκτρολόγοι, συγκολλητές, προγραμματιστές, ειδικοί στην κυβερνοασφάλεια, όλοι βρίσκονται σε «λίστα προτεραιότητας» για προσλήψεις. Επίσημες εκτιμήσεις μιλούν για εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις που θα χρειαστεί να καλυφθούν μέσα στην επόμενη δεκαετία, με βάση τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης της πολεμικής οικονομίας.
Η αύξηση των πολεμικών δαπανών στο 3% του ΑΕΠ για τα κράτη - μέλη του ΝΑΤΟ, θα απαιτούσε έως και 760.000 νέους ειδικευμένους εργαζόμενους στην Ευρώπη, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της εταιρείας «Kearney». «Η ανεξαρτησία της αμυντικής πολιτικής στην Ευρώπη θα ήταν δυνατή, μόνο εάν το τοπικό μερίδιο των αμυντικών δαπανών αυξανόταν δραματικά, κάτι που με τη σειρά του θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω την έλλειψη προσωπικού», αναφέρει η έκθεση.
Η «Thyssenkrupp Marine Systems», κατασκευαστής υποβρυχίων και φρεγατών, αναζητά έως και 1.500 εργαζομένους για το ναυπηγείο της στη βόρεια Γερμανία. Η εταιρεία αναφέρει ότι η έλλειψη ειδικών αποτελεί πρόκληση, άποψη που συμμερίζεται και η ιταλική «Leonardo»:
«Στο παρελθόν, το γεγονός ότι προσφέραμε ασφαλείς, ποιοτικές συμβάσεις, ήταν αρκετό για να εγγυηθεί την ηγετική μας θέση, αλλά σήμερα οι νέοι προτιμούν άλλους τομείς από τη βιομηχανία», δήλωσε η ιταλική αεροδιαστημική και «αμυντική» εταιρεία, η οποία στρέφεται προς τα πανεπιστήμια και τις τεχνικές σχολές για αναζήτηση εργατικού δυναμικού.
Η στροφή στην πολεμική οικονομία προχωράει παράλληλα με την προσπάθεια της αστικής τάξης και των επιτελείων της να στρατεύσουν τους λαούς στα επικίνδυνα σχέδιά τους, είτε με ενσωμάτωση και χειραγώγηση, είτε με καταστολή.
Τα τεράστια κρατικά και ευρωπαϊκά κονδύλια που κατευθύνονται στην πολεμική βιομηχανία, αξιοποιούνται από τις κυβερνήσεις ως «τυράκι στη φάκα», ποτίζοντας δηλητήριο τη συνείδηση των εργαζομένων ότι ο πόλεμος και η προετοιμασία του είναι κάτι καλό για την οικονομία και την τσέπη του, με υποσχέσεις για απορρόφηση της ανεργίας και καλύτερους μισθούς.
Ειδικά στις σημερινές συνθήκες, που η ευρωπαϊκή οικονομία παραδέρνει στη στασιμότητα ή σε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με παραδοσιακούς κλάδους - όπως η αυτοκινητοβιομηχανία στη Γερμανία - να έχουν υποστεί τεράστιο πλήγμα από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, οι επενδύσεις στην πολεμική οικονομία πλασάρονται ως το αντίδοτο στον κίνδυνο μιας νέας καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και ως «βάλσαμο» για εκείνους τους εργαζόμενους που οι κλάδοι τους βρίσκονται ήδη σε κρίση.
Για παράδειγμα, δεν περνάει απαρατήρητος ο ενθουσιασμός των κολοσσών της βιομηχανίας, «Hensoldt» και «Rheinmetall», που «υποδέχονται» απολυμένους από εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας στις μονάδες τους. Σε κλάδους που το κλείσιμο γραμμών παραγωγής φέρνει ανεργία και φτώχεια, η βιομηχανία του πολέμου βλέπει δεξαμενές για να αντλήσει το αναγκαίο εργατικό δυναμικό.
Ωστόσο, η ΕΕ παραδέχεται - βλ. «White Paper for European Defence Readiness 2030» - ότι η μεταφορά προσωπικού από άλλους κλάδους δεν μπορεί να καλύψει παρά ένα μικρό ποσοστό των τεράστιων αναγκών της πολεμικής οικονομίας.
Γι' αυτό οι όμιλοι δεν περιμένουν μόνο την ανεργία να τους φέρει φθηνό και έτοιμο εργατικό δυναμικό. Δημιουργούν οι ίδιοι «σχολές κατάρτισης», συνεργάζονται με τεχνικές σχολές και πανεπιστήμια, στοχεύουν μαθητές και φοιτητές ως «υποψήφιους» για απασχόληση στην πολεμική παραγωγή. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της «PBS Group» στην Τσεχία, που ήδη λειτουργεί δική της σχολή για την εκπαίδευση προσωπικού.
Η κατεύθυνση αυτή ενισχύεται από την ίδια την ΕΕ. Μέσα από το «Blueprint for Sectoral Cooperation on Skills», την «Ατζέντα Δεξιοτήτων» και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας (EDF), τα κονδύλια του COSME και του Erasmus+, διοχετεύονται δισεκατομμύρια για προγράμματα εκπαίδευσης και επανακατάρτισης, με στόχο να καλυφθούν οι ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας, να εκπαιδευτούν οι επόμενες γενιές εργαζομένων που θα παράγουν οπλικά συστήματα.
Η ανάπτυξη της πολεμικής οικονομίας, όμως, πάει χέρι χέρι και με νέες αντεργατικές ανατροπές, επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, εντατικοποίηση και μειωμένους μισθούς. Οπως παραδέχονται στελέχη εταιρειών, οι αυξήσεις μισθών ως μέσο προσέλκυσης εργαζομένων έχουν «όρια», για να μη χαθεί η «ανταγωνιστικότητα» στον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο.
«Μην ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε σε μια πολεμική οικονομία αλλά και σε έναν οικονομικό πόλεμο. Εάν οι μισθοί μας αυξηθούν με ανεξέλεγκτο τρόπο, θα γίνουμε λιγότερο ανταγωνιστικοί», είναι μια χαρακτηριστική δήλωση του διευθύνοντα συμβούλου της «KNDS France», ο οποίος εξηγεί ότι υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορούν να αυξάνονται οι μισθοί, ως δέλεαρ για να δουλέψει κάποιος στην πολεμική οικονομία, ή να ανέβει η παραγωγικότητα των ήδη εργαζομένων.
Δίπλα στους ομίλους και τις κυβερνήσεις τους, αναβαθμισμένους ρόλους αναλαμβάνει και η σοσιαλδημοκρατία, με το γνωστό της... ρεπερτόριο στη χειραγώγηση και ενσωμάτωση των εργαζομένων στους σκοπούς και τα σχέδια της αστικής τάξης.
Με αφορμή τη στροφή μεγάλων μονάδων της αυτοκινητοβιομηχανίας στην παραγωγή πολεμικού υλικού, εκπρόσωπος του γαλλικού CFDT (French Democratic Confederation of Labour) δήλωσε πρόσφατα: «Αν και δεν μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι για τις επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον πόλεμο, οι νέες αμυντικές παραγγελίες μπορούν να βοηθήσουν ορισμένες μονάδες αυτοκινήτων που υποφέρουν από έλλειψη δουλειάς»...
Η στροφή της ΕΕ στην πολεμική οικονομία μεταφράζεται σε διαρκή αποστράγγιση πόρων από τομείς όπως η Υγεία και η Παιδεία. Αποτυπώνεται, όμως, και στην στρατιωτικοποίηση γενικά της λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας σε όλους τους τομείς, με επιστράτευση κάθε παραγωγικής δυνατότητας για τους σκοπούς των πολεμοκάπηλων σχεδιασμών του ευρωατλαντικού μπλοκ. Και βέβαια, με ένταση της καταστολής.
Απ' αυτόν τον πολεμικό πυρετό του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της Ευρώπης δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν. Οι «ευκαιρίες απασχόλησης» και οι κάλπικες υποσχέσεις για καλύτερες αμοιβές δεν είναι παρά η βιτρίνα ενός συστήματος που:
Γι' αυτό είναι επιτακτική ανάγκη σήμερα να διαμορφώνονται αντιστάσεις μέσα στους χώρους δουλειάς, ειδικά σε εκείνους που σχετίζονται με πιο άμεσο τρόπο με την παραγωγή πολεμικού υλικού και που βρίσκονται στην αιχμή της ιδεολογικής - προπαγανδιστικής επίθεσης της εργοδοσίας και της κυβέρνησης.
Στις συνθήκες της ξέφρενης πολεμικής προετοιμασίας, να αποκτά περιεχόμενο στην πράξη το σύνθημα «καμιά θυσία για τα κέρδη και τους πολέμους της αστικής τάξης», ζυμώνοντας πλατιά την ανάγκη της σύγκρουσης με τα πολεμοκάπηλα σχέδια της αστικής τάξης, των κομμάτων και των συμμαχιών της, σ' οποιονδήποτε κλάδο και αν δουλεύει κανείς.