Αυτό ήταν το «μότο» στην κασέτα που μου δάνεισε μια φίλη, για να ηρεμήσω την ακόρεστη βουλιμία μου, την τρομερή όψιμη επιθυμία μου για αυτόν τον αισθησιακό χορό: το τάνγκο. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοιτούσα με έκπληξη και θαυμασμό τη Μαρίνα, την Ελληνίδα την Αμερικάνα, την «πορτένια» να χορεύει Τάνγκο και Μιλόνγκα. Με προκλητική, χαριτωμένη, ναζιάρα, πανέμορφη και απρόσιτη γάτα, έμοιαζε. Στην κίνηση αλλά και στα μάτια. Η κασέτα τέλειωσε αλλά την ξανάδα πολλές φορές, τόσες, που είχα μάθει κάθε κίνησή της απ' έξω. Ηθελα να τη συναντήσω, να της μιλήσω, να τη ρωτήσω πολλά. Πρώτα - πρώτα το πώς είναι δυνατόν μια Ελληνίδα να διδάσκει τάνγκο στην Αργεντινή. Μου φαινόταν απίθανο, τόσο απίθανο όσο αν έβλεπα έναν Αργεντινό να διδάσκει ζεμπέκικο στην Ελλάδα. Ναι, ήθελα να τη συναντήσω, αλλά το Μπουένος Αϊρες ακόμη και στο χάρτη μού έπεφτε μακριά... Φαίνεται ότι ο θεός του Τάνγκο είναι μεγάλος και εισάκουσε τις παρακλήσεις μου και με βοήθησε να δω τη Μαρίνα στην Αθήνα πριν από μερικές ημέρες. Βροχή έπεσαν οι ερωτήσεις, μελωδικές ακούστηκαν οι απαντήσεις. Η Μαρίνα Πάλμερ, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από πατέρα Αμερικάνο και μητέρα Ελληνίδα. Μεγάλωσε στο Λονδίνο και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτς Γαλλική και Γερμανική Φιλολογία. Εργάστηκε σε μεγάλη διαφημιστική εταιρία στη Νέα Υόρκη και σχεδόν κάθε καλοκαίρι περνούσε μερικές εβδομάδες σε κάποιο νησί της Ελλάδας. Το τάνγκο δεν είχε μπει στη ζωή της... Ακόμη. Σ' ένα ταξίδι της στο Μπουένος Αϊρες το 1997 πήγε από περιέργεια και μόνον να δει του ντόπιους να χορεύουν τάνγκο. Και τότε ήταν που κόλλησε το μικρόβιο αυτής της ακαθόριστης γοητευτικής μαγείας. Και μαγεμένη επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Μάταια προσπάθησε να ξεχάσει, μάταια προσπάθησε να προσαρμοστεί στους ρυθμούς της πόλης, στους ρυθμούς εργασίας της απρόσωπης και παγερής διαφημιστικής εταιρίας. Δυο χρόνια πάλεψε με τον εαυτό της, με την οικογένειά της, με τους φίλους της. Τελικά η μαγεία νίκησε. Φυσικό δεν είναι; Το 1999 εγκαταστάθηκε στο Μπουένος Αϊρες και άρχισε να χορεύει περισσότερο από δέκα ώρες συνεχώς. Καθημερινώς. Μετά από έξι μήνες χόρευε λιγότερο, αλλά έδινε σημασία στην τεχνική, στη λεπτομέρεια, στην ποιότητα. Και σιγά - σιγά ένιωθε «πορτένια», ένιωθε Αργεντίνα ένιωθε ιέρεια του τάνγκο.
-- Τι είναι τελικά το τάνγκο;
-- «Είναι η μετάλλαξη της θλίψης σε μεγάλη ομορφιά μας Είναι ένα ένα συναίσθημα που διαρκώς σε αφήνει ανικανοποίητο, που συνεχώς σε κάνει να αναζητάς κάτι. Είναι ένα ναρκωτικό που όταν σου λείπει η "δόση" παθαίνεις το σύνδρομο της στέρησης, είναι η θλίψη και η νοσταλγία για κάτι που στο παρελθόν έζησες και η προσδοκία για κάτι, που μάλλον ποτέ δε θα ζήσεις... Είναι ένας χορός που χρειάζεται δυο για να τον χορέψεις, και είναι φυσικό, όταν περνάς ατέλειωτες ώρες με ένα συγκεκριμένο άτομο αγγίζοντάς το, κοιτάζοντάς το να δημιουργείται ανάμεσα σε σένα και σε κείνο μια οικειότητα, ένα φλερτ που ίσως καταλήξει σε έρωτα. Και επειδή ο έρωτας είναι θνησιγενής, σε κάνει να φοβάσαι πως θα το χάσεις. Οι Αργεντίνοι είναι πολύ καθολικοί, είναι πολύ πουριτανοί, γι' αυτό αν παρατηρήσεις καλά, το τάνγκο είναι "Κοίτα και μην αγγίζεις"».
-- Και τώρα ποια είναι τα σχεδία σου;
-- «Θα ζήσω στην Αθήνα και θα προσπαθήσω να μεταδώσω στους Ελληνες την εμπειρία μου, το πάθος, την αγάπη γι' αυτόν τον εξαιρετικό χορό. Βρίσκω πως οι δυο λαοί έχουν πολλά κοινά στοιχεία και στη γλώσσα του σώματος και στη θέρμη της ψυχής τους». Γελά και προσθέτει: «Θα είμαι ας πούμε μια Αργεντίνα στην Ελλάδα, που θα διδάσκει τάγκο και θα... μαθαίνει ζεμπέκικο».