Τρίτη 8 Αυγούστου 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ο «Ριζοσπάστης» κι εμείς

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα σ' ένα ορεινό χωριό της Λακωνίας. Απ' τα πρώτα μου μελήματα, μόλις έφτασα, ήταν να ρωτήσω τον μοναδικό μπακάλη του χωριού και πράκτορα των εφημερίδων, εάν φέρνουν «Ριζοσπάστη», ώστε να μη μου λείψει τις μέρες των διακοπών. Μου απάντησε αρνητικά. Το Πρακτορείο δε στέλνει τη συγκεκριμένη εφημερίδα.

Πάνω σ' αυτό το θέμα, είπαμε πολλά με τον καλό κατά τ' άλλα αυτό άνθρωπο, ότι, δηλαδή, την ευθύνη για το πρόβλημα δεν την έχει ο ίδιος και τα ρέστα... Αποτέλεσμα; Τα μάζεψα κι έφυγα πριν την ημέρα που είχα προγραμματίσει. Κατέβηκα απ' τα ορεινά στα παραλιακά χωριά της Μεσσηνιακής Μάνης. Εκεί έβρισκα «Ριζοσπάστη», που έφερνε το λεωφορείο με το βραδινό δρομολόγιο.

Κάθε φορά που πήγαινα στο μαγαζί για ν' αγοράσω το «Ριζοσπάστη», ο γηραλέος καταστηματάρχης, συνταξιούχος του ΟΓΑ όπως μου εκμυστηρεύτηκε όταν γνωριστήκαμε, μου δίπλωνε την εφημερίδα έτσι που να μη φαίνεται ο τίτλος της.

Στην αρχή, δεν το παρεξήγησα... Οταν συνεχίστηκε για δεύτερη και τρίτη φορά η ίδια τακτική από τον καταστηματάρχη, τον ρώτησα γιατί διπλώνει έτσι την εφημερίδα.

- «Είναι μια πολύ παλιά συνήθεια», μου είπε. «Για πολλά χρόνια προφύλαγα, έτσι νόμιζα, τους συγχωριανούς μου που αγόραζαν το "Ριζοσπάστη" απ' τα μάτια του χωροφύλακα...».

Η πρόσφατη αυτή εμπειρία, μου έφερε στη μνήμη πολλά... Μερικά απ' αυτά ένιωσα την ανάγκη να τα γράψω, έχοντας τη γνώμη ότι το θέμα είναι σοβαρότερο απ' ό,τι δείχνει.

Είναι ξεχωριστός, τιμητικός ο τίτλος για τον επαγγελματία δημοσιογράφο να δουλεύει στο «Ριζοσπάστη». Και για να μην παρεξηγηθούμε ότι «ευλογάμε τα γένια μας», να ξεκαθαρίσω απ' την αρχή. Αυτόν τον τίτλο δεν τον απέκτησα ποτέ μου. Δούλεψα όλα τα χρόνια σε αστικές εφημερίδες και περιοδικά.

Οι παλιοί συνάδελφοι, που «πέρασαν» απ' την εφημερίδα του ΚΚΕ, το 'γραφαν με καμάρι στο επαγγελματικό βιογραφικό τους: «Δούλεψα και στο "Ριζοσπάστη"». Και το «σινάφι», είναι αλήθεια, το εκτιμούσε αυτό κι όχι τυχαία. Ο κόσμος, αναγνωρίζοντας με το δικό του τρόπο την προσφορά των συντακτών της εφημερίδας μας, έλεγε: «Το 'γραψε ο "Ριζοσπάστης"». Δε σήκωνε αμφισβήτηση, γιατί έβγαιναν πάντα αληθινά αυτά που έγραφαν οι συντάκτες του.

Θα 'ταν δίκαιο, όμως, να βάλουμε δίπλα στους δημοσιογράφους του «Ριζοσπάστη» και τους αναγνώστες του. Δικαιούνται κι αυτοί την ίδια τιμή κι ίσως κάτι παραπάνω.

Ποιος ξεχνάει ότι πολύς κόσμος οδηγήθηκε στις φυλακές και στις εξορίες, επειδή αγόραζε και διάβαζε το «Ριζοσπάστη»;

Το αστικό κράτος έβρισκε πάντα τρόπους να εμποδίζει την κυκλοφορία και την ανάγνωση της εφημερίδας του ΚΚΕ. Μέχρι τελευταία η χούντα με το Ν. Διάταγμα 1015/1971 υποχρέωνε αυτούς που ζητούσαν κάποιο χαρτί από το Δημόσιο να δηλώσουν εγγράφως, ανάμεσα στ' άλλα: «εάν υπήρξαν ποτέ συνδρομηταί ή αναγνώσται εφημερίδων, περιοδικών και εν γένει εντύπων εκδιδομένων υπό των κομμάτων, οργανώσεων ΚΚΕ, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Εθνική Αλληλεγγύη, ΔΣΕ κλπ., ή απηχούντων τας γνώμας αυτών και ποίων».

Η αγορά του «Ριζοσπάστη» απ' το περίπτερο, και μάλιστα σε εποχές, υποτίθεται, νομιμότητας, ήθελε τότε πολύ θάρρος, αλλά και πολλά μέτρα προφύλαξης. Στις γωνιές, πιο κει απ' το περίπτερο, παραμόνευε ο ασφαλίτης για να εντοπίσει αυτόν που θα αγόραζε τον «Ριζοσπάστη». Το δίπλωμα της εφημερίδας απ' τον περιπτερούχο, ώστε να μη φαίνεται ο τίτλος, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, που δεν μπορεί ν' αποβληθεί από πολλούς και στις μέρες μας.

Ο αναγνώστης της εφημερίδας του ΚΚΕ έπρεπε να έχει διαπιστώσει ότι ο περιπτερούχος δεν είναι «πράκτορας» της Ασφάλειας και δε θα τον «καρφώσει». Γιατί υπήρξαν και τέτοια, ευτυχώς όχι πολλά. Αλλοι πάλι αγόραζαν πρώτα την πιο αντιδραστική, αντικομμουνιστική εφημερίδα κι έβαζαν μέσα σ' αυτήν το «Ριζοσπάστη», αφήνοντας επιδεικτικά να φαίνεται ο τίτλος της αντιδραστικής εφημερίδας.

Από τότε, οι μέθοδοι του αστικού κράτους, για να βάλει φραγμούς στην κυκλοφορία της εφημερίδας του ΚΚΕ, άλλαξαν, «εκσυγχρονίστηκαν»... Ο «Ριζοσπάστης» χτυπιέται τώρα με άλλους τρόπους. Ενας απ' αυτούς είναι να μη φτάνει η εφημερίδα μας σ' όλα τα χωριά, ώστε να μην επιτελεί τον υψηλό της προορισμό. Ενας άλλος ακόμη είναι να μην την «κρεμάνε», όπως όλες τις άλλες εφημερίδες, έξω απ' τα περίπτερα.

Κι εμείς; Εμείς τι κάνουμε;

Εμείς πρέπει να βρούμε τρόπους να ζητάμε το «Ριζοσπάστη», όπου κι αν βρισκόμαστε, να τον διαβάζουμε, όχι μόνο για τη σωστή ενημέρωση και τον ιδεολογικό εξοπλισμό μας, αλλά και για την αύξηση της κυκλοφορίας του.

Αυτό το μπορούμε όλοι!


Δημήτρης ΣΕΡΒΟΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ