Η αφίσα του αφιερώματος της Ταινιοθήκης |
Εξηγώντας την επιλογή για παράλληλο αφιέρωμα στους δύο δημιουργούς, οι διοργανωτές σημειώνουν ότι «εντάσσεται στην αναζήτηση μιας καινούριας ματιάς στη σχέση μεγάλων δημιουργών, μια αναζήτηση για το πώς ένας κατεξοχήν διανοούμενος και ένας τεχνίτης μάς εισάγουν στους διαφορετικούς κόσμους της δημιουργίας: Στον κόσμο των στούντιο και στον κόσμο των Ευρωπαίων δημιουργών. Οι πορείες τους συχνά τέμνονται, καθώς ο Φορντ, καταξιωμένος τεχνίτης αναγνωρίζεται και τοποθετείται από τους Ευρωπαίους, Λίντσεϊ Αντερσον και Αντρέ Μπαζέν, στο πάνθεον των δημιουργών. Ο Βέντερς, ως ανεξάρτητος δημιουργός, στη δεκαετία του '70 θα στραφεί ορισμένες φορές στο Χόλιγουντ, για να γυρίσει μεγάλες παραγωγές, αλλά με έντονη πάντα την προσωπική του σφραγίδα».
Από τις 100 ταινίες του Φορντ σώζονται περίπου 60, που διατρέχουν όλες τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας της αμερικανικής ηπείρου, ενώ καταπιάνεται με όλα τα είδη ταινιών. Η φήμη του όμως θεμελιώνεται στο γουέστερν. Το αφιέρωμα καλύπτει χρονικά σχεδόν ολόκληρο το έργο του Φορντ, από τα πρώιμα βωβά γουέστερν («Straight Shooting» 1917, «Σιδερένιο άλογο 1924), στα κλασικά καταξιωμένα αριστουργήματά του «Μαρία Στιούαρτ» (1936), «Ο νεαρός κος Λίνκολν» (1939), «Ταχυδρομική Αμαξα» (1939), «Τα Σταφύλια της οργής» (1940), μέχρι το «Δειλινό της μεγάλης σφαγής» (1964), όπου αναθεωρεί τις απόψεις του για τη δικαίωση της στάσης των λευκών προς τους Ινδιάνους.
Οσον αφορά στον Βέντερς καλύπτεται το σύνολο του έργου του, από τις πρώτες ταινίες όπως «Η Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από τα πέναλτι» (1971) και «Το πορφυρό γράμμα» μέχρι το «Μην ξαναγυρίσεις» (2005).