2ο Μέρος
(Ο Θανάσης κάνει τώρα μπροστά του πάνω στο τραπέζι το προαύλιο του Χαϊδαριού. Βάζει ένα κουτάκι σπίρτα, έναν αναφτήρα που βρέθηκαν, καρφώνει και το δάχτυλό του στη μέση, και το μετακινεί ανάλογα. Εκεί απάνω παρακολουθεί μ' ορθάνοιχτα μάτια το τοτινό δράμα. Δε με υποψιάζεται πως τόνε παρακολουθώ τι κάνει. Μετακινεί το δάχτυλό του και ο Θανάσης εξακολουθεί).
Επιθεωρεί το λοιπόν ο Φίσερ, και πάει και κάθεται στη μέση, εκεί όπου ήταν ένα πράμα που πηδάγανε τ' άλογα. Κι αρχίζει και λέει: «Οσοι ακούνε όνομα, να βγαίνουνε γρήγορα». Γυρίζει τα χαρτιά, τον κατάλογο. Αμέσως ηλεχτρισμός πιάνει το στρατόπεδο. Ανοίγει το στόμα του και λέει το πρώτο όνομα: Αϊβατζίδ-η-η-η-ς Γεώργιος. Μάγειρας είταν απ' τα Σέρβια της Μακεδονίας. Μόλις ακούει τ' όνομα, πετιέται ένας άντρας. -- Γειά σας αδέρφια, φωνάζει, και σηκώνει τη γροθιά του ψηλά. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Ενας - ένας π' ακούει, πετιέται στη μέση.
Ιδιόχειρο σημείωμα ενός από τους εκτελεσμένους, με το οποίο αποχαιρετά τους δικούς του ανήμερα της εκτέλεσης |
Με την πρώτη κραυγή εκδίκηση! οι γερμανοί ανακουμπωθήκανε κι αναταραχτήκαν. Δεν τόβαλε ο νους του πως θα το υποψιαστούν, ότι πάνε για θάνατο.
Καμιά φορά τελειώνει η πρώτη 20άδα. Σκοποί τους πέρνουν και τους παν στα μαγειρεία να πάρουνε τα ρούχα τους, τάχα πως μετακινιούνται γι' αλλού. Μα οι αγωνιστές είτανε σίγουροι, και μόνο για τα μάτια πέρναν καμιά χαλασμένη κουβέρτα, τάφιναν τ' άλλα για τους ζωντανούς.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Κατά 5άδες και καθώς τους πέρνουν, αδειάζανε αραιώνανε οι θέσεις, ιδίως απ' τις 100αρχίες των συνεργείων, γιατί εκεί, ήταν οι παληοί, τα θύματα του Μεταξά, οι Ακροναυπλιώτες, οι υπεύθυνοι, οι καλλίτεροί μας, οι ήρωες. Τότε σε μια στιγμή το στρατόπεδο άρχισε να κλαίει. Σιγά σιγά όμως, μην το δείξουνε, και φέρει αντίποινα χειρότερα το κλάμα.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Βαλασόπουλος ιδιωτικός υπάλληλος, Μακέδος καπνεργάτης από την Καβάλα. Ρεμπούτσικας δικηγόρος από την Πάτρα. Πλακοπίτης χτίστης από την Κοζάνη. Τσαλίκης δάσκαλος από το Βόλο. Χιτήρης δάσκαλος από την Κέρκυρα. Κλαπατσέας φοιτητής νομικής από την Καλαμάτα. Σαντομοίρης βιολονίστας από τις Σέρες. Ολα τα επαγγέλματα κι όλες οι ελληνικές περιοχές αντιπροσωπεύονταν. Ωσπου φώναζαν τα ονόματα, έβλεπες κι ήτανε ξεπεταμένα τα νεύρα του λαιμού, και μια πανάδα σέχε περεχύσει, κι έτσι λοιπόν ώσπου εφώναζες εκείνο το τρομαχτικό: παρών!
Το αγγελτήριο των εκτελέσεων σε εφημερίδα της εποχής («Καθημερινή», 30/4/1944) |
Τότε ο Ναπολέων με τα δυο του χέρια, άρχισε να μας στέλνει φιλιά. Μέχρι 10 φορές. -- Παιδιά μου! Παιδιά μου! φώναζε κι άνοιγε προς εμάς τα χέρια του. Ηταν κατακόκκινος. Την τραγιάσκα του την είχε χώσει στην τσέπη. Ετούτη ήταν απ' όλες η πιο μεγάλη συγκινητική στιγμή, την ώρα που ο Ναπολέοντας χαιρετούσε το στρατόπεδο.
Ηταν εκεί κι η Ιταλική φρουρά, παληά από τις πρώτες, πούξερε λίγα ελληνικά, έκπληχτοι κατακίτρινοι μας παρακολουθούσαν. Ητανε κι η Γερμανική φρουρά, περίμενε σαν κάθε μέρα για να μας πάει στην αγγαρεία, ανοίξανε κι αυτοί το στόμα τους την ώρα που αποχαιρέταγε ο Ναπολέοντας το στρατόπεδο.
Ο γερμανός διοικητής πολλές φορές του τόχε πει: Ναπολέων, θα σε σκοτώσω, δε θα βγεις ζωντανός από δω! Τον μισούσε. Γιατί όπως σου λέου ήταν πολύ μεγάλος. Αγιος. Κι έτσι ο Ναπολέοντας κάθε μέρα περίμενε να τελειώσει η ζωή του. Σήμερα όμως ο διοικητής σα να ταράχτηκε και λέει: (μας το ξηγήσαν ύστερα όσοι ξέραν γερμανικά και βρέθηκαν κοντά) -- Οχι δεν είναι δυνατόν, θα σου χαρίσω Ναπολέων τη ζωή. -- Δέχομαι, λέει ο Ναπολέων, μα να μην μπει στη θέση μου άλλος. Ο γερμανός δεν απαντά. Ο Ναπολέων φεύγει με την 20άδα.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Φτάνει τους 100. Δεν είχε φτάσει ποτέ τόσο. Το στρατόπεδο ανάστατο. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Φτάνει τους 150. Το στρατόπεδο μουγκαλίζει: όλους θα μας σκοτώσουνε ! Θρήνος και οδυρμός μας αναταράζει. Λέει κάποιος τότε: «Μια ζωή την έχομε παιδιά, χαλάλι! Δεν πεθαίνομε εγκληματίες, για την Πατρίδα πάμε».
Ο κατάλογος εξακολουθεί, φτάνει τους 200. Μες στον εγέρα άκουες φωνές: -- «γειά σας παιδιά! ΚΚΕ! ΕAM! εκδίκηση!» Ηταν αυτοί που φεύγανε. Εμείς οι άλλοι, τσιμουδιά. Μια σιωπή, δεν άκουες μήτε την ανάσα.
Εν τέλει συγκεντρώνουνται όλοι οι 200 μπροστά στα μαγεριά. Ο κουλοχέρης ο βασανιστής Κόβατς συζήταγε με το Ναπολέοντα: Τώρα όλοι εσείς παρτιζάνοι, μπουμ μπουμ, σήμερα καπούτ ! Ο Ναπολέων του λέει: -- Σου ζητώ μια χάρη, μην τους χτυπάς, να τους φέρεσαι καλλίτερα. Το χτήνος γελούσε. Υστερα ο Ναπολέων μπαίνει στη μέση και λέει: -- Ελάτε παιδιά να χορέψομε, να δουν οι γερμανοί πώς πεθαίνουν οι έλληνες!
Τον έπιασαν από το χέρι, κάνουνε κύκλο, η φρουρά τους περικυκλώνει, οι μπούκιες τ' αυτόματα καταπάνω τους, κι αρχινάν το χορό. «Εχε γειά καημένε κόσμε, έχε γειά γλυκειά ζωή...». Κάθε στροφή κι αλλάζανε. Εσερνε το χορό ο επόμενος. Σύρανε όλοι οι μελλοθάνατοι. Τα πράματά τους που βαστούσαν τάχανε πεταμένα χάμω. Αλλάζαν κάθε τόσο σκοπό και τραγούδι. «Μαύρη είν' η νύχτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι, στα άγρια στα σκοτεινά στις ράχες, ρούγες, στα βουνά, ο κλέφτης ξεσπαθώνει - ξεσπαθώνει...». Δόστου και σέρνανε κι αλλάζανε κι έβλεπες τα κορμιά τους να τινάζουνται, σα νάτανε ηλεχτρισμένα.
Τότες θάταν η ώρα ως 7 1/2 το πρωί. Δεν είχαμε ρολόι κανένας, μα απ' τον ήλιο εκαταλαβαίναμε. Στέκουνται εκείνη τη στιγμή σε στάση προσοχής, κι αρχινάνε τον Εθνικό Υμνο. Βροντερά και λυπητερά τόπανε. Τη στροφή «απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα αντρειωμένη χαίρε ω χαίρε ελευτεριά» την είπαν τρεις φορές συνέχεια. Εμείς oι άλλοι οπού στεκόμαστε κι ήταν θολό το μάτι μας κι ένα σκοινί σα νάταν στο λαιμό και μας έπνιγε, θαρούσαμε ότι ακούγαμε τα κόκαλά τους κι έτριζαν εκείνη την ώρα.
Τότε μπήκανε μέσα 5-6 μεγάλα μαύρα φορτηγά αυτοκίνητα και σταθμεύουν στο No 15, στ' απομονωτήρια. Τους κάνουνε μεταβολή στους μελλοθάνατους, τους παν κι εκείνους στ' απομονωτήρια. Αμα τους πέρναν για εχτέλεση τους γδύνανε, μέναν με τη φανέλα και το σώβρακο, κι όσο πηγαίνανε, τα ρούχα τους τα πέταγαν στο δρόμο, για να προλάβουν να τα πάρουνε οι άλλοι, οι ζωντανοί. Εβλεπες ρούχα στρωμένα στο δρόμο, όμως πολλοί από μας δεν τάπιαναν γιατί ανατριχιώζαν, δεν εμπορούσαν να τα βάλουνε, τέτοια ρούχα, από τέτοιους μεγάλους ανθρώπους ! Σήμερα όμως δεν τους γδύσανε, για να τους ξεγελάσουν, πως δεν παν για θάνατο.
Η ώρα ήταν περασμένες 9. Τους φορτώνουνε, στ' αυτοκίνητα. Μπρούμυτα τους φορτώσανε, για να χωράν πολλοί. Οπως τα παστά στα βαρέλια.
Τότε κίνησαν τ' αυτοκίνητα. Εμείς πίσω ακούαμε, όσο φεύγανε, το τελευταίο τους ηρωικό τραγούδι. Αυτό αντιπροσώπευε όλο το Χαϊδάρι μας: Ηρωισμός απάνω απ' ό,τι μπορεί να πιστέψει άνθρωπος, και αλληλεγγύη. Αυτό το ίδιο πράγμα αντιπροσώπεψε κι ο Ναπολέοντας, όταν αρνήθηκε να πάρει άλλος τη θέση του στο θάνατο.
Πολυβόλα από δω, αυτόματα από κει, μοτοσυκλέτες πλάγια, κι έτσι κινήσανε για την Καισαριανή.
Εμείς πίσω κάθε 5 λεφτά λέγαμε: Τώρα θάνε στο Πυριτιδοποιείο. Σε 10 λεφτά λέγαμε: Τώρα θάνε στην Ομόνοια. Σ' ένα τέταρτο λέγαμε: Τώρα θα τους ξεφορτώνουν. Μέχρι τις 12 το μεσημέρι τους παρακολουθούσε η αγωνία μας, και κανένας το μεσημέρι δεν έφαε.
(Συνεχίζεται, αύριο το τελευταίο μέρος)