Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Ο ήλιος θα ανατείλει ...

Δε χρειάστηκε ποτέ να ειδοποιήσουμε ότι θα τον επισκεφτούμε. Το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό. Κι αυτός πάντα εκεί, γύρω στις 7 το βράδυ. Ιεροτελεστία το φρόντισμα των λουλουδιών του, το πλύσιμο του μπαλκονιού, η συνομιλία με τις καρδερίνες του και μετά ένα ουζάκι με καλό μεζέ που πάντα ήταν αρκετός για τους αναπάντεχους αλλά ευπρόσδεκτους επισκέπτες του. Απολαμβάναμε το ούζο μας κι ολόγυρά μας, χάρη στο μεράκι του για τα φυτά, ένα δάσος ολάνθιστες μπουκαμβίλιες, χίλια δυο άλλα λουλούδια, μια μικρή όαση στην έρημο της ασχήμιας και της κακογουστιάς της πόλης.

Από μικρό παιδί βγήκε στο μεροκάματο. Ηθελε να σπουδάσει. Του άρεσαν τα γράμματα, αλλά... Η ανάγκη, μας έλεγε. Η ανάγκη τον οδήγησε σε ορυχεία, σε οικοδομές, παντού όπου υπήρχε μεροκάματο. Κάποια φορά, απρόσκλητοι επισκέπτες, τον πετύχαμε να τακτοποιεί καρτέλες με ένσημα. Ξέρετε - μας είπε - πόσος ιδρώτας χρειάστηκε για καθένα απ' αυτά τα χαρτάκια; Η περιουσία μου όλη, νάτα, αυτά είναι... Λίγο του έμενε ως τη σύνταξη. Καμιά φορά έλεγε «αν προλάβω» κι εμείς σπεύδαμε να τον καθησυχάσουμε «θα προλάβεις κυρ - Κώστα».

Μας κοίταζε τότε αυστηρά. Σωπάστε μωρέ, μη λέτε μεγάλα λόγια, μας μάλωνε. Ξέρετε πόσοι δεν πρόλαβαν; Σήκωνε τότε το ποτηράκι του και έπινε «στις ψυχές των αδικοχαμένων αδελφών». Και είχε χάσει πολλά «αδέρφια του» ο κυρ - Κώστας. Σύμπτωση, έλεγε, που εγώ ζω κι αυτοί σκοτώθηκαν. Πόσες και πόσες φορές γλίτωσα απ' του χάρου τα δόντια. Πόσες και πόσες φορές έκλαψα νεκρό συνάδελφο. Τη μια στιγμή να μοιραζόμαστε το κολατσιό μας και την άλλη να τον νεκροφιλώ...

Τους θυμόταν έναν έναν: Τον Γιάννη από τον γάμο του στην κηδεία του. Τον Κώστα που άφησε τρία ορφανά. Τον Θανάση που δεν πρόλαβε να δει το αγέννητο παιδί του. Τον Αχμέτ που ήταν «παράνομος» χωρίς χαρτιά... Παράνομος, κάγχαζε. Παράνομοι είναι αυτοί που φρόντισαν να πάνε τα παλικάρια σαν τα σκυλιά στ' αμπέλι. Α, ρε πότε θα ξυπνήσει ο κοσμάκης να τους πάρει και να τους σηκώσει, να τους κάνει να φτύσουν το γάλα της μάνας τους. Τα μάτια του βούρκωναν και οι φλέβες του φούσκωναν από οργή.

Ενας από μας τόλμησε τότε να ψελλίσει «μακάρι να είναι οι τελευταίοι». Ο κυρ - Κώστας θύμωσε. Μακάρι... Τι μακάρι μωρέ; Αλλάζει ο κόσμος με ευχές; Αμα πω εγώ «μακάρι» χωρίς να στρωθώ στη δουλειά, θα «σηκωθεί» η πολυκατοικία; Τίποτα δε γίνεται χωρίς ιδρώτα, αλλά πιστέψτε με αξίζει να ιδρώσετε για να χτίσετε δικό σας κόσμο, αυτός ο ιδρώτας θα πιάσει τόπο, αυτό τον ιδρώτα δεν μπορούν αυτά τα σκυλιά να τον βάλουν στην τσέπη τους...

Ο κυρ - Κώστας ήταν βέβαιος πως αυτός ο κόσμος θα χτιζόταν. Τόσο όσο για το ότι ο ήλιος θα ανατείλει το πρωί. Κι όταν μιλούσε γι' αυτόν, τα μάτια του φεγγοβολούσαν και άστραφτε από χαρά το πρόσωπό του. Θα τον φτιάξουμε, έλεγε, να πάρουν εκδίκηση τα ορφανά και οι χήρες, οι πεινασμένοι, λυπάμαι μόνο που δε θα προλάβω να τον δω... Ο κυρ - Κώστας δεν πρόλαβε. Η σκαλωσιά υποχώρησε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Αυτή τη φορά δε γλίτωσε. Εφυγε, αλλά έμειναν όλα τα όμορφα στα οποία πίστευε. Εφυγαν, αλλά μας άφησαν το μερίδιό τους στην εκδίκηση.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ