Προδημοσίευση από το βιβλίο που συνέγραψαν ο Θανάσης Παπαρήγας και η Τιτίνα Δανέλλη και θα κυκλοφορήσει σύντομα
Στον πρόλογο του βιβλίου ο Φώντας Λάδης σημειώνει μεταξύ άλλων: «Η σφραγίδα της σκέψης του Θανάση Παπαρήγα (...) είναι εμφανώς αποτυπωμένη σε πολλά σημεία του βιβλίου. Η οξυδέρκεια και η πολυμάθειά του συναντούν εδώ το ταλέντο και την πείρα της Τιτίνας Δανέλλη και μας δίνουν ένα γοητευτικό, αυθεντικό "μείγμα" (...) Ενα ανάγνωσμα με πολιτικές ρίζες και προεκτάσεις».
Ο «Ρ» προδημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα του βιβλίου:
«1. O ταχυδρόμος
«Να, κοίτα τώρα αυτή την πλατεία που θεωρείται και κεντρική. Ούτε λεωφορείο δεν μπορεί να κινηθεί άνετα. Δέκα βήματα χώρος. Είχε ήδη δυο χρόνια στην Αθήνα και ακόμη πλατεία με την πλήρη έννοια της λέξης δεν είχε δει. Η κατοικία του κάπως τρωγότανε. Κάπως. Ηταν σε ένα από τα βόρεια προάστια της πόλης, όπου οι ντόπιοι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα πλούτου και αριστοκρατικής χλιδής. Δε βαριέσαι, ψωριάρικα πράγματα. Τους ήξερε καλά από την πατρίδα. Ψωραλέοι σε όλα τους. Ερχονταν, κάπου 300.000 από δαύτους, αδέκαροι στη Νότια Αφρική, τραβηγμένοι από το όραμα του άμεσου πλούτου. Μπροστά στους άλλους, σέρνονταν με την κοιλιά. Μίζεροι σε όλα τους. Με σιχασιά τους έβλεπε να πλουτίζουν και πάντα να σκέπτονται κάτι να στείλουν πίσω, τα ακίνητα που θα αγόραζαν στην Ελλάδα. Γύπες που έκοψαν ένα κομμάτι από το κουφάρι και τώρα πετούν μακριά (...). Τι ξέρουν αυτοί από Νότια Αφρική; (...). Κοίτα τι είχε ο βασιλιάς τους για ανάκτορο. Ενα μουντό, άχρωμο κτίριο. Μια δυναστεία χωρίς ρίζες, σε ένα παλάτι χωρίς λάμψη, σε μια χώρα χωρίς τίποτε δικό της. Κάτι τέτοιες σκέψεις τον έκαναν να νιώθει υπερήφανος. Ενιωθε να φουσκώνει καθώς θυμόταν τις πράσινες πεδιάδες της Οράγγης. Τέτοιες ώρες θυμόταν και τον παππού του. Από αυτόν είχε μάθει ότι η οικογένειά τους ήταν από τις πρώτες οικογένειες των Ουγενότων που είχαν έρθει από τη Γαλλία στα τέλη του 17ου αιώνα. Αυτός τους έλεγε ιστορίες από το παρελθόν - και τι καλός αφηγητής που ήταν! Τους έλεγε για τον δικό του πατέρα, που πήρε μέρος στα δώδεκα χρόνια του με τον Πρόεδρο Κρούγκερ στη νικηφόρα μάχη ενάντια στον Ντίνγκααν. Τον "Οομ Πάουλ" τον είχε γνωρίσει και ο παππούς του, παλικάρι πια, όταν πολέμησε τους Αγγλους στα 1899 και ύστερα. Πώς τους μισούσε τους Αγγλους! Του διηγιόταν με πίκρα πώς αυτός και οι σχεδόν γυμνοί, άοπλοι και θεονήστικοι άνδρες του έφθασαν να πολεμούν μόνο νύχτα τις πάνοπλες και καλοθρεμμένες στρατιές τους. Ο Θεός να τους τιμωρήσει, είχαν πιάσει όλες τις γυναίκες και τα παιδιά σε στρατόπεδα. Επρεπε πάντα να θυμούνται πως τους είχαν ταπεινώσει... Οταν μιλούσε για πολιτικά, ο παππούς (ο Θεός να τον αναπαύσει) έμενε πάντα στις κατηγορίες της δεκαετίας του '10. Οταν άκουγε το όνομα του Σματς, τον έπιανε τρεμούλα που "έγλειφε τις μπότες των Εγγλέζων". Ο Χέρτσογκ, μάλιστα, αυτός ήταν άνδρας. Το καλύτερο θα ήταν να πετύχαινε η συνωμοσία του Ντε Ουέτ. Είχε πάρει μέρος κι αυτός, αλλά οι Αγγλοι, αλεπούδες - τους ξεφεύγεις; Ακουγε ρουφώντας άπληστα τη φωνή του παππού του. Στεναχωριόταν κάπως, όταν εκείνος κατηγορούσε τον πατέρα του που είχε πάει για λίγο να δουλέψει στα αγγλικά ορυχεία στο Τράνσβααλ. "Πήγε να προσφέρει στους κόκκινους σβέρκους", έλεγε με πίκρα. Ηταν, όμως, δύσκολοι καιροί. Επρεπε να διατηρηθεί και το αγρόκτημα που κινδύνευε. Ο ίδιος το θυμόταν άλλη μια φορά να κινδυνεύει, στα χρόνια της μεγάλης κρίσης. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά, το αγρόκτημα σώθηκε (...). Ο καημένος ο παππούς... Πλησίαζε τα εβδομήντα, όταν άρχισε να υποστηρίζει την Ossewabrandwag, πιο πολύ από πείσμα προς τους Αγγλους. Πέθανε τον Οκτώβρη του 1939. Ο πόλεμος μόλις είχε αρχίσει στην Ευρώπη (...). Τον θυμόταν στο κρεβάτι, με την οικογένεια γύρω του και αυτός να επιμένει στο ίδιο θέμα: "Σας το έλεγα εγώ, ο Σματς θα τον ρίξει τον Χέρτσογκ. Οι Αγγλοι, οι Αγγλοι τον έβαλαν..." (...) Τώρα, ήξερε πόσο δίκιο είχε. Ο παππούς ανήκε ψυχή τε και σώματι στο "λαό", ήταν δεμένος με τα πεπρωμένα του. Ηξερε πως χωρίς την παράδοση ήταν όλοι νεκροί (...). Ο ίδιος είχε σχεδόν χαρεί, όταν οι Πορτογάλοι έφυγαν από τη Μοζαμβίκη. Να μπορούσε να έβλεπε τα μούτρα που θα έκαναν πολλοί γνωστοί του τώρα που δε θα μπορούσαν να πάνε στο Λοουρένσου Μάρκες να κυνηγήσουν τις αραπίνες! Πάντως, είχαν σφίξει τα πράγματα. Τώρα έλεγε στα παιδιά του αυτά που είχε ακούσει ο ίδιος από τον παππού, "θα είμαι, άραγε, καλύτερος από την τηλεόραση, το βίντεο, τα τετρακινητήρια τζετ;" σκεφτόταν. "Στα δικά μας χρόνια, ακόμη και στα μεγάλα κέντρα, όπως το Γιοχάνεσμπουργκ, μόνο το ραδιόφωνο υπήρχε. Τώρα, ακόμη και στα ειδυλλιακά αγροτικά χωριά της Οράγγης, μπορεί κανείς να δει όχι το Ντάρμπαν (το τέλος του κόσμου, όταν ήμουν μικρός), αλλά όλο τον κόσμο από την πολυθρόνα του".
Ας είναι. Τα παιδιά του δεν τον είχαν απογοητεύσει. Οι δυο γιοι του είχαν καταταγεί στην Αμυντική Δύναμη. Ο ένας είχε σταλεί στην Ουίντουκ, ο άλλος είχε γίνει λοχίας και βρισκόταν κάπου στα νότια της Αγκόλας. Οι διαταγές για τη μυστικότητα των κινήσεων ήταν αυστηρότατες, αλλά και αν ήξερε πού ήταν πώς θα συγκρατούσε αυτά τα διαολοονόματα των αράπηδων; Κατά βάθος, ανησυχούσε πολύ. Ο θάνατος είναι πάντα δυστυχία, αλλά από σφαίρα αράπη πρέπει να είναι ακόμη χειρότερος (...)».