Διάσκεψη σήμερα στις Βρυξέλλες για τη συζήτηση εκθέσεων που ταυτίζουν το ριζοσπαστισμό με την «τρομοκρατία» και καλούν τα κράτη - μέλη να πάρουν μέτρα
Στόχος της συνδιάσκεψης, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι «να προτείνει πολιτικές πρόληψης κατά του βίαιου εξτρεμισμού, με βάση τα συμπεράσματα του "Δικτύου ευαισθητοποίησης για τη ριζοσπαστικοποίηση" (RAN), στο οποίο συμμετέχουν εμπειρογνώμονες και επαγγελματίες του συγκεκριμένου τομέα». Το συγκεκριμένο «δίκτυο» δημιουργήθηκε το Σεπτέμβρη του 2011 από την ΕΕ.
Από το ανακάτεμα και μόνο των όρων «εξτρεμισμός» και «ριζοσπαστικοποίηση» γίνεται αντιληπτό το τι επιδιώκει η ΕΕ: Τη συκοφάντηση κομμάτων και λαϊκών κινημάτων που αμφισβητούν το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, μέσα από την ταύτισή τους με ακροδεξιές ή «τρομοκρατικές» οργανώσεις και κατ' επέκταση τη στοχοποίηση και ποινικοποίηση της δράσης τους, σαν απειλή «για την ασφάλεια των πολιτών της ΕΕ».
Τροχιοδεικτικές βολές έριξε ήδη από χτες η αρμόδια για θέματα δικαιοσύνης επίτροπος, Σεσίλια Μάλμστρομ, λέγοντας ότι «στην Ευρώπη υπάρχουν πολιτικές ομάδες και πολιτικές φωνές, ακόμα και μέσα στα κοινοβούλια ή και στις κυβερνήσεις, οι οποίες τροφοδοτούν το μίσος και τον εξτρεμισμό κι αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό».
Motion Team |
Στόχος της ΕΕ είναι η ποινικοποίηση της λαϊκής πάλης και της δράσης των κομμάτων που εναντιώνονται στην κυρίαρχη αντιλαϊκή πολιτική. Επιδιώκει τη θωράκιση του αστικού πολιτικού συστήματος απέναντι στον «εχθρό λαό» |
Με συνδετικό κρίκο τον «εξτρεμισμό», η Σεσίλια Μάλμστρομ συνέδεσε το ριζοσπαστισμό με την «τρομοκρατική απειλή», η οποία, όπως είπε, «έχει εν μέρει μετατοπιστεί από τις οργανωμένες ομάδες στα μεμονωμένα άτομα, που είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν και των οποίων οι ενέργειες είναι πιο δύσκολο να προβλεφθούν». Η ίδια προσπάθησε με επικίνδυνες γενικεύσεις να ποινικοποιήσει την ιδεολογία κομμάτων που δρουν στα κράτη - μέλη της ΕΕ, λέγοντας μεταξύ άλλων:
«Δεν θα υπερνικήσουμε τον βίαιο εξτρεμισμό χωρίς να αντιμετωπίσουμε επίσης τη λαϊκιστική και δημαγωγική προπαγάνδα, η οποία προετοιμάζει το έδαφος για τη βία με ιδεολογικά κίνητρα στην Ευρώπη (...) Οι εξτρεμιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν είχαν ποτέ τόσο μεγάλη επιρροή στα εθνικά κοινοβούλια όση έχουν σήμερα. Χρειαζόμαστε περισσότερους Ευρωπαίους ηγέτες να εκφράσουν σθεναρά την αντίθεσή τους στην αύξηση του εξτρεμισμού».
Αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί ότι η διάσκεψη θα καταλήξει σε συγκεκριμένες συστάσεις προς τα κράτη - μέλη της ΕΕ, η επίτροπος συμπλήρωσε ότι «οι καλές προθέσεις δεν αρκούν» και ότι «πρόκειται για εθνικές αρμοδιότητες».
Τις διαθέσεις τους να οξύνουν την επίθεση στους λαούς και τους αγώνες τους με όχημα την καταπολέμηση του «εξτρεμισμού», τις είχαν δείξει συνολικά οι αστικές κυβερνήσεις στα κράτη της Ευρώπης από τον Οκτώβρη του 2010, όταν υιοθέτησαν στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (συμμετέχουν βουλευτές από 47 χώρες της Ευρώπης) ψήφισμα με «συστάσεις» προς τα όργανα της ΕΕ και τα εθνικά κοινοβούλια.
Μετά το αντικομμουνιστικό μνημόνιο, το 2006, με το οποίο έγινε προσπάθεια να εξισωθεί ο κομμουνισμός με το ναζισμό, επιχείρησαν την εξίσωση των λαϊκών κινημάτων με τις ακροδεξιές, ρατσιστικές και νεοναζιστικές οργανώσεις, που το ίδιο το σύστημα θρέφει, συντηρεί ή αξιοποιεί, για να υπονομεύει, να τρομοκρατεί και να καταστέλλει τη μαζική πολιτική πάλη του λαού. Το ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης, η γνωμοδότηση της Νομικής Επιτροπής και οι συστάσεις στα εθνικά κοινοβούλια έδιναν το πλαίσιο στο οποίο θα έπρεπε να κινηθεί η νομοθεσία των χωρών - μελών. Σ' αυτό περιλαμβάνονται, ανάμεσα στα άλλα: