Συζήτηση για τον προϋπολογισμό πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη το βράδυ στο βρετανικό Κοινοβούλιο, με την ενδοαστική αντιπαράθεση ανάμεσα στην συντηρητική πρωθυπουργό Τερέζα Μέι και τον σοσιαλδημοκράτη αρχηγό του Εργατικού Κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν να έχει πολλές αναφορές και στην καπιταλιστική κρίση στην Ελλάδα, αποκρύπτοντας βεβαίως όλοι ότι πρόκειται για τέτοια κρίση, και παρουσιάζοντας την ως «δημοσιονομική» και ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Η Μέι, απαντώντας στις πιέσεις και βουλευτών του κόμματός της για χαλάρωση της αυστηρής μισθολογικής πολιτικής, με αφορμή τους χαμηλούς μισθούς σε δημόσιους υπάλληλους (εργαζόμενους στα νοσοκομεία, την εκπαίδευση κ.λπ.) και τις αιτιάσεις του Κόρμπιν για το αυστηρό ανώτατο όριο στους μισθούς του Δημοσίου, προειδοποίησε για τους κινδύνους της χαλάρωσης των μισθολογικών ορίων. Είπε με νόημα: «Αυτό δεν είναι θεωρητικό ζήτημα. Ας κοιτάξουμε τις χώρες που απέτυχαν να το αντιμετωπίσουν. Στην Ελλάδα δεν περιόρισαν το έλλειμμα. Τι είδαμε από την αποτυχία αυτή να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα; Οι δαπάνες για την Υγεία μειώθηκαν κατά 36%. Αυτό δεν ωφελεί ούτε το νοσηλευτικό προσωπικό, ούτε τους ασθενείς».
Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των Συντηρητικών αναφέρθηκε επίσης στην Ελλάδα, σημειώνοντας πως «υπάρχουν κάποιες Σειρήνες στους Εργατικούς που ζητούν να εγκαταλείψουμε κάθε είδους περικοπές. Το τι συμβαίνει σε αυτήν την περίπτωση, το είδαμε και πειραματικά, είναι αυτό που τώρα συμβαίνει στην Ελλάδα», είπε, προσθέτοντας: «Πιστεύω πως αυτό που φανερώνει το παράδειγμα αυτό είναι ότι αν ο Τζ. Κόρμπιν έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει τις δημοσιονομικές του πολιτικές στη Βρετανία, αυτό αποτελεί μεγάλη απειλή».
Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των Εργατικών απάντησε στο ίδιο πνεύμα απόκρυψης της αιτίας της κρίσης, λέγοντας ότι «η κατάσταση στην Ελλάδα σχετίζεται με την Ευρωζώνη και τη διαχείριση των τραπεζών της Ευρωζώνης, και ούτε κατά διάνοια βρισκόμαστε εμείς στην ίδια κατάσταση. Το δικό μας εκλογικό πρόγραμμα και οι υποσχέσεις μας είναι κοστολογημένες, σε αντίθεση με αυτές τις κυβέρνησης». Πάντως και άλλοι κυβερνητικοί υπουργοί προσέφυγαν σε συγκρίσεις με την Ελλάδα, για να δικαιολογήσουν την προσπάθεια της κυβέρνησης να καταρτίσει έναν «στιβαρό προϋπολογισμό», και επιτέθηκαν στους Εργατικούς στο θέμα της οικονομικής επάρκειας. Η υφυπουργός Οικονομικών Ελίζαμπεθ Τρους δήλωσε πως το ανώτατο όριο στους μισθούς του Δημοσίου είναι «το μόνο υπεύθυνο μέτρο που μπορεί να ληφθεί», απαντώντας στην κατεπείγουσα Επερώτηση που είχαν καταθέσει στο Κοινοβούλιο οι Εργατικοί.
Ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ απέκλεισε το ενδεχόμενο για οποιαδήποτε δημοσιονομική χαλάρωση, προειδοποιώντας τους συναδέλφους του υπουργούς πως τα ποσά για τη χρηματοδότηση επιπλέον δημοσίων δαπανών θα πρέπει να κοπούν από άλλους τομείς, ή να προέλθουν από την αύξηση της φορολογίας. Πάντως κάποιοι κυβερνητικοί βουλευτές, θέλοντας να αποφύγουν τις δικαιολογημένες αντιδράσεις εργαζομένων, που εκδηλώνονται και με απεργίες, εμφανίζονται να ζητούν να σταματήσει να ισχύει το όριο 1% στις αυξήσεις στους μισθούς.