ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ.--
Οι γεωπολιτικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ΗΠΑ και Ρωσίας, με επίκεντρο τη Σερβία και ευρύτερα τα Βαλκάνια, φαίνεται πως εντείνονται, με πιο πρόσφατη αφορμή τις έντονες πιέσεις που ασκούν τα τελευταία τουλάχιστον τρία χρόνια οι Ρώσοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν καθεστώς πλήρους διπλωματικής ασυλίας για το ρωσικό προσωπικό που υπηρετεί στο ρωσοσερβικό «Κέντρο αντιμετώπισης Εκτάκτων Καταστάσεων», που λειτουργεί από τον Απρίλη του 2012 στη σερβική πόλη Νις, κοντά στο αεροδρόμιο της πόλης και σε μικρή απόσταση από τα σύνορα της Σερβίας με τη Βουλγαρία και το Κοσσυφοπέδιο (όπου εδρεύει η δύναμη των περίπου 4.000 ΝΑΤΟικών στρατιωτών της αποστολής KFOR).
Οι πιέσεις αυτές ασκήθηκαν και κατά την τελευταία συνάντηση που είχαν προχτές στο Βελιγράδι ο Ρώσος πρέσβης στη Σερβία Αλεξάνταρ Τσεπούριν και ο Σέρβος Πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι αυτή τη φορά το αίτημά του θα εξεταστεί και θα πάρει απάντηση «το συντομότερο δυνατόν».
Ενα 24ωρο αργότερα, ο Αλ. Βούτσιτς συνάντησε και τον Αμερικανό πρέσβη στο Βελιγράδι, Κάιλ Σκοτ, με τον οποίο συζήτησαν «διμερή και περιφερειακά ζητήματα», όπως το διάλογο Σερβίας - Κοσσυφοπεδίου και την ομαλοποίηση των μεταξύ τους σχέσεων, τη γενικότερη κατάσταση στα Βαλκάνια και ενδεχομένως τις ρωσικές πιέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος ασυλίας στους Ρώσους που υπηρετούν στο ρωσοσερβικό κέντρο στη Νις. Το τελευταίο για τις ΗΠΑ μοιάζει «κόκκινο πανί», καθώς θεωρούν ότι λειτουργεί ως βάση κατασκοπείας των Ρώσων στα Βαλκάνια. Τον περασμένο Ιούνη, μάλιστα, ο ασκών χρέη υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μπράιαν Γι είχε κάνει ειδική συνάντηση για το εν λόγω κέντρο με στελέχη του αμερικανικού Κογκρέσου, τονίζοντας ότι το θέμα δεν είναι τόσο οι τωρινές δυνατότητες του κέντρου, αλλά αυτές που θα μπορούσε να αποκτήσει αν εξασφαλίσει το καθεστώς πλήρους ασυλίας, ως βάση μέσα στα Βαλκάνια.