Το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα θριαμβευτικής, θα μπορούσε κανείς να πει, εισόδου του οργανωμένου εγκλήματος στα κέντρα εξουσίας και στην εθνική οικονομία, είναι οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Οι αλλεπάλληλες ιδιωτικοποιήσεις, στις οποίες συμπεριελήφθησαν πωλήσεις κρατικών τραπεζών, δημοσίων επιχειρήσεων του ενεργειακού, του αγροτικού, του βιομηχανικού ακόμη και του στρατιωτικού τομέα,με στόχο να καλυφθούν τα εξωτερικά χρέη που προκλήθηκαν από την οικονομική μεταρρύθμιση χάριν της μετάβασης στον καπιταλισμό, έφεραν στα χέρια της ρώσικης μαφίας και των 1.300 οργανώσεων, που την αποτελούν, το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας. Η νέα αυτή "αστική τάξη" της Ρωσίας, που εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο υποστηρικτή των οικονομικών μεταρρυθμίσεων του Μπορίς Γιέλτσιν, κατέχει, σύμφωνα με μια μελέτη της ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, τον έλεγχο του 40% της ρωσικής οικονομίας, το 1/2 των εμπορικών ακινήτων της Μόσχας, τα 2/3 της εθνικής εμπορικής βιομηχανίας. Με άλλα λόγια η ρώσικη μαφία ελέγχει, σήμερα, περισσότερες από 35.000 επιχειρήσεις, 400 τράπεζες, 150 εταιρίες του κράτους ενώ παράλληλα είναι αναμεμειγμένη στις αγοραπωλησίες διαστημικού και πυρηνικού υλικού (τηλεκατευθυνόμενοι πύραυλοι, πλουτώνιο, συμβατικά όπλα κλπ.) και έχει τους δικούς της εκπροσώπους στη Δούμα.
Στην Ουγγαρία, η Διεθνής Κεντροευρωπαϊκή Τράπεζα, που αγοράστηκε από έναν συνεταιρισμό εμπορικών Τραπεζών (αποτελούμενο από την εμπορική Τράπεζα Ιταλίας, τη γερμανική Μπαγιερίσερ Βεράιν και την τράπεζα μακροχρόνιων πιστώσεων Ιαπωνίας), προσέφερε το ιδανικό πλαίσιο για ξέπλυμα χρήματος χωρίς τον φόβο κρατικών παρεμβάσεων. Ακόμα και όταν το 1992 βρέθηκαν στο Λουξεμβούργο αποδείξεις των στενών σχέσεών της με το κολομβιανό καρτέλ Καλί, οι ουγγρικές αστυνομικές αρχές υποστήριξαν ότι "δεν μπορεί κανείς να έχει την απαίτηση από την ουγγρική κυβέρνηση να ελέγχει πλήρως τις τράπεζές της ιδιαίτερα όταν αυτές της εξασφαλίζουν οικονομικές προβλέψεις και ρευστό"! Ιδιοκτήτες άλλαξαν και πολλές τράπεζες του Περού και της Κολομβίας (π.χ. η περουβιανή Interbank που από το 1994 ανήκει στον οργανισμό Darby Overseas με έδρα τα νησιά Καϊμάν, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό αδιαφάνεια στις συναλλαγές της και ασφαλές περιβάλλον για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος).
Η αύξουσα δύναμη και η εντυπωσιακή επιρροή του παγκόσμιου οργανωμένου εγκλήματος, οδήγησε πολλά πολιτικά πρόσωπα ανά τον κόσμο να ζητήσουν τη βοήθειά της, είτε ως χρηματοδότη είτε ως υποστηρικτή, για να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους με αποτέλεσμα η διεθνής μαφία να έχει, πλέον, ενσωματωθεί στις κρατικές δομές. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της Κολομβίας, όπου τα καρτέλ της κοκαϊνης στήριξαν το Φιλελεύθερο Κόμμα και χρηματοδότησαν την προεκλογική εκστρατεία του Προέδρου Ερνέστο Σαμπέρ, του Μεξικού, όπου στο φως της δημοσιότητας ήρθαν οι στενές επαφές του Προέδρου Κάρλος Σαλίνας και του Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματός του με τα καρτέλ, και της Βενεζουέλας, όπου η κρατική τράπεζα Banco Latino, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Πέντρο Τινόκο, επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας επί κυβερνήσεως του Κάρλος Αντρέ Περέζ (πριν από την πτώχευσή της το 1994) χρησίμευε για ξέπλυμα ναρκο-χρημάτων.