Κείμενο της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΠΑΜΕ, με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης να καταργήσει Τμήματα της Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας της Εργασίας, σε εφτά περιοχές
Η απόφαση αυτή δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία». Αποτελεί συνέχεια μιας μακρόχρονης πολιτικής που καθημερινά οδηγεί στην όλο και μεγαλύτερη υποβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών, στην παραπέρα ελαστικοποίηση στην εφαρμογή της νομοθεσίας για την Υγεία και Ασφάλεια προς όφελος της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Είναι χαρακτηριστικά τα εξής στοιχεία:
Οι κατά καιρούς κομπασμοί της κυβέρνησης για «μείωση» των θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύονται γρήγορα κούφια λόγια, αν σκεφτεί κανείς τη ραγδαία μείωση της οικονομικής δραστηριότητας από το 2008 και μετά, λόγω της καπιταλιστικής κρίσης, ιδιαίτερα σε κλάδους με υψηλό δείκτη ατυχημάτων, όπως οι κατασκευές.
Παρόλο που είναι γνωστό ότι τα εργατικά ατυχήματα δεν καταγράφονται ολοκληρωμένα στη χώρα μας, ακόμη και τα υπάρχοντα στατιστικά στοιχεία δείχνουν την τραγική πραγματικότητα. Μόνο για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ, τα στοιχεία (έως και το 2008 όπου σταμάτησαν να δημοσιεύονται...), δείχνουν ότι κάθε 2 ώρες συνέβαιναν 3 εργατικά ατυχήματα. Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΠΕ, από το 1999 έως το 2012 σχεδόν 1.700 εργαζόμενοι δε γύρισαν σπίτι τους μετά τη δουλειά. Δηλαδή, κάθε 3 μέρες ένας εργαζόμενος πεθαίνει από εργατικό ατύχημα (στην καταγραφή αυτή εξαιρούνται τα ατυχήματα σε εργάτες γης, ναυτεργάτες, εργάτες ορυχείων).
Με δεδομένο το συνολικό προσανατολισμό της Επιθεώρησης Εργασίας, όπως αυτός καθορίζεται από την κυβερνητική πολιτική και τις σοβαρότατες ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή και δυναμικό, είναι βάσιμο να αναρωτιέται κανείς και αν πίσω από θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα που προσδιορίζονται στις επίσημες εκθέσεις ως οφειλόμενα σε «παθολογικά αίτια» βρίσκονται εργασιακοί παράγοντες (π.χ. χημικοί παράγοντες, θερμική καταπόνηση, εντατικοποίηση εργασίας και εξοντωτικά ωράρια κ.λπ.), που επιδεινώνουν ήδη υπάρχουσες παθολογικές καταστάσεις και οδηγούν τους εργαζόμενους στο θάνατο.
Τα εργατικά ατυχήματα δεν οφείλονται σε «ατυχία», αλλά στο ότι δεν λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης που θα μπορούσαν να ληφθούν, με βάση το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνικής. Ο βασικός παράγοντας που καθορίζει κάθε επιλογή του εργοδότη σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας, είναι η επίδραση που θα έχει η επιλογή αυτή στο ποσοστό κέρδους της επιχείρησης.
Με το ίδιο κριτήριο, αυτό της ενίσχυσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, την ώρα που οι επαγγελματικές ασθένειες (όπως ο καρκίνος) θερίζουν, στην πράξη δεν καταγράφονται στη χώρα μας. Αυτό σημαίνει ότι από τη μια οι εργαζόμενοι δεν αποζημιώνονται με ευθύνη του εργοδότη και του κράτους για θεραπεία, αποκατάσταση, σύνταξη κ.λπ. και καλούνται να πληρώνουν από την τσέπη τους, και από την άλλη, δεν υπάρχουν διαδικασίες εκτίμησης, πρόληψης και αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου.
Οι αντεργατικές επιλογές της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων που απορρέουν από τις κατευθύνσεις της ΕΕ και τις έχουν συναποφασίσει (π.χ. «ευελιξία», διευθέτηση του χρόνου εργασίας, αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αναδιαρθρώσεις), που χτυπούν τα εργασιακά δικαιώματα, αυξάνουν ταυτόχρονα και τους κινδύνους εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών.
Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η εμπορευματοποίηση της Υγείας και Ασφάλειας, η απουσία δημόσιων υποδομών υποστήριξης των διαδικασιών για την αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου και η παράδοσή τους στις ιδιωτικές ΕΞΥΠΠ, καθώς και η υποβάθμιση σχετικών ερευνητικών και υποστηρικτικών φορέων όπως το ΕΛΙΝΥΑΕ.
Τα προβλήματα της Υγείας και Ασφάλειας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τεχνοκρατικές βελτιώσεις του ΣΕΠΕ, καλύτερα οργανογράμματα κ.λπ., δεν μπορούν να λυθούν μέσα από το λεγόμενο «κοινωνικό διάλογο». Ουσιαστικές λύσεις μπορούν να υπάρξουν μόνο αν και τα ζητήματα αυτά αποτελέσουν πεδίο αντιπαράθεσης, πάλης και διεκδίκησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ενταγμένης στην πάλη για αναχαίτιση της αντιλαϊκής επίθεσης, για πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, για να μην πληρώσουν την κρίση οι εργαζόμενοι αλλά τα μονοπώλια.
Οι εργαζόμενοι μπορούν να επιβάλουν την καθημερινή και μακρόχρονη προστασία της Υγείας και της Ασφάλειάς τους, κόντρα στο φόβο της απόλυσης και της ανεργίας.
Το ΠΑΜΕ άμεσα απαιτεί και διεκδικεί:
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να είναι καθαρό ότι ο αγώνας για ουσιαστικές λύσεις στα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων και της Υγείας και Ασφάλειας είναι, σε τελική ανάλυση, αξεχώριστος από τον αγώνα για τη συνολική ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και του κράτους που τη στηρίζει. Δε φτάνει μια απλή εναλλαγή κυβερνητικού διαχειριστή - όσοι υπόσχονται κάτι τέτοιο μας τάζουν «φύκια για μεταξωτές κορδέλες».
Οσο δύσκολες και να φαντάζουν τέτοιες λύσεις, στο φόντο της «παντοδυναμίας» των επιχειρηματικών συμφερόντων, είναι ταυτόχρονα και οι μόνες ρεαλιστικές, γιατί ανταποκρίνονται στους καημούς και τις αγωνίες της εργατικής τάξης.
Ο ρεαλισμός της εργατικής τάξης κρίνεται από την ικανότητά της να υπολογίζει σε κάθε στιγμή τη δύναμη του ταξικού της αντιπάλου, όχι για να μειώνει τις απαιτήσεις της σε ένα μίνιμουμ επιβίωσης, όχι για να κάνει εκπτώσεις στα θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν την Υγεία και Ασφάλεια στους χώρους εργασίας, αλλά προκειμένου να οργανώσει καλύτερα την ταξική πάλη σε όλα τα μέτωπα.
Σε αυτό διαφέρει ο αγωνιστικός ρεαλισμός του ΠΑΜΕ και των ταξικών συνδικάτων από τον «πραγματισμό» της υποταγής στο κεφάλαιο των ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ, του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού.