Μέσα από τη διαδικασία μεταφοράς κεφαλαίων "γεννήθηκαν" και οι περίφημοι φορολογικοί παράδεισοι, μέρη εξωτικά ή μη, στα οποία η χαλαρή νομοθεσία και η έλλειψη ελέγχου και φορολογίας στις καταθέσεις ευνόησε τη συσσώρευση κεφαλαίων από νομότυπες ή παράνομες δραστηριότητες σε λογαριασμούς εταιριών "φαντάσματα" ή απλά ανωνύμων. Δεν είναι, άλλωστε, λίγα τα εκεί παραρτήματα μεγάλων τραπεζών που ελέγχονται πλήρως από τη μαφία. Τα νησιά Καϊμάν (που είναι το 5ο τραπεζικό κέντρο του κόσμου έχοντας περισσότερες τράπεζες από ό,τι κατοίκους), πολλά νησιά του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού, οι Μπαχάμες και τα νησιά της Παρθένου είναι μερικοί από τους φορολογικούς παραδείσους. Η λίστα, όμως, των "ευνοϊκών" αυτών τόπων καταθέσεων, που ξεπερνούν τους 55 σε αριθμό, δε σταματά εδώ αλλά συμπληρώνεται από "αξιοσέβαστες" χώρες και πόλεις, όπως είναι το Λουξεμβούργο, το Μονακό, το Γιβραλτάρ, η Μάλτα, το Δουβλίνο, η Μαδέρα και φυσικά η Ελβετία, της οποίας το 40% των τραπεζικών λογαριασμών είναι ανοιχτοί σε αλλοδαπούς καταθέτες, που βεβαίως προστατεύονται από το τραπεζικό απόρρητο.
Οπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο καθηγητής Μισέλ Τσοσουντόβσκι, οι φορολογικοί παράδεισοι δεν είναι τίποτε παραπάνω από μία απλή επέκταση του τραπεζικού συστήματος των καπιταλιστικών χωρών, η οποία, όμως, παρέχει την απαραίτητη "κάλυψη" στον καταθέτη ανώνυμων λογαριασμών υψηλής φορολογικής απόδοσης, που έχει τη δυνατότητα μέσω μίας κάρτας Visa ή ενός τερματικού να κάνει καταθέσεις, αναλήψεις ή μεταφορές τεραστίων χρηματικών ποσών από οποιοδήποτε μέρος, ανά πάσα στιγμή και σε ελάχιστο χρόνο. Και φυσικά εξασφαλίζοντας απόλυτη εχεμύθεια.. Τα ποσά, που με τις μεθόδους αυτές, έχουν συσσωρευτεί στους φορολογικούς παραδείσους στο όνομα πλασματικών εταιριών, φθάνουν, σύμφωνα με εκτιμήσεις αξιωματούχων της αμερικανικής τράπεζας Μέριλ Λιντς, τα 3.000 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που ισούται με το 15% του παγκοσμίου ΑΕΠ, και αξίζει να σημειωθεί ότι στον υπολογισμό αυτό δε λήφθηκαν υπόψη οι μυστικοί λογαριασμοί.
Είναι γνωστό ότι πολλές ονομαστές εμπορικές και επιχειρηματικές τράπεζες είναι μπλεγμένες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Είναι, όμως, σχεδόν αδύνατο να αποκαλυφθεί το εύρος και η σοβαρότητα της παρανομίας καθώς η εκσυγχρονισμένη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος σε συνδυασμό με το βαθμό διείσδυσης της μαφίας στα οικονομικά και πολιτικά κέντρα εξουσίας δεν αφήνει κανένα "πειστήριο του εγκλήματος" να έρθει στο φως. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όσες ανακρίσεις και νομικές διαδικασίες έχουν ξεκινήσει σε βάρος μεγάλων τραπεζών, οι μόνοι που κάθησαν τελικά στο εδώλιο ήταν ορισμένοι κατώτεροι τραπεζικοί υπάλληλοι ενώ πέρα από αυτούς κυριάρχησε το απόλυτο σκοτάδι. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση του υποκαταστήματος στο Χιούστον του Τέξας της αμερικανικής διεθνούς τράπεζας American Express. Το 1994, 2 διευθυντές του υποκαταστήματος κατηγορήθηκαν για ξέπλυμα παράνομου χρήματος από ανώνυμες καταθέσεις εταιριών "βιτρίνα" στα νησιά Καϊμάν, γεγονός που στοίχισε στην τράπεζα 7 εκατομμύρια δολάρια αποζημίωσης και 25 εκατομμύρια δολάρια πρόστιμο χωρίς, όμως, να υπάρξει κάποια άλλη δίωξη ή να εμπλακεί κάποιο άλλο πρόσωπο καθώς οι καταθέτες παρέμειναν σκοτεινοί. "Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο, δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε παραπέρα, δεν είχαμε στοιχεία" αρκέστηκε να δηλώσει ο Ντέιβιντ Νόβακ, βοηθός του τότε αρμόδιου εισαγγελέα.