Χαρακτηριστική είναι και η τοποθέτηση του υπουργού Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτου:«Οι επενδυτές χρειάζεται να γνωρίζουν με ποιον τρόπο η Ελλάδα θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Αρα είναι απολύτως κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη να έχουμε σαφήνεια. Αυτό είναι που ζητάμε από τη συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ τον Ιούνιο».
Παράλληλα, με «ατού» την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, τόσο από τη σημερινή όσο και από τις προκάτοχες κυβερνήσεις, ο Ευ. Τσακαλώτος τόνισε: «Φαίνεται ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση πως η Ελλάδα τήρησε τις δεσμεύσεις της σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις. (...) Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι έχουν εκπλαγεί από το βαθμό στον οποίο η χώρα τήρησε αυτές τις δεσμεύσεις, από την έκταση και το βάθος αυτών των μεταρρυθμίσεων», πρόσθεσε.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ευ. Τσακαλώτο, «η απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν έχουν πάρει τα πάνω τους οι επενδύσεις, βρίσκεται, κατά την γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, στην έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».
Στο «διά ταύτα», σημείωσε ότι «μετά από τέτοια προσπάθεια, αυτό που ζητά η ελληνική κυβέρνηση είναι σαφήνεια στο θέμα του χρέους. Και αυτό δεν βρέθηκε στο τραπέζι του Γιούρογκρουπ στις 22 Μαΐου».
Από την πλευρά του, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρας, έδωσε έμφαση στη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς από το 2021, προκειμένου βέβαια να απελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος σε «αναπτυξιακές παρεμβάσεις» για το εγχώριο κεφάλαιο.
Οπως είπε, η μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος της γενικής κυβέρνησης από το 2021 και μετά σε 2% του ΑΕΠ, από το 3,5% που προβλέπεται τώρα, θα ήταν συμβατή με τη «βιωσιμότητα» του κρατικού χρέους, σε συνδυασμό με κάποιες παρεμβάσεις για την «ελάφρυνσή» του.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, οι προοπτικές ανάκαμψης και η διασφάλιση της επιστροφής στις χρηματαγορές από το 2018, προϋποθέτουν, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω:
-- Μετά το κλείσιμο της «αξιολόγησης», να διασφαλιστεί η «ομαλή και έγκαιρη» εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων» που «ενισχύουν την ανάπτυξη».
-- Εφαρμογή περαιτέρω «μεταρρυθμίσεων» που ενισχύουν την ανάπτυξη, για την τόνωση των εξαγωγών και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κυρίως με τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων.
-- Χαλάρωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος, έτσι ώστε σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές «μεταρρυθμίσεις» να θέσουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών (στα επιχειρηματικά κέρδη) «με θετικές πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη».
-- Διαρθρωτικές «μεταρρυθμίσεις» προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάκαμψη μέσω της εξομάλυνσης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, με κεντρικό ζήτημα την απομείωση των «μη εξυπηρετούμενων» τραπεζικών δανείων.