Τρίτη 20 Μάρτη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Το ημερολόγιο της άμμου» στο «Εμπρός»

Ο άνθρωπος ζει με τη μνήμη του. Ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο από μνήμες. Μνήμες της «ρίζας» του, ανώδυνες και οδυνηρές, αγαπητές και μισητές, τρυφερές και σκληρές, ευχάριστες και πικρές, περήφανες και ταπεινωτικές, κ.ο.κ. Ο άνθρωπος πλάθεται από μνήμες ατομικές, οικογενειακές, του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, αλλά και του εθνικού, ιστορικού, ηθικού, πολιτιστικού παρελθόντος και παρόντος. Είναι ένα έμψυχο «άθροισμα» από μνήμες άσβηστες, μισοσβησμένες, αλλοιωμένες, μέσα από το αέναο «γράψε - σβήσε» τη μνήμης και λήθης. Ο άνθρωπος, ως ατομικό και κοινωνικό ον, εκούσια και ακούσια, συνειδητά και ασυνείδητα, διά του βίου και του λόγου του, μπορεί να καταστεί «παραγωγός» και «φορέας» και της συλλογικής μνήμης στο μέλλον. Γι' αυτό, όχι μόνο με το βίο του, αλλά και με τον γραπτό ή προφορικό λόγο του ο κάθε άνθρωπος φέρει μεγάλη ευθύνη ως προς το πώς, από πού, ποια και πόσα στοιχεία της συλλογικής μνήμης διαμορφώνει, επιλέγει και διατηρεί για το μέλλον. Ο στενά ατομικός βίος, ή έστω οι στενά ατομικές πτυχές του, μπορεί να σβήνουν σαν να είναι γραμμένες στην άμμο, την οποία σαρώνει ο άνεμος της λήθης. Αλλά μπορεί και η μνήμη του ατομικού βίου του, ή έστω κάποιες συλλογικότερων διαστάσεων πτυχές της μνήμης του, μπορεί και πρέπει να διαφυλαχτούν στο «βιβλίο» της ιστορίας. Το πρόβλημα είναι πώς μπορεί να διαφυλαχτεί η συλλογική μνήμη, από τυχόν λειψή γνώση, παρερμηνείες, παραχαράξεις, υπογράμμιση του μερικού του γενικού, από τον «καταγραφέα» της;

Είναι αναγκαίες οι παραπάνω σκέψεις, για όποιον θέλει να κατανοήσει, να εκτιμήσει σε βάθος, αλλά όχι άκριτα, το ενδιαφέρον, πολύ επίκαιρο για τη χώρα μας, λόγω του τεράστιου μεταναστευτικού κύματος, δύσβατο, έως ολισθηρό, θεματολογικά έργο του Δημήτρη Κορδάτου «Το ημερολόγιο της άμμου», σε μια ακόμη εξαιρετική παράσταση του Τάσου Μπαντή στο «Εμπρός».

Θεματολογικός πυρήνας του έργου είναι η αντοχή και η απώλεια της μνήμης, όχι οποιασδήποτε μνήμης και όχι οποιουδήποτε ανθρώπου. Εδώ πρόκειται για τη μνήμη τεσσάρων ξεριζωμένων ανθρώπων. Ενός ηλικιωμένου πολιτικού πρόσφυγα, δασκάλου στην ξενιτιά, που για χρόνια η μνήμη «αιματοδοτούσε» το νόστο για τις «ρίζες» του, τους γονιούς, την πατρίδα και ο οποίος γυρίζοντας στη γενέθλια γη του και βλέποντας να έρχεται το τέλος του, νιώθει ξένος, εξόριστος, αχρείαστος, ξεριζωμένος από τις «πόλεις των ανθρώπων», όπου η ζωή του είχε νόημα. Τρομαγμένο, και γ' αυτό απροσάρμοστο, ψυχικά διαταραγμένο, επιθετικό αγρίμι -επικίνδυνο ακόμα και για τον πατέρα του, τη γυναίκα του και το παιδί του- ξεριζωμένος από τη χώρα όπου γεννήθηκε, αθέλητα παραπεταμένος στην άγνωστη σ' αυτόν πατρίδα του πατέρα του, είναι ο γιος του γέρου πρόσφυγα. Ολότελα ξένη, είναι και η αλλόφυλη, από κάποια βαλκανική χώρα, μετανάστρια νύφη του γέρου. Είναι η μόνη αποφασισμένη, να προσαρμοστεί για να επιζήσει η ίδια και το μικρό παιδί της. «Ξένος», τρομαγμένος, πεταμένος στην ερημία, στερημένος την ανθρώπινη επαφή και αγάπη, ως ανθρώπινο «ξέφτι» νιώθει και ένας νέος, μέχρι την ψυχή του να γλυκάνει η επαφή με το γεροπρόσφυγα και το ερωτικό σμίξιμο με τη νύφη του.

Ο Κορδάτος με αισθαντική, υπαινικτική γραφή, δραματοποιεί την οδύνη της μνήμης όταν τη σβήνει ο χρόνος και την εξουθενώνει η προσφυγιά. Συμμερίζεται το δράμα τέτοιων πλασμάτων. Επιχειρεί, και εν μέρει επιτυγχάνει, να εισχωρήσει στον τραυματικό ψυχισμό τους. Οι ενστάσεις της υπογράφουσας βρίσκονται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας μέσα από το μερικό και μέσα από το ειδικό πρόβλημα των προσώπων, γενίκευσε ένα εξαιρετικά συλλογικό κοινωνικοπολιτικό δράμα. Και καθώς κάθε έργο λόγου αναλαμβάνει ένα μερίδιο ευθύνης, όσον αφορά τη διάσωση ή την αλλοίωση της συλλογικής μνήμης, θα παρατηρήσουμε ορισμένα στοιχεία του χαρακτήρα, της συμπεριφοράς, των συναισθημάτων του «Πατέρα» δεν προσιδιάζουν με τα καθολικά χαρακτηριστικά της τεράστιας πλειοψηφίας των Ελλήνων της πολιτικής προσφυγιάς, επαναπατρισμένων ή μη. Το ίδιο δεν προσιδιάζουν στην πλειοψηφία των παιδιών των πολιτικών προσφύγων τα χαρακτηριστικά του «Σταύρου» (γιος). Και, βέβαια, ούτε όλα τα χαρακτηριστικά της «Λιόλιας» (νύφη) αντανακλούν τα γενικά χαρακτηριστικά όλων των μεταναστριών.

Ο συγγραφέας οφείλει μεγάλες χάριτες στη σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή, για τη σε ανατόμιση των προσώπων, τη γεμάτη αίσθημα, ρεαλιστική αλήθεια και ποιητική ατμόσφαιρα, προβολή της ερημίας τους, του πληγωμένου, φοβικού ψυχισμού τους, της αγωνίας τους να πορευτούν, να συνυπάρξουν, να επιζήσουν σε έναν τόπο «εξορίας» από τη ζωή, την αγάπη, τις ρίζες και μνήμες τους. Απόλυτα δημιουργικοί είναι όλοι οι συντελεστές της ποιοτικής αυτής παράστασης. Το ανάγλυφο, τραχύ και ολισθηρό σκηνικό (παραθαλάσσιο τοπίο) και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, η ανησυχαστικού κλίματος μουσική του Θανάση Παπαγεωργίου και το μελαγχολικό τραγούδι του (τραγουδά ο Χρήστος Θηβαίος), οι «πυρετικοί», «εκτυφλωτικοί» φωτισμοί του Ανδρέα Τρύφωνα, η εκφραστική κίνηση των Βάλιας Παπαχρίστου - Φώτη Νικολάου. Και βέβαια, οι καλοί και καλοδιδαγμένοι από τον σκηνοθέτη ηθοποιοί. Ο έξοχος Γιώργος Μοσχίδης, γεμάτος πίκρα και αίσθηση του θανάτου, γεροπρόσφυγα. Η ταλαντούχα, αισθαντικότατη Μαρία Κεχαγιόγλου, με την εσωτερικών και λεπτότατων αποχρώσεων ερμηνεία της. Την επίσης αισθαντική, εκφραστική και γλυκύτατη Ιωάννα Παγιατάκη, τις αξιόλογες ερμηνείες των πολλά υποσχόμενων νέων Ιωσήφη Πολυζωίδη, Γεράσιμου Μιχελή, Αμάντας Πιπεράκη. Θετική η ερμηνευτική συμβολή του Δημήτρη Ξανθόπουλου.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ