Κυριακή 20 Ιούνη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΤΑΚΗΣ
Ολόρθος, ένα με τους βράχους

Κρατούμενοι στη Μακρόνησο, το 1950
Κρατούμενοι στη Μακρόνησο, το 1950
Στον Δημήτρη Τατάκη ήταν αφιερωμένη το προηγούμενο Σάββατο 12 Ιούνη, η εκδήλωση που οργανώθηκε στο Μουσείο Μακρονήσου. Εκεί, στη Μακρόνησο, όπου επί μια δεκαετία αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, κομμουνιστές, προοδευτικοί, συνεπείς δημοκράτες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, περίπου 100.000, από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, έδωσαν παληκαρίσια τη μάχη, κορυφαία μορφή του αγώνα ήταν ο κομμουνιστής Μήτσος Τατάκης, Γενικός Γραμματέας της ΟΕΝΟ, που πριν ακόμα κλείσει τα 36 του χρόνια δολοφονήθηκε στις 9 προς 10 Γενάρη του 1950 με φρικτά βασανιστήρια που κράτησαν 33 ολόκληρες μέρες. Δε λύγισε.

Γιατί ήταν κρατούμενος ο Τατάκης; Το έχει πει σε ανύποπτη εποχή ο Νίκος Καλούδης στη διάρκεια της δικής του απολογίας στο στρατοδικείο:

«Το κυρίαρχο σύνθημά μας ήταν: "Ελληνες ναυτεργάτες κρατείτε τα πλοία εν κινήσει". Για να πετύχουμε αυτό το σκοπό, η διοίκηση της ΟΕΝΟ και τα άλλα στελέχη - και είναι σωστό (μάλιστα το μοναδικό σωστό απ' όσα είπαν οι μάρτυρες κατηγορίας) ότι τα περισσότερα απ' αυτά τα στελέχη ήταν κομμουνιστές - ανάλαβαν τις πιο επικίνδυνες αποστολές. Ο καπετάν Δημήτρης ο Τατάκης, ο κομμουνιστής που αργότερα δολοφονήθηκε στο Μακρονήσι από τους βασανιστές του, και που η ηρωική μορφή του αποτελεί παράδειγμα όχι μόνο για τους ναυτεργάτες, πήρε μέρος στην επιχείρηση του Β΄ Μετώπου (...) Και το τίμημα αυτής της συμβολής είναι γνωστό (...) Σ' ό,τι αφορά το εφοπλιστικό κεφάλαιο, ο πατριωτισμός του οποίου τόσο πολύ διατυμπανίζεται και τόσες υποκλίσεις τού γίνονται, μπορούμε να πούμε τούτο: Βγήκε απ' τον πόλεμο με πολλαπλασιασμένα τα κεφάλαιά του. Λέγεται επίσης ότι ένας πνίγηκε, αλλά κι αυτός στο μπάνιο του διαμερίσματός του στο Λονδίνο!» (από την απολογία του Νίκου Καλούδη, «Ριζοσπάστης», Κυριακή 23 Απρίλη 2006).

Δημήτρης (Μήτσος) Τατάκης
Δημήτρης (Μήτσος) Τατάκης
Αποκαλυπτικό το κείμενο ενός επίσης στελέχους του ΚΚΕ, του Γιάννη Παλαβού, που δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» με τίτλο: «Σκοτώσανε τον καπετάνιο». Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα:

«Τέλη Δεκέμβρη 1949. Ο χειμώνας ήταν σκληρός, έπεσε και χιόνι στο νησί. Μας βάζουν την ημέρα να καθόμαστε κατάχαμα. Απαγορεύεται να βάλεις ένα κουρελάκι, για να καθίσεις, ή μια πέτρα, για να μην είσαι καθισμένος μέσα στις λάσπες και το νερό. Απαγορεύεται κάθε κίνηση, απαγορεύεται να στρέψεις δεξιά ή αριστερά. Εκεί, υποχρεωμένος να βλέπεις προς μια κατεύθυνση, χωρίς να στρίβεις το κεφάλι. Και η παραμικρή κίνηση κολάζεται με ξυλοδαρμό. Το σώμα σου πιάνεται από την υγρασία και γίνεται ένα με τις λάσπες και τη γη. Φαγητό μάς δίνουν κάθε δεύτερη ή και κάθε τρίτη μέρα. Το φαγητό είναι δυο μπουκιές ψωμί και λίγα χόρτα, χωρίς λάδι.

Ο χώρος της απομόνωσης περιφραγμένος - με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Αντίσκηνα ατομικά σε μια απόσταση το ένα με το άλλο. Οταν έβρεχε, το νερό έμπαινε μέσα.

Τα αντίσκηνα, περιφραγμένα και αυτά με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Μπροστά στην είσοδο, ένας μικρός, χαμηλός διάδρομος, φτιαγμένος κι αυτός με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Από κει πρέπει να περάσεις για να μπεις στη σκηνή σου. Μόνο η σκέψη του κομμουνιστή, που δε λυγίζει μπροστά στους σωματικούς και ηθικούς βασανισμούς, είναι ελεύθερη.

(...) Κάθε βράδυ, κατεβάζουν κάνα δυο στο φυλάκιο. Δε μας παίρνουν μαζί. Παίρνουν πρώτα τον ένα κι ύστερα τον άλλον, αφού τελειώσουν με τον πρώτο. Οι βασανιστές εναλλάσσονται στο "έργο" τους, για να μην κουράζονται. Την πρώτη θέση κατέχουν οι φάλαγγες, τα χτυπήματα στα άκρα, παντού. Αλλά και τα αδέσποτα χτυπήματα, κλοτσιές, κοντακιές, γροθιές δε λείπουν. Στήνουν χορό γύρω σου και ουρλιάζουν. "Απόψε θα την κάνεις, θα την κάνεις" (τη δήλωση, δηλαδή). "Ηρωας δε θα βγεις από το Μακρονήσι".

Το κατέβασμα στο φυλάκιο δε σταματάει σ' ένα γύρο. Εχει συνέχεια.

Ο Παντελής Κιουρτζής βγάζει αίμα από το στόμα. Ο Ηρακλής ο Μποζαντζίδης δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Ο Τηλέμαχος Μεταξωτός έχει γίνει ένα κουβάρι από τις φάλαγγες, δεν ορίζει τίποτε, ούτε μέση, ούτε χέρια. Τα χέρια και τα πόδια του Μήτσου Τατάκη είναι πρησμένα και κατάμαυρα. Τα δάχτυλα του ενός χεριού πυορροούν. Ζήτησε μια μέρα λίγη γάζα, για να δέσει τις πληγές, αλλά οι δήμιοι τον "περιποιήθηκαν", κτυπώντας τα δάχτυλα του χεριού με την ξιφολόγχη.

(...) Πλησιάζουν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, θα 'λεγε κανείς ότι οι "Χριστιανοί" θα σταματούσαν γι' αυτές τις μέρες τις φρικαλεότητες, θα έδειχναν λίγη ανθρωπιά. Πέσαμε έξω. Η κατάσταση χειροτέρευσε.

(...) Φθάσαμε στις 9 Γενάρη του 1950. Μαθαίνουμε το πρωί πως ετοιμάζουν μεταγωγή σε μένα και τον Πολύβιο για έκτακτο στρατοδικείο (...) Στο αριστερό μέρος της απομόνωσης, όπως μπαίνουμε, είναι το αντίσκηνο του Τατάκη. Ο Μήτσος με ειδοποιεί ότι έχει αφήσει κάτω από μια πέτρα, εκεί στο υπαίθριο αποχωρητήριο της απομόνωσης, ένα σημείωμα. Να το πάρω και να το δώσω στην αδελφή του, που έμενε στον Πειραιά, και να της πω πως ο Μήτσος είναι καλά.

Παραμονή της αναχώρησής μας, 9/1/1950. Νύχτωσε για καλά. Κατεβάζουν στο φυλάκιο τον Μεταξωτό και ύστερα απ' αυτόν τον Τατάκη.

Η απουσία του Μήτσου κράτησε τη βραδιά εκείνη αρκετή ώρα. Από μια σχισμή του αντίσκηνου, κοιτάζω προς το φυλάκιο και αφουγκράζομαι. Το ούρλιασμα των βασανιστών, σα να ξεχωρίζει μέσα από το βουνό, τον αγέρα και το βογκητό της θάλασσας, που ξέσπαγε στο βράχο της απομόνωσης.

Σε μια στιγμή φάνηκαν να κινούνται δύο σκιές από το φυλάκιο προς την απομόνωση. Οσο πλησιάζουν, ξεχωρίζουν καλύτερα. Ο Μήτσος μπροστά ξυπόλυτος, κρατούσε τη μέση του και δύσκολα περπατούσε. Από κοντά ο αλφαμίτης, που συνέχεια τον κτυπούσε με την κάννη του όπλου.

Μπήκαν στον κλωβό. Τώρα δε διακρίνω τίποτα. Ενας βόγκος σαν να 'ρχεται από πολύ βαθιά. Περασμένα μεσάνυχτα, ο βόγκος σβήνει σιγά - σιγά. Υστερα από λίγο ακούγονται ποδοβολητά προς το μέρος της σκηνής του.

Τον παίρνουν, ο Μήτσος ήταν νεκρός. Αφησε την τελευταία του πνοή με το ΟΧΙ στα χείλη, το ΟΧΙ που μας είχε απομείνει, το μοναδικό όπλο πάλης, ενάντια στην κτηνωδία και στις φρικαλεότητες του φασισμού. Υψώθηκε ο Τατάκης σαν μια πελώρια δρυς και σκέπασε το νησί μας.

Πρωί - πρωί κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα: ΣΚΟΤΩΣΑΝΕ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ.

(...)Με παίρνουν τις πρωινές ώρες της 10ης Γενάρη με τον Πολύβιο από το σύρμα (...) Μας βάζουν στο καΐκι και από κει στο Λαύριο και στη συνέχεια στον Πειραιά, στις φυλακές Βούρλων. Η πρώτη μας φροντίδα ήτανε να στείλουμε έξω γράμματα και καταγγελίες για το δολοφονικό όργιο της Μακρονήσου (...) Στα πρώτα μελήματά μας ήταν να ειδοποιήσουμε και την αδελφή του Τατάκη. Καταφέρνει και έρχεται στο επισκεπτήριο. Της έδωσα το σημείωμα. Με ρωτάει τι κάνει κι αν είναι καλά ο Μήτσος.

Πολύ προσπάθησα να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου, το δάκρυ μου. Της είπα: "Αυτές τις μέρες βασανίζονται σκληρά στην απομόνωση και χθες βράδυ γίνανε όργια. Ορισμένα σημάδια λένε ότι μπορεί να υπάρχουν και νεκροί. Από στιγμή σε στιγμή, πολλά μπορεί να γίνουν. Κινηθείτε προς όλες τις κατευθύνσεις, αδελφές, μανάδες, για να σταματήσει το κακό. Αύριο θα 'ναι πολύ αργά".

Ετσι έκλεισε η συζήτησή μας. Εφυγε η αδελφή με αγωνία και φόβο, αλλά και την ελπίδα πως ο Μήτσος μπορεί να ζει.

(...) Στις 40 μέρες από τη δολοφονία του συντρόφου Τατάκη, κρατήσαμε το βράδυ, γονατιστοί στ' αντίσκηνά μας, ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του. Στο λαό μας κάναμε την προσευχή ν' αξιωθούμε τίμιο θάνατο και δώσαμε στο κόμμα μας, το ΚΚΕ, τον όρκο, την πίστη του Τατάκη να κάνουμε ένα λάβαρο.

(...) Κάθε φορά που η σκέψη μου με φέρνει στον τόπο αυτό του μαρτυρίου, βλέπω τον Μήτσο Τατάκη να στέκεται ολόρθος στους βράχους με υψωμένη τη γροθιά, φάρος του αγώνα» («Ριζοσπάστης», Κυριακή 26 Γενάρη 2003).

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Σκοτώσανε τον καπετάνιο(2003-01-26 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ