Να παρθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας της υγείας, των δικαιωμάτων και του εισοδήματος ζητούν η Επιτροπή Αγώνα Μισθωτών Δικηγόρων και η Επιτροπή Αγώνα Αυτοαπασχολούμενων Δικηγόρων.
Σε ανακοίνωσή της η Επιτροπή Αγώνα Μισθωτών Δικηγόρων αναφέρεται στο όργιο εργοδοτικής ασυδοσίας που αντιμετωπίζουν και στο χώρο τους: Απολύσεις χωρίς προειδοποίηση και αποζημίωση, αναγκαστικές άδειες άνευ αποδοχών, γενίκευση της εκ περιτροπής εργασίας, δουλειά από το σπίτι.
Ακόμα, μιλά για τις οδηγίες που δίνουν οι εργοδότες με σκοπό «τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της επιχείρησης και του κέρδους της», των οποίων η φαιδρότητα φθάνει στο σημείο να καλούν τους εργαζόμενους να εξασφαλίσουν ότι δεν θα αρρωστήσουν.
Η Επιτροπή αναδεικνύει την ανάγκη δημιουργίας σωματείου μισθωτών δικηγόρων, σημειώνοντας: «Συνειδητοποιούμε ότι χρειαζόμαστε το όπλο της συλλογικής οργάνωσης και διεκδίκησης απέναντι στην εργοδοσία. Ο ΔΣΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να διαδραματίσει αυτό το ρόλο, εκπροσωπώντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των εργοδοτών μας και τα δικά μας!».
Η Επιτροπή Αγώνα Αυτοαπασχολούμενων Δικηγόρων αναφέρει ότι η αυτονόητη αναστολή μιας σειράς δικαστικών υπηρεσιών «είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά σε όλα αυτά που χρειάζεται να γίνουν για την προστασία της υγείας, της ζωής και του εισοδήματός μας» και καταγγέλλει ότι «κυρίως η ΚΥΑ δεν περιέχει οποιαδήποτε πρόβλεψη για την προστασία του εισοδήματος της πλειοψηφίας των αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων».
Επισημαίνει πως «το συμφέρον της πλειοψηφίας των αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων με τα χαμηλότερα εισοδήματα είναι μαζί με τους υπόλοιπους εργαζόμενους και τους άλλους αυτοαπασχολούμενους. Θέτουμε τις επιστημονικές μας γνώσεις στη δική τους υπηρεσία και τις ανάγκες και όχι στα συμφέροντα της εργοδοσίας (...) Για εμάς, η νομική επιστήμη είναι εργαλείο για να υπερασπιστούμε τα δίκαια αιτήματά μας και τους υπόλοιπους εργαζόμενους και όχι για να βρούμε επιχειρήματα υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων και της κερδοφορίας».
Μεταξύ άλλων απαιτεί να ανασταλεί η λειτουργία όλων των δικαστικών υπηρεσιών με την αυτονόητη προϋπόθεση της καταβολής του μισθού σε όλους τους δικαστικούς υπαλλήλους. «Για όσο χρόνο διαρκέσει η αναστολή: α) Να απαλλαγούμε από την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς απώλεια των συνταξιοδοτικών μας δικαιωμάτων β) Να ανασταλεί η καταβολή κάθε είδους φορολογικών υποχρεώσεων, όπως από ρυθμίσεις, ΦΠΑ κ.ά. γ) Να δοθεί έκτακτο επίδομα, ανάλογο με το επίδομα ανεργίας. Ταυτόχρονα, να θεσπιστεί αφορολόγητο όριο στα 12.000 ευρώ και να μην καταβληθεί το τέλος επιτηδεύματος», αναφέρει.