Τετάρτη 5 Οχτώβρη 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΜΕ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΩΝ «ΕΙΔΙΚΩΝ»
Η απεργία και το «λοκ άουτ»

Ενα από τα σημεία του πορίσματος των «ειδικών» για τα Εργασιακά που προβλήθηκε ιδιαίτερα από την κυβέρνηση, ήταν αυτό για τις απεργίες και το «λοκ άουτ». Σύμφωνα με το πόρισμα, η Επιτροπή «δεν βλέπει την ανάγκη για αυστηρότερους κανόνες σχετικά με τις απεργίες». Ωστόσο, η υπεράσπιση της ισχύουσας νομοθεσίας δεν γίνεται επειδή διασφαλίζει το δικαίωμα στην απεργία για τους εργαζόμενους, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: Επειδή παρέχει στην εργοδοσία τη δυνατότητα, προσφεύγοντας στη Δικαιοσύνη, να αμφισβητήσει ευθέως τη νομιμότητα μιας απεργίας και είτε να την υπονομεύσει προληπτικά, είτε να επιβάλει τον τερματισμό της.

Στο πόρισμά της, η Επιτροπή κάνει μια εξαντλητική παρουσίαση της νομοθεσίας/νομολογίας σχετικά με τις απεργίες. Διαπιστώνει ότι «το άρθρο 19 του Νόμου 1264/1982 και τα ελληνικά δικαστήρια έχουν θεσπίσει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την αναλογικότητα των απεργιών» και επιχαίρει επειδή «υπάρχει ένας σημαντικός όγκος νομολογίας, σύμφωνα με την οποία οι απεργίες κηρύχθηκαν παράνομες με βάση την αρχή της αναλογικότητας». Επομένως, σύμφωνα με την Επιτροπή, «εναπόκειται στον Ελληνα νομοθέτη να καθορίσει τις προϋποθέσεις της νόμιμης απεργίας σεβόμενος το συνταγματικό πλαίσιο». Δηλαδή, είναι στο χέρι των δικαστηρίων, όταν προσφεύγει η εργοδοσία, να βρίσκουν τα κατάλληλα επιχειρήματα για να εμποδίσουν την κήρυξη μιας απεργίας ή για να επιβάλουν τον τερματισμό της.

Παρόμοια είναι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει και για το «λοκ άουτ» η Επιτροπή, η οποία «δεν βλέπει κάποιον επείγοντα λόγο για άρση της απαγόρευσης της ανταπεργίας». Διαπιστώνει, ωστόσο, ότι «μόνο σε λίγες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα, το "λοκ άουτ" απαγορεύεται ρητά», προδίδοντας ότι η συμμόρφωση με τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ και σ' αυτό το θέμα οδηγούν σε επιδείνωση της νομοθεσίας για τους εργαζόμενους. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επανέρχεται στο θέμα της απεργίας και αποφαίνεται ότι «για τους εργοδότες δεν υπάρχει ανάγκη να ασκήσουν ένα "λοκ άουτ", λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που υπάρχουν στο δικαίωμα της απεργίας».

Λίγο πιο κάτω, το πόρισμα συνεχίζει: «Υπάρχει, ωστόσο, ένα επιπλέον πρόβλημα που σχετίζεται με τη θέση του εργοδότη στην περίπτωση μιας απεργίας, καθώς δεν διευκρινίζεται αν επιβαρύνεται να πληρώνει τους μισθούς σε μη απεργούς εργαζόμενους, αν αυτοί δεν μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται λόγω της απεργίας. Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα άδικο σε περιπτώσεις όπου λίγα άτομα σε θέσεις - κλειδιά προχωρούν σε απεργία, καθιστώντας αδύνατη την παροχή εργασίας από τους άλλους εργαζόμενους της εταιρείας». Σε τέτοιες περιπτώσεις, αναφέρει το πόρισμα, «τα ελληνικά δικαστήρια αποδέχονται το δικαίωμα του εργοδότη να αρνηθεί τις υπηρεσίες των μη απεργών και να μην πληρώσει τους μισθούς τους, με βάση την αρχή της αντικειμενικής αδυναμίας».

Η Επιτροπή παραθέτει και μια απόφαση του Εφετείου Πατρών, που επικαλείται το άρθρο 656 του Αστικού Κώδικα για να δικαιώσει έναν εργοδότη, ο οποίος αρνούνταν να πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους και καταγγέλθηκε ότι προβαίνει σε «λοκ άουτ». Σύμφωνα με το δικαστήριο, ο εργοδότης δικαιώνεται, αρκεί «να αποδείξει ότι η λειτουργία της επιχείρησης δεν είναι δυνατή όχι για προσωπικούς λόγους, αλλά ως αποτέλεσμα της απεργίας ενός μέρους των εργαζομένων». Στην περίπτωση αυτή, επιλαμβάνεται το άρθρο 656 του Αστικού Κώδικα, αλλά «η λύση αυτή δεν είναι αδιαμφισβήτητη», σύμφωνα με την Επιτροπή.

Γι' αυτό, στις «συστάσεις» αναφορικά με το «λοκ άουτ», η Επιτροπή αναφέρει: «Ο Ελληνας νομοθέτης μπορεί να διευκρινίσει ότι ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να μην πληρώσει μη απεργούς εργάτες, αν δεν μπορούν συνεχίσουν να εργάζονται επειδή μια απεργία βρίσκεται σε εξέλιξη στην επιχείρηση ή στις εγκαταστάσεις της». Επομένως, το πόρισμα κλείνει το μάτι στην εργοδοσία ότι η υπάρχουσα νομοθεσία, με μια μικρή «διευκρίνηση», μπορεί κάλλιστα να τις αποδώσει «ισοδύναμα» αποτελέσματα με την επαναφορά της ανταπεργίας.

Σημειώνουμε, τέλος, ότι η θέση του πορίσματος για την απεργία και το «λοκ άουτ» είναι αντιγραφή σχεδόν των όσων έγραφε το υπουργείο Εργασίας στο υπόμνημα που παρέδωσε στην Επιτροπή, με τις θέσεις του για τα Εργασιακά. Το υπουργείο ισχυρίζεται ότι «στην πράξη οι εργοδότες προτιμούν να ασκήσουν προσφυγή κατά της νομιμότητας της απεργίας ενώπιον των δικαστηρίων» αντί να κάνουν ανταπεργία, καθώς «η έκδοση της απόφασης εντός της ημέρας επιλύει την εκκρεμότητα»! Παραδέχεται, δηλαδή, ότι τα δικαστήρια ευχαρίστως και ταχύτατα βγάζουν εννιά στις δέκα απεργίες παράνομες ή/και καταχρηστικές.

Κατά τον ίδιο τρόπο, το υπουργείο Εργασίας βεβαιώνει ότι η ισχύουσα νομοθεσία αναγνωρίζει στον εργοδότη το δικαίωμα να μην πληρώσει τους εργαζόμενους που δεν συμμετέχουν στην απεργία. Οπως γράφεται στο υπόμνημα, το οποίο επικαλείται απόφαση του Αρείου Πάγου (1303/2004), «μια απεργία μπορεί να εξηγηθεί ως μια κατάσταση ανωτέρας βίας, κατά την οποία οι εργοδότες κατά περίπτωση απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους να καταβάλλουν μισθό σε εργαζόμενους που δεν απεργούν»...

Χτες, στη στήλη «Αποκαλυπτικά» γράφαμε για την αναφορά του πορίσματος στις ομαδικές απολύσεις. Αύριο, θα δούμε τι γράφει για τον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ