Ισως να αναρωτηθεί κανείς: Και σεις τι δουλεία έχετε με έναν Γάλλο ευγενή;
Επειδή έκανε κλασικές σπουδές και αποφάσισε να αφήσει τον πατρογονικό του πύργο στην Τουλ, το 1842 για να επισκεφτεί την Ανατολή; Να «μάθετε» τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843; Μα αυτά τα ξέρετε από τα μαθητικά σας χρόνια...
Ομως δεν είναι έτσι. Ο ντε Βαλόν ήταν αυτός που ήταν, έτυχε όμως να ζήσει τα γεγονότα τη στιγμή που εξελίσσονταν. Οι απόψεις του δε μας ενοχλούν. Ο άνθρωπος ήταν αριστοκράτης, άρα μοναρχικός. Ηταν Γάλλος, άρα εξηγείται γιατί δικαιολογεί τον Οθωνα και ρίχνει όλο το ανάθεμα στους Βαυαρούς, στους Ρώσους, στους Αγγλους και στην αμάθεια του ελληνικού λαού.
Κι όμως, το βιβλίο αυτό του Αλέξιου ντε Βαλόν: «Αι Αθήναι και τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843» (εκδόσεις «ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ») θα γίνει ο συναρπαστικός και γοητευτικός συνοδός που θα μας μεταφέρει στον Πειραιά, στην Αθήνα, στη Σύρο, και στην Τήνο της εποχής εκείνης.
Τι κι αν, ο ντε Βαλόν, απογοητεύεται όταν αντικρίζει την Αθήνα - που να την έβλεπε σήμερα
Φταίει άραγε μονάχα η πόλη ή μήπως η φαντασία του συγγραφέα αδυνατούσε να συλλάβει την εικόνα μιας πόλης εντελώς ρημαγμένης.
Μα ναι δούλα η Αθήνα ήταν. Δούλος όμως κι ο συγγραφέας. Αιχμάλωτος της Ιστορίας ήταν, σκλαβωμένος από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και την απαράμιλλη αισθητική του Φειδία, δεν αντέχει την πραγματικότητα. Σημειώνει: «Είναι δυστυχής όποιος έχει δει την Αθήνα». Παρακάτω, όμως λέει: «Οι Ελληνες θέλουν πριν από όλα, την ανεξαρτησία τους. Δεν έχουν παρά μια μοναδική ιδέα, μια μοναδική επιθυμία: Κι αυτή είναι, όπως την έχει διατυπώσει ένας διάσημος συγγραφέας, "να ξαναφτιάξουν έθνος". Εάν μετά από τόσους αγώνες και τόσο χυμένο αίμα, φτάσανε στο σημείο να αποτινάξουν την κυριαρχία των Τούρκων αυτό δεν έγινε για να σκύψουν το κεφάλι σε ξένο ζυγό».
Σπίτια στην Αθήνα του 19ου αιώνα |
Η φαντασία από μόνη της, αυτή η θαυμάσια αγαθοποιός νεράιδα, μπορεί, από μακριά, να μας περιγράψει το πραγματικό θέατρο των γεγονότων που μας θυμίζει αύτη η λέξη (Αθήνα), αλλά χάνει τη δύναμή της μπροστά στην αμείλικτη αλήθεια.
Ολα τα όνειρα της νεότητας γκρεμίζονται μπροστά στο θέαμα της νέας πρωτεύουσας της Ελλάδος, και κανείς δεν ξέρει βλέποντάς την, πώς να χωρέσει στη σημερινή εικόνα, τις αναμνήσεις του παρελθόντος.
Το αυστριακό πλοίο, στο οποίο είχαμε επιβιβαστεί την προηγουμένη το βράδυ, στη Σύρα, έφθασε μία ώρα πριν από την ανατολή του ηλίου κοντά στις ακτές της Αττικής. Αυτό το ανοιξιάτικο πρωί είχε θαυμάσια καθαρότητα.
Πάνω από τα κεφάλια μας, τα άστρα έσβηναν ένα ένα, και οι πρώτες αμυδρές λάμψεις της ημέρας φώτιζαν τον ορίζοντα.
Το πλοίο, με ούριο άνεμο, έπλεε γρήγορα πάνω σε μία θάλασσα λεία σαν καθρέφτης και λευκή σαν λίμνη από λιωμένο κασσίτερο.
Στο πλοίο, οι επιβάτες κοιμόντουσαν ακόμη. Το κατάστρωμα, ήταν σχεδόν άδειο. Πέντε ή έξι Ελληνες μόνο, κουκουλωμένοι στους επενδύτες τους, ακουμπούσαν στην κουπαστή σιωπηλοί και κοιτούσαν να μεγαλώνουν στο βάθος τα βουνά της πατρίδας τους. Μπροστά μας, οι βράχοι της ακτής περιτριγυρισμένοι από ένα ελαφρύ πούσι, σχημάτιζαν ένα μακρύ μπλε φεστόνι του οποίου οι γραμμές ασαφείς ακόμα, σχηματίζονταν από λεπτό σε λεπτό πιο καθαρά και όσο περνούσε η ώρα πίσω από τις κορφές τους το φως ανέβαινε στον ουρανό. Οι βράχοι αυτοί που δεν έχουν τίποτε το αφιλόξενο ή το αγριωπό ορθώνονται με χάρη ο ένας δίπλα στον άλλον σε ομαλούς αναβαθμούς χωρίς ρήγματα και προσφέρουν στο μάτι μία συνέχεια από αρμονικές χρωματικές γραμμές, με αποχρώσεις περισσότερο ή λιγότερο βαθύχρωμες, όσο απομακρύνονται.
Χαλκογραφία που δείχνει τα ανάκτορα χτισμένα σε μια έρημη τότε περιοχή |
Το πλοίο όλο και προχωρούσε και ήδη μπορούσαμε να ακολουθήσουμε με το βλέμμα όλα τα κολπώματα της ακτής. Από τα αριστερά μας, η αλυσίδα των βράχων έσπαζε ξαφνικά απότομα και μπορούσε κανείς να διακρίνει, σε κάποια απόσταση στο εσωτερικό της ξηράς, μία πεδιάδα αμφιθεατρική ανάμεσα στα βουνά και νοτισμένη ακόμα από την αχλή του πρωινού. Ενας τραχύς λοφίσκος, όρθιος, που έμοιαζε από μακριά με πελώριο πύργο, υψωνόταν στο μέσο αυτής της πεδιάδας και τρυπούσε μόνος του την ομίχλη. Μέσα σε αυτήν την κοιλάδα βρισκόταν η Αθήνα. Αυτός ο λοφίσκος, ήταν η Ακρόπολη.
Ο ουρανός φωτιζόταν όλο και περισσότερο. Οι λόφοι εκτεθειμένοι στην ανατολή του ήλιου, φωτίστηκαν σε λίγο από μία μεγάλη ρόδινη ανταύγεια, και για μία στιγμή έμοιαζαν σαν να ήταν καλυμμένοι από ανθισμένα ρείκια.
Αποψη της Αθήνας του προπερασμένου αιώνα με φόντο την Ακρόπολη |
Μια ώρα αργότερα το ατμόπλοιο παρέκαμψε ένα μικρό ακρωτήριο και μπήκε αιφνίδια σε ένα κυκλικό λιμάνι, μεγάλο σχεδόν σαν την πλατεία Vendome.
Ημασταν στον Πειραιά».