Σάββατο 5 Γενάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κερδοσκοπική φρενίτιδα φέρνει το ευρώ

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης, να παρουσιάσει την εισαγωγή του ευρώ σαν... εθνική, υπερταξική υπόθεση που θα αποβεί επωφελής για όλους, και για τους επιχειρηματίες και για τους εργαζόμενους, η πεζή πραγματικότητα είναι πολύ πιο διαφορετική από τις αστραφτερές φιέστες που στήνουν από κοινού κυβέρνηση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης του κατεστημένου και η αστική τάξη. Οι πληροφορίες που έρχονται από την αγορά, δύο μόλις ημέρες μετά την... επίσημη πρώτη του νέου νομίσματος, είναι ότι οι εργαζόμενοι - καταναλωτές, έχουν πέσει θύματα μιας νέας αισχρής κερδοσκοπικής επίθεσης. Σε δεκάδες και εκατοντάδες εμπορεύματα και υπηρεσίες, με πρόσχημα τη στογγυλοποίηση επιβάλλονται ανατιμήσεις που φτάνουν το 20% και 30%, σε σχέση με τις τιμές που ίσχυαν στο παρελθόν.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι τιμές του σερβιριζόμενου καφέ έχουν απογειωθεί, το ίδιο γίνεται και σε εστιατόρια, στις τιμές των σούπερ μάρκετ κλπ. Πλήρη εικόνα της νέας κερδοσκοπικής φρενίτιδας, δεν μπορούμε να έχουμε πριν την παρέλευση του πρώτου μήνα του νέου χρόνου. Κοντολογίς οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια νέα επίθεση ακρίβειας από την πλευρά του εμποροβιομηχανικού κυκλώματος που ελέγχει τις τιμές στην αγορά, ενώ το βιοτικό τους επίπεδο πιέζεται καθοδικά.

Από την πλευρά της η κυβέρνηση επιδίδεται σε ευχολόγια και σε... εκκλήσεις αυτοσυγκράτησης προς τους επιχειρηματίες. Αυτό που, όμως, τη νοιάζει περισσότερο είναι όχι η κερδοσκοπική επίθεση αυτή καθ' εαυτή, αλλά να μην αμαυρωθεί το ευρώ στη συνείδηση των λαϊκων στρωμάτων. Στις κατ' ιδίαν συζητήσεις βέβαια οι κυβερνητικοί παράγοντες ομολογούν ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τα νέα κύματα των κερδοσκοπικών επιθέσεων, με το επιχείρημα ότι σε μια ελεύθερη οικονομία, σε μια ελεύθερη αγορά οι τιμές καθορίζονται από τους παράγοντες της, καθότι οποιαδήποτε κυβερνητική παρέμβαση στον καθορισμό των τιμών, στρεβλώνει τον υγιή ανταγωνισμό... Με τέτοιες «μπούρδες» επιχειρούν να υπερασπιστούν ιδεολογικά τους μεγάλους επιχειρηματίες και εμπόρους που έχουν στήσει χορό κερδοσκοπίας σε βάρος των εκατομμυρίων εργαζόμενων.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η περιβόητη διαδικασία ονομαστικής «σύγκλισης» της ελληνικής οικονομίας προς τους στόχους της ΟΝΕ, συνοδεύτηκε με άγριες κερδοσκοπικές επιθέσεις των εμποροβιομηχάνων, οι οποίες έχουν επισημανθεί και από τα επίσημα κείμενα του υπουργείου Οικονομίας και της Τράπεζας της Ελλάδας.

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

  • μεγάλο κύμα ανατιμήσεων στην αγορά, σημειώθηκε το Μάρτη του 1998, αμέσως μετά την υποτίμηση της δραχμής κατά 15%, στις 353 δραχμές ανά ευρώ. Οπως επισημαίνει και το σχετικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας, οι επιχειρηματίες, με πρόσχημα την υποτίμηση της δραχμής, προχώρησαν σε σημαντικές ανατιμήσεις εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Μια όμως βδομάδα μετά την υποτίμηση της δραχμής, και μετά την αθρόα εισαγωγή συναλλάγματος που κατευθύνθηκε στις υποτιμημένες μετοχές και τα κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα το εθνικό νόμισμα να ανακάμψει στις 330 δραχμές ανά ευρώ. Οι επιχειρήσεις όμως «ξέχασαν» να αναπροσαρμοστούν στα νέα νομισματικά δεδομένα και διατήρησαν τις αυξημένες τιμές που είχαν επιβάλλει αμέσως μετά την κατά 15% υποτίμηση της δραχμής. Το Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας σημειώνει ότι την περίοδο Μάρτη - Δεκέμβρη του 1998, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων που παράγουν εμπορεύματα για την εσωτερική αγορά.
  • Κατά το 1999 το σύνολο του μηχανισμού της κυβέρνησης ρίχνει το βάρος στην επίτευξη του δυσκολότερου κριτηρίου της ΟΝΕ, αυτό του πληθωρισμού. Η κατάσταση είναι ελεγχόμενη ως προς τον τομέα των μισθών, ενώ για τον έλεγχο των τιμών η κυβέρνηση προχωρεί στις λεγόμενες «συμφωνίες κυριών» αφήνοντας έτσι στην καλή θέληση των επιχειρηματιών τη συγκράτησή τους. Ηταν όμως και πάλι η Τράπεζα της Ελλάδας που παραθέτει πίνακες με τις τιμές πληθώρας εμπορευμάτων και υπηρεσιών, όπου προκύπτουν σημαντικές ανατιμήσεις, πέραν των όσων είχαν συμφωνηθεί.
  • Την προηγούμενη μόλις Δευτέρα το υπουργείο Οικονομίας με την εξαμηνιαία έκθεσή του επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις που παράγουν εμπορεύματα για την εσωτερική αγορά, με πρόσχημα την πετρελαϊκή κρίση, επέβαλαν το 2001 μεσοσταθμικές αυξήσεις στις τιμές χονδρικής 5%, έναντι 3,3% το 2000, παρά το γεγονός ότι οι τιμές πετρελαίου είχαν αυξηθεί το 2000 κατά 88%, ενώ αντίθετα το δεκάμηνο Γενάρη - Οκτώβρη μειώθηκαν κατά 5,5%.

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ