Η πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη στους ευαίσθητους χώρους της υγείας, της πρόνοιας και της παιδείας είχε τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: Αγρια λιτότητα για τους δημόσιους τομείς και - ταυτόχρονα - υπόκλιση στην επιχειρηματική δραστηριότητα και στους λεγόμενους "νόμους της αγοράς". Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν η παραπέρα, σοβαρή υποβάθμιση αυτών των τομέων, προς μεγάλη χαρά της "ιδιωτικής πρωτοβουλίας", αφού αυτή ακριβώς η υποβάθμιση αποτελεί το "βούτυρο", για το παντεσπάνι της κερδοσκοπικής δράσης της.
Εκτός από την πολιτική λιτότητας με τους μισθούς πείνας των λειτουργών της υγείας, προχώρησε στην ψήφιση του νόμου για το ΕΣΥ, με τον οποίο μεταθέτει το βάρος της χρηματοδότησης των δημόσιων νοσοκομείων στα ασφαλιστικά ταμεία. Προβλέπει, επίσης, την αυταρχική διοίκηση των νοσοκομείων - με τη θεσμοθέτηση των μάνατζερ - καθώς και της ιατρικής υπηρεσίας με την τοποθέτηση του αρχίατρου. Από τις 3.900 προσλήψεις προσωπικού για τα νοσοκομεία, που ανακοίνωσε πριν ένα χρόνο ο υπουργός Υγείας, δεν έγινε ακόμα ούτε μία.
Η περίφημη ψυχιατρική μεταρρύθμιση έμεινε στον αέρα και κινδυνεύει να ακυρωθεί, ενώ το υπουργείο Οικονομικών, με μια χωρίς προηγούμενο απόφασή του, αφήνει τα ψυχιατρεία να πληρώσουν τους μισθούς των εργαζομένων "εξ ιδίων εσόδων". Το μόνο, σχετικά και στα προαναφερόμενα πλαίσια, θετικό μέτρο ήταν η ρύθμιση των χρεών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές.
Ούτε ...χαρτζιλίκι - κατά την έκφραση του υφυπουργού Πρόνοιας σε επίσκεψή του στο ΚΕΑΤ (1.4.1997) - δε θα δικαιούται πια ο τομέας της πρόνοιας, στον οποία παρουσιάστηκαν έντονα συμπτώματα απορύθμισης: Στο τέλος του περασμένου χρόνου, μια σειρά ιδρύματα πρόνοιας κατέβασαν τα ρολά και έμειναν απλήρωτοι οι εργαζόμενοι, λόγω έλλειψης των χρημάτων. Στην τύχη τους αφέθηκαν οι Κρατικοί Παιδικοί Σταθμοί, ενώ στο Ιδρυμα Βρεφονηπιακών Σταθμών τα τροφεία αυξήθηκαν από 25 - 180%, ανάλογα με το εισόδημα του γονιού.
Κι αντί να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα, η κυβέρνηση ετοιμάζει νομοσχέδιο για την πρόνοια, όπου κύριο χαρακτηριστικό θα είναι η συγχώνευση των ιδρυμάτων, που σημαίνει περιορισμό και αυτών ακόμα των υπηρεσιών πρόνοιας.
Εκεί που η κυβέρνηση έκανε επίδειξη ...εκσυγχρονιστικής αναλγησίας ήταν η άρνησή της να ικανοποιήσει τα ελάχιστα οικονομικά αιτήματα των θεραπευτικών κοινοτήτων, για την απεξάρτηση των τοξικομανών. Μάλιστα, υποκύπτοντας στις πιέσεις των Βρυξελλών, φαίνεται να προκρίνει τη "διαχείριση" του προβλήματος, μεταθέτοντας την πρόληψη στο αόριστο μέλλον.
Ακόμα και το κόστος για τη θεραπεία των ασθενών απ' τον ιό του ΕΪΤΖ η κυβέρνηση θα τον μεταθέσει στα ασφαλιστικά ταμεία, καλύπτοντας μόνο το κόστος για τους ανασφάλιστους.
Εκεί που η απραξία είναι παντελής είναι η ενίσχυση των δομών και των υπηρεσιών της δημόσιας υγείας, τη στιγμή που η χώρα κατακλύζεται από μετανάστες και άρχισαν να παρουσιάζονται νοσήματα, που μέχρι χτες ήταν άγνωστα για την Ελλάδα.
Από τις προγραμματικές δηλώσεις για την παιδεία στις 12 Οκτώβρη του 1996, η κυβέρνηση φρόντισε να δηλώσει την αταλάντευτη πίστη και εμμονή της στις αντιεκπαιδευτικές κατευθύνσεις, που χάραξαν η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι πολυεθνικές.
Τις πρώτες πρακτικές εξετάσεις, τις έδωσε στη διάρκεια της μεγάλης και μαχητικής κινητοποίησης των καθηγητών. Παρότι τα δίκαια αιτήματά τους αποτελούσαν τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις, για τη λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης, συνάντησαν την κυβερνητική αναλγησία, τις κάθε λογής πολεμικές και υπονομεύσεις του αγώνα τους, ακόμη και τα ΜΑΤ του "εκσυγχρονισμού". Για να κάνει το δεύτερο, σοβαρό αντιεκπαιδευτικό βήμα της μέσα στον Αύγουστο, όταν δυσκολεύονταν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να αντιδράσουν στα σχέδιά της. Η περιβόητη μεταρρύθμιση της παιδείας με την παράδοσή της, από τις χαμηλότερες βαθμίδες μέχρι την ανώτατη εκπαίδευση, στους "νόμους της αγοράς" και η στέρηση του δικαιώματος ακόμα και στη μόρφωση από τα παιδιά των χαμηλότερων τάξεων, το "απολυτήριο ενιαίου λυκείου", με την ένταση των ταξικών φραγμών, μαζί με τις χαμηλές δαπάνες από τον προϋπολογισμό του 1997, έρχονται να εντείνουν και να πολλαπλασιάσουν τα, ήδη, πολλά και οξύτατα προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης.
Ομως, ούτε οι εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών δεν ξέφυγαν από τη συντηρητική λαίλαπα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την αξιολόγηση - χειραγώγηση και την υποβάθμιση του εκπαιδευτικού με το νέο μισθολόγιο.