«Διαλεχτά Εργα», σελ. 379 - 389
Εθνοφρουροί και οπλισμένοι εργάτες στην αίθουσα του θρόνου στον Κεραμεικό, 24 Φλεβάρη 1848 |
Εδώ μας ενδιαφέρει πριν απ' όλα το μέρος του προγράμματος που αφορά την ταχτική. Οι γενικές του θέσεις ήταν τούτες:
«Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό κόμμα που αντιτίθεται στα άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολό του. Δεν διατυπώνουν ξεχωριστές αρχές, που σύμφωνα μ' αυτές θα θέλανε να πλάσουν το προλεταριακό κίνημα. Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα μονάχα κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά, στους αγώνες των προλετάριων των διαφόρων εθνών τονίζουν και επιβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ' όλο το προλεταριάτο και ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη, στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του. Στην πράξη λοιπόν οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος. Θεωρητικά, πλεονεχτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου, στην κατανόηση των όρων, της πορείας και των γενικών αποτελεσμάτων του προλεταριακού κινήματος»1.
Χειρόγραφο από το σχέδιο του καταστατικού της Ενωσης Κομμουνιστών |
«Στη Γερμανία κάθε φορά που η αστική τάξη εκδηλώνεται επαναστατικά, το κομμουνιστικό κόμμα παλεύει μαζί με την αστική τάξη ενάντια στην απόλυτη μοναρχία, ενάντια στη φεουδαρχική γαιοχτησία και στο μικροαστισμό. Μα ούτε στιγμή δεν παραμελεί το κομμουνιστικό κόμμα να καλλιεργεί στους εργάτες μια όσο μπορεί πιο καθαρή συνείδηση σχετικά με την εχθρική αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο, για να μπορέσουν οι Γερμανοί εργάτες να στρέψουν αμέσως ενάντια στην αστική τάξη, σαν ισάριθμα όπλα, τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που η αστική τάξη είναι υποχρεωμένη να δημιουργήσει με την κυριαρχία της, έτσι που, αμέσως ύστερα από την ανατροπή των αντιδραστικών τάξεων, ν' αρχίσει ο αγώνας ενάντια στην ίδια την αστική τάξη. Οι κομμουνιστές στρέφουν την κύρια προσοχή τους στη Γερμανία, γιατί η Γερμανία βρίσκεται στις παραμονές μιας αστικής επανάστασης», κλπ. («Μανιφέστο», κεφ. ΙV)2.
Ποτέ άλλοτε ένα πρόγραμμα ταχτικής δεν ανταποκρίθηκε τόσο καλά στον προορισμό του όσο αυτό. Διατυπωμένο την παραμονή μιας επανάστασης άντεξε στη δοκιμασία αυτής της επανάστασης. Και από τότε κάθε φορά που ένα οποιοδήποτε εργατικό κόμμα παρέκκλινε απ' αυτό το πρόγραμμα τιμωρούνταν για κάθε παρέκκλιση, και σήμερα, σχεδόν ύστερα από σαράντα χρόνια, είναι οδηγός όλων των αποφασιστικών και συνειδητών εργατικών κομμάτων της Ευρώπης, από τη Μαδρίτη ίσαμε την Πετρούπολη.
Ο Καρλ Μαρξ με τον Φρίντριχ Ενγκελς, δουλεύοντας πάνω στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (έργο του V. Polyakov, 1961) |
Μάχες στο Παρίσι, συνοικία St. Antoine, Ιούνιος 1848 |
Οταν ήρθαμε στην Κολωνία, είχαν γίνει από δημοκρατική και εν μέρει από κομμουνιστική πλευρά προετοιμασίες για την έκδοση μιας μεγάλης εφημερίδας. Ηθελαν να την κάνουν καθαρά τοπική εφημερίδα της Κολωνίας, και μας να μας ξαποστείλουν στο Βερολίνο. Αλλά μέσα σε 24 ώρες, κυρίως χάρη στον Μαρξ, κατακτήσαμε το έδαφος, η εφημερίδα έγινε δική μας με την υποχώρηση να πάρουμε στη σύνταξη τον Χάινριχ Μπίργκερς. Ο Μπίργκερς έγραψε ένα άρθρο (στο 2ο φύλλο) και δεν ξανάγραψε δεύτερο.
Επρεπε να πάμε ακριβώς στην Κολωνία και όχι στο Βερολίνο. Πρώτα η Κολωνία ήταν το κέντρο της επαρχίας του Ρήνου, που είχε ζήσει τη Γαλλική Επανάσταση, είχε διατηρήσει με το ναπολεόντειο κώδικα σύγχρονες αντιλήψεις δικαίου, είχε αναπτύξει την πιο σημαντική μεγάλη βιομηχανία και ήταν τότε από κάθε άποψη το πιο προοδευτικό τμήμα της Γερμανίας. Το Βερολίνο εκείνης της εποχής το γνωρίζαμε πολύ καλά από προσωπική αντίληψη, με την αστική τάξη του που μόλις τότε γεννιόταν, με τους θρασείς στα λόγια αλλά δειλούς στα έργα και δουλοπρεπείς μικροαστούς του, με τους εντελώς ανεξέλικτους εργάτες του, με τις μάζες των γραφειοκρατών του, με το συρφετό των ευγενών και της αυλής, με όλο του το χαρακτήρα μιας πόλης - «Residenz»3. Αποφασιστική σημασία όμως είχαν τα παρακάτω: στο Βερολίνο επικρατούσε το άθλιο πρωσικό δίκαιο και οι πολιτικές δίκες γίνονταν από επαγγελματίες δικαστές. Στο Ρήνο ίσχυε ο ναπολεόντειος κώδικας, που δεν ξέρει αδικήματα Τύπου, γιατί προϋποθέτει τη λογοκρισία. Αν λοιπόν ένας άνθρωπος δεν έκανε πολιτικά εγκλήματα, μα μόνο παραπτώματα, δικαζόνταν απ' τα ορκωτά δικαστήρια. Στο Βερολίνο ύστερα από την επανάσταση καταδικάστηκε ο νεαρός Σλέφελ για το τίποτα σε ένα χρόνο φυλακή, στο Ρήνο είχαμε απόλυτη ελευθερία Τύπου και εκμεταλλευτήκαμε ως την τελευταία δυνατότητα.
Το πρωτοσέλιδο του πρώτου φύλλου της «Νέας Εφημερίδας του Ρήνου»» |
Το καθεστώς μέσα στη σύνταξη ήταν απλούστατα η δικτατορία του Μαρξ. Μια μεγάλη καθημερινή εφημερίδα που πρέπει να είναι έτοιμη σε ορισμένη ώρα δε μπορεί με κανένα άλλο καθεστώς να κρατήσει συνεπή γραμμή. Εδώ όμως πρέπει να προστεθεί ότι η δικτατορία του Μαρξ ήταν αυτονόητη, αδιαφιλονίκητη και όλοι την αναγνωρίζαμε πρόθυμα. Το ξεκάθαρο μάτι και η σταθερή στάση του Μαρξ, ήταν πριν απ' όλα αυτό που έκανε το φύλλο αυτό να γίνει η πιο φημισμένη γερμανική εφημερίδα των χρόνων της επανάστασης.
Ενιαία, αδιαίρετη γερμανική δημοκρατία και πόλεμος ενάντια στη Ρωσία, που περιλάβαινε σαν όρο την αποκατάσταση της Πολωνίας.
Η μικροαστική δημοκρατία χωρίστηκε τότε σε δυο παρατάξεις: τη βορειογερμανική, που επιθυμούσε έναν δημοκρατικό Πρώσο Κάιζερ και τη νοτιογερμανική, που ήταν τότε ειδικά σχεδόν ολότελα Βαδική και που ήθελε να μετατρέψει τη Γερμανία σύμφωνα με το ελβετικό πρότυπο σε ομοσπονδιακή δημοκρατία. Εμείς έπρεπε να καταπολεμάμε και τις δυο παρατάξεις. Το συμφέρον του προλεταριάτου απαγόρευε τόσο τον εκπρωσισμό της Γερμανίας όσο και τη διαιώνιση της διαίρεσης σε κρατίδια. Το συμφέρον του προλεταριάτου απαιτούσε την οριστική ένωση της Γερμανίας σε ένα έθνος που μόνον αυτό μπορούσε να αποκαταστήσει τον ξεκαθαρισμένο απ' όλα τα κληρονομημένα μικροπρεπή εμπόδια στίβο, όπου επρόκειτο ν' αναμετρήσουν τις δυνάμεις τους το προλεταριάτο και η αστική τάξη. Το συμφέρον του προλεταριάτου απαγόρευε επίσης την ένωση με την Πρωσία επικεφαλής. Το πρωσικό κράτος με όλη του τη διάρθρωση, τις παραδόσεις και τη δυναστεία του ήταν ακριβώς ο μοναδικός σοβαρός εσωτερικός αντίπαλος που έπρεπε να καταβάλει η επανάσταση στη Γερμανία. Χώρια απ' αυτά, η Πρωσία δε μπορούσε να ενώσει την Γερμανία παρά μόνο διαμελίζοντάς την, αποκλείοντας τη γερμανική Αυστρία. Δεν μπορούσαμε επομένως να έχουμε άλλο επαναστατικό, άμεσο πρόγραμμα από τη διάλυση του πρωσικού κράτους, την κατάρρευση του αυστριακού κράτους και την πραγματική ένωση της Γερμανίας σε μια δημοκρατία. Κι αυτό μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο με έναν πόλεμο ενάντια στη Ρωσία και με τίποτε άλλο. Στο σημείο αυτό θα επανέλθω.
Κατά τ' άλλα, ο τόνος της εφημερίδας δεν ήταν καθόλου πανηγυρικός, σοβαρός ή ενθουσιώδικος. Είχαμε να κάνουμε μόνο με περιφρονητέους αντίπαλους και τους μεταχειριζόμαστε χωρίς εξαίρεση με την πιο μεγάλη περιφρόνηση. Τη μοναρχία που συνωμοτούσε, την αυλική κλίκα, τους ευγενείς, την «Κρόυτς-Τσάιτουγκ», όλη την «αντίδραση» που προκαλούσε τόσο την ηθική αγανάκτηση των φιλισταίων - τους μεταχειριζόμαστε όλους με ειρωνεία και χλευασμό. Το ίδιο κάναμε και για τα καινούρια είδωλα που βγήκαν στη μέση με την επανάσταση: για τους υπουργούς του Μάρτη, τις Συνελεύσεις της Φρανκφούρτης και του Βερολίνου, για όλους μαζί τους δεξιούς και τους αριστερούς της. Το πρώτο φύλλο κιόλας άρχισε με ένα άρθρο που ειρωνευόταν τη μηδαμινότητα του Κοινοβουλίου της Φρανκφούρτης, τους άσκοπους ατέλειωτους λόγους του και τις περιττές άνανδρες αποφάσεις του. Το άρθρο αυτό μας στοίχισε τους μισούς μετόχους. Το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης δεν ήταν καν λέσχη συζητήσεων. Σ' αυτό δε συζητούσαν σχεδόν καθόλου, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις διαβάζονταν έτοιμες ακαδημαϊκές πραγματείες που τις φέρναν μαζί τους και παίρνονταν αποφάσεις που προορίζονταν να ενθουσιάζουν το Γερμανό φιλισταίο για τις οποίες όμως δε νοιαζόταν κανένας άνθρωπος.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσαμε την πλάνη που την διέδιδαν με ζήλο οι μικροαστοί, ότι τάχα η επανάσταση είχε ολοκληρωθεί μετά τα γεγονότα του Μάρτη και ότι τώρα δεν είχαμε παρά να δρέψουμε τους καρπούς. Για μας θα μπορούσαν να έχουν τα γεγονότα του Φλεβάρη και του Μάρτη τότε μόνο την έννοια πραγματικής επανάστασης αν γίνονταν όχι το τέρμα, αλλά αντίθετα η αφετηρία ενός μακρόχρονου επαναστατικού κινήματος, μέσα στο οποίο, όπως στη μεγάλη γαλλική ανατροπή, ο λαός θα αναπτυσσόταν παραπέρα με τους δικούς του αγώνες, τα κόμματα θα ξεχώριζαν όλο και πιο ξεκάθαρα, ώσπου θα συνταυτίζονταν ολότελα με τις μεγάλες τάξεις, με την αστική τάξη, με τη μικροαστική, με το προλεταριάτο - και που στη διάρκειά του το προλεταριάτο θα κατακτούσε σιγά - σιγά, και ύστερα από μια σειρά μάχες, τη μια θέση ύστερα από την άλλη. Γι' αυτό και αντιταχθήκαμε παντού στους δημοκράτες μικροαστούς, κάθε φορά που ήθελαν να συγκαλύψουν την ταξική τους αντίθεση με το προλεταριάτο, με την αγαπημένη τους φράση: «όλοι θέλουμε το ίδιο, όλες οι διαφορές μας οφείλονται σε απλές παρεξηγήσεις». Οσο λιγότερο, όμως, επιτρέπαμε στους μικροαστούς να παρεξηγούν την προλεταριακή μας δημοκρατία, τόσο πιο ήμεροι και υποχωρητικοί γίνονταν απέναντί μας. Με όσο μεγαλύτερη οξύτητα και αποφασιστικότητα τους αντιμετωπίζουμε, τόσο πιο πρόθυμα σκύβουν, τόσο περισσότερες παραχωρήσεις κάνουν στο εργατικό κόμμα. Αυτό το είδαμε.
Τέλος, ξεσκεπάσαμε τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό (όπως τον έλεγε ο Μαρξ) των διαφόρων εθνικών, όπως τις λέγανε, συνελεύσεων. Αυτοί οι κύριοι είχαν αφήσει να τους ξεφύγουν όλα τα μέσα της εξουσίας και εν μέρει τα είχαν παραχωρήσει πάλι εθελοντικά στις κυβερνήσεις. Δίπλα στις νεοδυναμωμένες αντιδραστικές κυβερνήσεις υπήρχαν στο Βερολίνο και στη Φρανκφούρτη συνελεύσεις χωρίς καμιά δύναμη που παρ' όλα αυτά φαντάζονταν ότι οι ανήμπορες αποφάσεις τους θα ανέτρεπαν τον κόσμο. Αυτή η ηλίθια αυταπάτη κυριαρχούσε ως την άκρα αριστερά. Εμείς τους φωνάζαμε: Η κοινοβουλευτική σας νίκη θα συμπέσει με την πραγματική σας ήττα.
Και πραγματικά έτσι έγινε και στο Βερολίνο και στη Φρανκφούρτη. Οταν η «αριστερά» απόχτησε την πλειοψηφία, η κυβέρνηση διάλυσε όλη τη συνέλευση, και αυτό το κατόρθωσε, γιατί η συνέλευση είχε χάσει την εμπιστοσύνη του λαού.
Διακηρύξαμε ανοιχτά ότι η τάση που εκπροσωπούσαμε τότε μόνο θα μπορούσε ν' αρχίσει τον αγώνα για να πετύχει τους πραγματικούς κομματικούς σκοπούς μας, όταν θα βρίσκεται στην εξουσία το πιο άκρο από όλα τα υπάρχοντα επίσημα κόμματα στη Γερμανία: τότε απέναντι σ' αυτό εμείς θα αποτελούσαμε την αντιπολίτευση.
Ομως τα γεγονότα φρόντισαν πλάι στην κοροϊδία για τους Γερμανούς αντιπάλους μας να πάρει τη θέση του και το φλογερό πάθος. Η εξέγερση των Γάλλων εργατών τον Ιούνη το 1848 μας βρήκε στις θέσεις μας. Απ' τον πρώτο πυροβολισμό κιόλας υποστηρίξαμε ανεπιφύλαχτα τους επαναστάτες. Υστερα από την ήττα τους τίμησε ο Μαρξ τους νικημένους μ' ένα από τα πιο δυνατά του άρθρα5.
Τότε μας εγκατέλειψαν και οι υπόλοιποι μέτοχοι. Ομως είχαμε την ικανοποίηση ότι είμασταν το μόνο φύλλο στη Γερμανία και σχεδόν στην Ευρώπη, που κράτησε ψηλά τη σημαία του ποδοπατημένου προλεταριάτου, τη στιγμή που η αστική τάξη και οι φιλισταίοι όλων των χωρών άδειαζαν πάνω στους νικημένους τον οχετό των συκοφαντιών τους.
Αυτή η πολιτική περνούσε σαν κόκκινο νήμα μέσα από κάθε φύλλο της εφημερίδας μας ίσαμε τη στιγμή της πραγματικής εισβολής των Ρώσων στην Ουγγαρία, που επιβεβαίωσε ολότελα τις προβλέψεις μας, και έκρινε την ήττα της επανάστασης.
Οταν την άνοιξη του 1849 πλησίαζε ο αποφασιστικός αγώνας, η γλώσσα της εφημερίδας μας γινόταν από φύλλο σε φύλλο πιο έντονη και πιο φλογερή. Ο Βίλχελμ Βολφ θύμιζε στους χωρικούς της Σιλεσίας με το «Δισεκατομμύριο της Σιλεσίας» (οχτώ άρθρα) ότι με την απολύτρωσή τους από τα φεουδαρχικά βάρη, τους εξαπάτησαν οι τσιφλικάδες με τη βοήθεια της κυβέρνησης και τους πήραν χρήματα και γη, και απαιτούσε την αποζημίωσή τους με ένα δισεκατομμύριο τάλιρα.
Ταυτόχρονα, δημοσιεύτηκε τον Απρίλη σε μια σειρά κύρια άρθρα της εφημερίδας η πραγματεία του Μαρξ: «Μισθωτή εργασία και Κεφάλαιο»6, που έδειχνε ξεκάθαρα τον κοινωνικό σκοπό της πολιτικής μας. Κάθε φύλλο, κάθε έκτακτη έκδοση έδειχναν την προετοιμαζόμενη μεγάλη μάχη, την όξυνση των αντιθέσεων στη Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Ουγγαρία. Ιδίως οι έκτακτες εκδόσεις του Απρίλη και του Μάη ήταν άλλες τόσες εκκλήσεις στο λαό να είναι έτοιμος για το χτύπημα.
«Εξω σ' όλη τη Γερμανία» παραξενεύονταν γιατί κάναμε όλα αυτά χωρίς να μας ενοχλούν, μέσα σ' ένα πρωσικό οχυρό πρώτης γραμμής, μπρος σε μια φρουρά με 8.000 άντρες και μπρος στα μάτια της αστυνομίας. Ομως, τα 8 όπλα με ξιφολόγχη και οι 250 σφαίρες που βρίσκονταν στο δωμάτιο της σύνταξης και οι κόκκινοι γιακωμπίνικοι σκούφοι των τυπογράφων, έκαναν τους αξιωματικούς να θεωρούν και το δικό μας σπίτι φρούριο που δε μπορούσε να παρθεί με ένα απλό εγχείρημα.
Η εξέγερση στη Δρέσδη και στο Ελμπερφελντ είχε κατασταλεί, η εξέγερση του Ιζερλόν είχε περικυκλωθεί, η επαρχία του Ρήνου και η Βεστφαλία είχαν πλημμυρίσει από ξιφολόγχες, που ύστερα από βίαιη κατάπνιξη της πρωσικής Ρηνανίας, προορίζονταν να βαδίσουν στο Παλατινάτο και τη Βάδη. Τότε τόλμησε επιτέλους η κυβέρνηση να μας επιτεθεί. Οι μισοί συντάχτες διώκονταν δικαστικά, οι άλλοι μπορούσαν να απελαθούν γιατί δεν ήταν Πρώσοι. Εδώ δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, εφόσον πίσω από την κυβέρνηση βρισκόταν ένα ολόκληρο σώμα στρατού. Επρεπε να παραδώσουμε το φρούριό μας, αποσυρθήκαμε, όμως, με τα όπλα και τα εφόδιά μας, με μουσικές και με κυματίζουσα σημαία το τελευταίο κόκκινο φύλλο της εφημερίδας, όπου προειδοποιούσαμε τους εργάτες της Κολωνίας να φυλάγονται από πραξικοπήματα της απελπισίας, και τους λέγαμε:
«Οι συντάχτες της "Νέας εφημερίδας του Ρήνου" αποχαιρετώντας σας ευχαριστούν για τη συμπαράσταση που τους δείξατε. Η τελευταία τους λέξη θα είναι παντού και πάντα: χειραφέτηση της εργαζόμενης τάξης!».
Ετσι τελείωσε η «Νέα εφημερίδα του Ρήνου» λίγο πριν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της έκδοσής της. Αρχίζοντας σχεδόν εντελώς χωρίς χρηματικά μέσα - όπως είπαμε πολύ γρήγορα χάθηκαν τα λίγα που της είχαν υποσχεθεί - έφθασε κιόλας το Σεπτέμβρη να τυπώνει σχεδόν 5.000 φύλλα. Η κατάσταση πολιορκίας της Κολωνίας την έκλεισε. Στα μέσα του Οχτώβρη έπρεπε να ξαναρχίσει πάλι από την αρχή. Το Μάη όμως του 1849, όταν την απαγόρευσαν, είχε κιόλας πάλι 6.000 συνδρομητές, ενώ η «Εφημερίδα της Κολωνίας» σύμφωνα με τη δική της ομολογία δεν είχε τότε περισσότερους από 9.000. Καμιά γερμανική εφημερίδα, ούτε πριν ούτε μετά, δεν είχε ποτέ τη δύναμη και την επιρροή και δεν μπόρεσε να ηλεκτρίζει τόσο τις προλεταριακές μάζες όσο η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου».
Και αυτό το χρωστούσε προπάντων στον Μαρξ.
Οταν ήρθε το χτύπημα, διαλύθηκε η σύνταξη. Ο Μαρξ πήγε στο Παρίσι, όπου προετοιμαζόταν η αποφασιστική μάχη που δόθηκε στις 13 του Ιούνη 1849. Ο Βίλχελμ Βολφ πήρε τη θέση του στο Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης - τώρα που θα έπρεπε να εκλέξει η συνέλευση ανάμεσα στη διάλυσή της απ' τα πάνω και στην προσχώρησή της στην επανάσταση. Εγώ πήγα στο Παλατινάτο και έγινα υπασπιστής στα εθελοντικά σώματα του Βίλιχ.
1. Οι υπογραμμίσεις σ' αυτήν την περικοπή είναι του Ενγκελς. Βλ. τόμο Ι, της ελλην. έκδοσης, σελ. 35 και 36.
2. Βλ. τόμος Ι, της ελλην. έκδοσης, σελ. 57.
3. Residenz - πόλη ή τόπος όπου έχει την έδρα του ένας ηγεμόνας.
4. Πρόκειται για το βιβλίο του A. Bougeart: Marat, l' ami du peuple («Μαρά, ο φίλος του λαού»), Παρίσι, 1865.
5. Βλ. Μαρξ - Ενγκελς, Απαντα, μέρος πρώτο, τόμ. 7ος, σελ. 115-117.
6. Βλ. τόμο Ι της έκδοσής μας, σελ. 64-108.