Συνεχίζεται, μέχρι τις 27/2, η έκθεση χαρακτικών του μεγάλου Νορβηγού ζωγράφου Εντβαρντ Μουνκ, στο Μουσείο Ηρακλειδών
Ο ίδιος, ο Εντβαρντ Μουνκ (1863 - 1944), ο διασημότερος ζωγράφος της Νορβηγίας δώρισε στην ανθρωπότητα μοναδικά καλλιτεχνικά αριστουργήματα, καταφέρνοντας να μετατρέψει την οδύνη, τον πόνο, το θάνατο σε υψηλή τέχνη. Θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, ενώ μαζί με τους Βαν Γκογκ και Γκωγκέν υπήρξε ένας από τους ανατροπείς του νατουραλισμού και τους ιδρυτές του εξπρεσιονισμού. Ο δημιουργός της διάσημης «Κραυγής» στην Ιστορία της Τέχνης, του συγκλονιστικού έργου - σύμβολο «του σύγχρονου ανθρώπου που τον έχει ξεχάσει ο θεός» - με τη ζωγραφική του άσκησε ήδη από τη δεκαετία του 1890 μια όλο και αυξανόμενη επίδραση.
Αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργίας του Μουνκ, εκτός από τη ζωγραφική υπήρξε και η χαρακτική. Πολλά μοτίβα σχεδιάστηκαν αρχικά για να χρησιμοποιηθούν στη ζωγραφική και στη συνέχεια επαναλήφθηκαν σε χαρακτικά μέσα, ενώ πολλά υπάρχουν μόνο σε μορφή χαρακτικών φύλλων. Η προσφορά του ως χαράκτη είναι τόσο μεγάλη, που λέγεται μάλιστα ότι αυτή και μόνο θα αρκούσε να του εξασφαλίσει σημαντική θέση στην Ιστορία της Τέχνης, ακόμη κι αν ο δημιουργός δεν είχε ζωγραφίσει ούτε έναν πίνακα. Οπως και να 'χει, ο καλλιτέχνης, που στην αρχή της δημιουργικής του διαδρομής είχε σκανδαλίσει τους κριτικούς για τις «ασυνάρτητες μουντζούρες» του, κατέκτησε τη δική του μοναδική θέση στην παγκόσμια τέχνη, προσφέροντας στην ανθρωπότητα ένα έργο που χαρακτηρίζεται από την αλήθεια, το πάθος, το μεγαλείο της τέχνης του, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ζωγραφική ή χαρακτική.
Η καλλιτεχνική διαδρομή του Μουνκ σημαδεύτηκε βαθιά από την τραγική παιδική του ηλικία. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του έχει βιώσει την αρρώστια, το φόβο, την απώλεια, τον πρόωρο θάνατο της μητέρας και της αδελφής του από φυματίωση, τη συναισθηματική απόρριψη από τον πατέρα του. Αυτές τις δραματικές εμπειρίες, τις υπαρξιακές αναζητήσεις και τις εμμονές που κυρίευαν τον εσωτερικό του κόσμο, αποτυπώνει με μοναδικό εικαστικό τρόπο στα περισσότερα έργα του. Ισως για να ξορκίσει, μέσα από την τέχνη τον πόνο, το θάνατο που είχε βιώσει...«Το σπίτι μου είναι για την τέχνη μου ό,τι η μαία για τα παιδιά της», έγραφε αναφερόμενος στις επιδράσεις που είχε η παιδική του ηλικία, στο έργο του «Αρρωστο παιδί», με το οποίο εγκαταλείπει το νατουραλισμό. Μοντέλο, γι' αυτήν την πρώτη του «ζωγραφική της ψυχής» γίνεται ένα δωδεκάχρονο υποσιτισμένο κορίτσι της εργατικής τάξης, χτυπημένο από τη φυματίωση. Με αυτό το έργο, κατακτάται η αποκαλούμενη από τον ίδιο το δημιουργό «κρυστάλλωση», η συνειδητή αποβολή κάθε περιττού, προγραμματική αρχή που διατρέχει τη δημιουργία του. Ομως, το έργο του, απορρίπτεται στην πρώτη του ατομική έκθεση (1886). Από τότε και για πολλά χρόνια, στη ζωγραφική του συμβαδίζουν δύο παράλληλα, σχεδόν ισότιμα ρεύματα: το ένα με χαρακτήρα σπουδής και έμφασης στην πραγματικότητα - τοπία, πορτρέτα, εσωτερικά - το άλλο με χαρακτήρα νοσταλγίας και μελαγχολίας του «βορείου» ανθρώπου... Ακολουθούν τα χρόνια στο Παρίσι, η περίοδος στο Βερολίνο, εκεί που η πρώτη έκθεσή του προκαλεί έντονες διαμάχες και κλείνει μετά από μια βδομάδα, γεγονός που έμεινε στην Ιστορία της Τέχνης ως «η υπόθεση Μουνκ», η «Ζωοφόρος της ζωής» με είκοσι δύο πίνακες με μοτίβα του έρωτα και του θανάτου - ανάμεσά τους και η «Κραυγή». «Ηταν σαν μια συμφωνία», σημείωνε στο προσωπικό του ημερολόγιο. «Προσέλκυσαν ζωηρό ενδιαφέρον: πολλή εχθρότητα, αλλά και επιδοκιμασίες». Και στη συνέχεια πολλά ακόμα έργα...Από τη ζωή «έφυγε» στα 81 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του έναν τεράστιο αριθμό πινάκων, χαρακτικών, σχεδίων και υδατογραφιών, γλυπτών κ.ά., τα οποία δώρισε στον Δήμο του Οσλο.