Ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, χτες το απόγευμα, επικαλούμενος την ανάγκη πάταξης της έξαρσης εγκληματικότητας στην πρωτεύουσα Ουάσιγκτον ανακοίνωσε πως αναλαμβάνει τον έλεγχο της αστυνομίας της πόλης και πως τις επόμενες μέρες θα αναλάβουν δράση η Εθνοφρουρά και ο στρατός για την πάταξη του προβλήματος.
«Η πρωτεύουσά μας έχει καταληφθεί από βίαιες συμμορίες και αιμοδιψείς εγκληματίες» είπε ο Τραμπ έχοντας στο πλευρό του τους υπουργούς Αμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, και Δικαιοσύνης, Παμ Μπόντι, επικαλούμενος το άρθρο 740 του Νόμου περί Αυτοδιοίκησης της Περιφέρειας της Κολούμπια.
Ισχυρίστηκε ότι αυτή η απόφαση επιβάλλεται για να... «βοηθήσει» στην αποκατάσταση «του νόμου, της τάξης και της δημόσιας ασφάλειας στην Ουάσιγκτον», διορίζοντας τον επικεφαλής της Αρχής Δίωξης Ναρκωτικών, DEA, Τέρι Κόουλ, «προσωρινό ομοσπονδιακό επίτροπο της Μητροπολιτικής Αστυνομίας της Ουάσιγκτον».
Ο Τραμπ, που τον περασμένο Ιούνιο ανέπτυξε περίπου 5.000 στρατιώτες και μέλη της Εθνοφρουράς στους δρόμους του Λος Αντζελες με πρόσχημα την πάταξη της παράτυπης μετανάστευσης παρακάμπτοντας και κατηγορώντας τον Δημοκρατικό κυβερνήτη Γκάβιν Νιούσαμ για ανικανότητα, απείλησε να κάνει το ίδιο και σε άλλες μεγαλουπόλεις που αντιμετωπίζουν έκρηξη εγκληματικότητας, κατονομάζοντας ως τέτοιες τις πόλεις της Νέας Υόρκης και του Σικάγο.
Ο Πρόεδρος πρόσθεσε, επίσης, πως αισθάνεται «αμηχανία» που «αναγκάζεται» να «αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα» στην Ουάσιγκτον ενόψει της συνάντησής του με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν, την Παρασκευή στην Αλάσκα λέγοντας: «Δεν μου αρέσει να είμαι εδώ και να μιλώ για το πόσο επισφαλής και βρώμικη και αηδιαστική έχει καταντήσει αυτή η άλλοτε όμορφη πρωτεύουσα».
Επίσης, ο Τραμπ υπέγραψε διάταγμα (7/8/2025) με το οποίο ανοίγει τον δρόμο προκειμένου κερδοσκόποι επενδυτές που δραστηριοποιούνται στους τομείς των κρυπτονομισμάτων και των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων μη εισηγμένων εταιρειών να βάλουν «χέρι» και στα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών ταμείων Αμερικανών εργαζομένων. Δηλαδή να διευρυνθεί το τζογάρισμα με ακόμα πιο συχνά τα «κανόνια» τύπου Εnron ή της Intel, που εργαζόμενοι έχασαν τα πάντα.