Κυριακή 17 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τέχνη και σκυλιά

Ελάτε, παιδιά μου, ετοιμαστείτε για ταξιδάκι! Και κοιτάχτε να είστε φρόνιμα, μη με κάνετε πάλι ρεζίλι... Εκεί που θα πάμε είναι μουσείο, μέρος σοβαρό. Μόνο που θα περάσουμε θάλασσα...

Ενημερώνει τον Φρίξο και την Ελλη, δηλαδή τα σκυλιά της, η Ευρυδίκη. Απροσδιόριστης καταγωγής ο σκύλαρος και πολύ παιχνιδιάρης, μια απ' τα ίδια κι η σκύλα και αρκετά παχουλή αυτή, ίσως γιατί είναι στειρωμένη. Στο εργαστήρι, ανάμεσα σε καβαλέτα γλυπτικής, προτομές, πηλούς, μάρμαρα, σχέδια, είναι και μια κουρελού, κάνα δυο πήλινα πιάτα κι ένα μπολ για νερό. Μόνο που τα σκυλιά δεν πολυσυχνάζουνε εκεί, εξόν αν πεινάνε ή διψάνε. Προτιμάνε καλύτερα να χουζουρεύουν στον καναπέ με τη φλοκάτη, ή στο κρεβάτι της κυράς τους. Κι η κοπέλα, μια γλύπτρια με μορφή μαντόνας, μέσα σ' αυτό το σπίτι - εργαστήρι, διασκεδάζει τη μοναξιά της με την παρέα τους. Ασε που ανοίγουνε και κανονική συζήτηση:

-- Θα πάμε, παιδιά μου, να δούμε τον Τζακομέτι...

-- Τι είναι αυτός, πάλιρρρ; ρωτάει ο σκύλος με τη φωνή της «μαμάς» του.

-- Γλύπτης Ιταλός, σπουδαίος καλλιτέχνης, καλά μου.

-- Μπας και λες ψέματα και πάμε στο σκυλογιατρόρ, που μου 'κανε κείνη τη στείρωσηρρρ; λέει η Ελλη.

-- Οχι, μωρό μου, μη φοβάσαι. Εργα θα δούμε, αγάλματα.

-- Γιατί, αυτόν, ούτε ζωγραφιστό να τον δωρ. Με καταστρέψατε σα γυναίκαρ, στο διάολορ όλοι σαρς!

-- Να 'ξερες πώς το 'χω σκυλομετανιώσει... Αχ! έγκλημα έκανα! Με φάγανε όλοι τους, «Στείρωσέ την και στείρωσέ την». Κι από πάνω κι αυτός ο χασάπης, για να πάρει τα λεφτά ο κερατάς! Ωραία, θα είχαμε τα κουταβάκια, και τι θα γινότανε; Κάπου θα βρίσκαμε να δώσουμε μερικά και θα μας λέγανε κι ευχαριστώ. Τώρα έχω κι εσένα να μου το χτυπάς όλην ώρα... Η Ευρυδίκη σκούπισε ένα δάκρυ και πήρε το σακ βουαγιάζ.

-- Ελάτε, πιείτε νερό να μη διψάσετε, έχουμε ταξίδι να κάνουμε. Να σας βάλω και τα λουριά σας, μη βρούμε κάνα μπελά.

-- Σιγάρ, μη μας βάλεις και φίμωτρορρρ!

Στο λιμάνι της Ραφήνας η Ευρυδίκη βρίσκει την παρέα της: Τον Αντρέα και τη Ράνια, αραγμένους σ' ένα τραπεζάκι, στο καφενείο.

-- Βλέπω, έφερες και τα παιδιά σου, λέει ο Αντρέας χαμογελώντας. Μα δε μου λες, είναι ράτσας;

-- Αμάν! πέσαμε σε ρατσιστήρ! γρυλίζει ο Φρίξος.

-- Τι τις θες τις ράτσες, μια χαρά είναι τα χρυσούλια μου, παρατηρεί η Ράνια.

-- Τι να κάνω, τα πήρα μαζί μου. Αμα τ' αφήνω μοναχά τους, σπαράζουνε στο κλάμα...

Η παρέα παράγγειλε καφέδες. Περιμένουν το φεριμπότ, να πάνε στην Ανδρο, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, για την έκθεση Τζακομέτι. Αλλά και κόσμος πολύς είναι στην αναμονή, με τις αποσκευές να δημιουργούν αδιαχώρητο. Δίπλα τους δυο παπαγαλάκια φτεροκοπάνε σ' ένα κλουβί και λίγο πιο πέρα μια οικογένεια έχει αφήσει κάτω ένα πανέρι γεμάτο μπομπονιέρες μοσχομυριστές. Για κάποιο γάμο ή βαφτίσια προορίζονται, ποιος ξέρει. Καροτσέρηδες, κουλουρτζήδες, λαχειοπώλες πάνε κι έρχονται φωνάζοντας, ενώ η μπόχα από σάπια φύκια δυσκολεύει την ανάσα. Και μέσα σ' όλα ο λιμενάρχης σουλατσάρει πέρα δώθε με τη στολή του την κάτασπρη, φορώντας κασκέτο με χρυσά σιρίτια. Το μάτι του ψάχνει κάθε τόσο τον ορίζοντα και πότε πότε σκύβει να δαγκώσει μια μπουγάτσα, αλλά με προσοχή, μην τυχόν λεκιάσει τη στολή του.

-- Τι θα γίνειρ; δε θα μας λύσεις καμιά φοράρ; λέει ο Φρίξος.

-- Θα σας τα βγάλω τα λουριά, αλλά είπαμε: φρόνιμα!

Οταν λυθήκανε ορμήσανε και τα δυο στους φίλους της Ευρυδίκης κι αρχίσανε τις διαχύσεις. Με γλώσσες μια πήχη βαλθήκανε να τους γλείφουν τα χέρια, ενώ εκείνοι τα σηκώνουν ψηλά. Ο Αντρέας μάλιστα με φανερή σιχαμάρα.

-- Ε, έτσι είπαμε; Για συμμαζευτείτε λίγο! επεμβαίνει η Ευρυδίκη.

-- Καλάρ, δεν κάναμε και τίποταρ!

Ο Αντρέας, πριν ξεκινήσει, φρόντισε να κατατοπιστεί περί Τζακομέτι. Ανοιξε βιβλία, λευκώματα, και τώρα βρήκε την ώρα να κάνει μια μικρή διάλεξη στην παρέα:

-- Ο Τζακομέτι, ξέρετε, είχε μια πρωτότυπη αντίληψη για το χώρο. Αφαιρώντας τον όγκο των μορφών...

Πάνω σ' αυτό, η Ελλη, με βίαια κουνήματα της ουράς, παίρνει σβάρνα τον καφέ του ομιλητή και τον ρίχνει πάνω στο παντελόνι του.

-- Στο διάολ... Πάνε τα ρούχα μου, φωνάζει αυτός.

-- Ελα, Αντρέα, δεν είναι τίποτα. Εχω χαρτομάντιλα. Με λίγο νεράκι θα στο καθαρίσω, λέει η Ευρυδίκη και πιάνει δουλιά.

-- Καλά εγώ δεν τα χωνεύω τα σκυλιά, συνεχίζει εκείνος.

-- Σιγά, μην εξάπτεσαι, ατύχημα ήτανε! Κι εμείς κάνουμε απροσεξίες...

-- Εδώ τα παιδιά του τρίτου κόσμου πεθαίνουν κατά εκατομμύρια, κι εμείς θρέφουμε γάτες και σκυλιά...

-- Μη μου πεις πως τα σκυλιά μου σ' εμποδίζουν να βοηθήσεις τα πεινασμένα παιδιά! ΄Η μήπως έκανες κάτι; Εγώ, ξέρεις, έχω προσφέρει και γι' αυτά.

Επεσε σιωπή. Η Ελλη δέθηκε με το λουρί της. Ο Φρίξος όμως μόλις είδε τη λουρίδα έγινε καπνός.

Ο Αντρέας θυμήθηκε την πραγματεία του, ενώ οι άλλες δυο κοιτάζονται με σημασία.

-- Λέγαμε για την πρωτότυπη αντίληψη που είχε ο γλύπτης αυτός για το χώρο. Αφαιρώντας λοιπόν τον όγκο απ' τις φόρμες, καταλήγει σ' ένα σχέδιο εξπρεσιονιστικό...

Στο αναμεταξύ ο Φρίξος πλησιάζει τις μπομπονιέρες της γειτονικής παρέας με μεγάλη περιέργεια. Τις μυρίζει επίμονα, ρουφάει τ' άρωμα τους κι έπειτα σηκώνει το πόδι και τις καταβρέχει.

Οι τσιριξιές των γυναικών βουίξανε σ' όλο το λιμάνι. Μαινάδες πέσανε πάνω στην Ευρυδίκη να τη στραγγαλίσουνε, κι αυτή να μην μπορεί να κάνει τίποτα με τα χαρτομάντιλά της.

-- Μη φωνάζετε έτσι, τους λέει. Δυο τρεις μπομπονιέρες βραχήκανε, οι άλλες είναι εντάξει. Να σας αποζημιώσω στο κάτω κάτω...

-- Μα τι λες, κυρά μου! Και πώς θα γίνουν τώρα τα βαφτίσια, ξέρεις να μας πεις; Θα μυρίζουμε μια μια τις μπουμπουνιέρες να τις ξεδιαλέγουμε;

Κι όμως, αφού μπήκε στη μέση κι η Ράνια με τη διπλωματία της, αυτή η ιδέα, κάτω απ' τη σκληρή πραγματικότητα, άρχισε να κερδίζει έδαφος - ευτυχώς για την Ευρυδίκη.

Ο Αντρέας δε λέει τίποτα, αλλά δεν μπορεί να κρύψει κι ένα στυφό χαμόγελο.

Το φεριμπότ έχει καθυστέρηση. Ο λιμενάρχης με την κάτασπρη στολή βάζει το χέρι αντήλιο κι όλο ερευνά τον ορίζοντα.

-- Και που λέτε, συνεχίζει ο ειδήμων, αφού ηρέμησαν τα πνεύματα, σ' αυτό το εξπρεσιονιστικό σχέδιο του γλύπτη φανερώνεται μια άλλη ευαισθησία, όπου η ύλη παίζει έναν καινούργιο ρόλο...

Κανένας δεν πρόλαβε ν' αντιδράσει όταν ο Φρίξος σήκωσε πάλι το πόδι και - ας το πούμε καθαρά επιτέλους - κατούρησε τον λιμενάρχη.

Εξω απ' το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στην Ανδρο, η Ευρυδίκη δένει τα σκυλιά σ' ένα κάγκελο.

-- Καθίστε τώρα εδώ, παλιόπαιδα, για να μάθετε άλλη φορά... Γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να κάνετε και στον Τζακομέτι...

-- Ναιρ, κι εμείς, ξέρεις, έχουμε μεγάλη σκασίλαρ γι' αυτόν, τον ...πώς τον είπερς;


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ