Η σημασία τους καθορίζεται από τη μεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που πήραν οι εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασμό με την άμεση εμπλοκή του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασμούς του στην περιοχή (Κυπριακό) και που έστρωσαν το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας.
Ταυτόχρονα, τα «Ιουλιανά» προσφέρουν επίκαιρα διδάγματα ως προς το ρόλο του λαϊκού παράγοντα εκείνης της περιόδου, από την άποψη του βαθμού συνειδητοποίησης.
Η ανάγκη της αστικής τάξης, από τη μια να ασκήσει πολιτική σκληρής καταστολής, αλλά και ευέλικτης τακτικής απέναντι στο λαϊκό κίνημα, διαπλεκόταν με τις στοχεύσεις της στη γύρω περιοχή (Κύπρος - Νότια Αλβανία), ενώ είχε ήδη προβάλει με αξιώσεις ο έτερος ανταγωνιστής, η τουρκική αστική τάξη, στο πλαίσιο βεβαίως του ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Τα παραπάνω καθόριζαν τις βασικές παραμέτρους, μέσα στις οποίες η αστική τάξη προσπαθούσε μεταπολεμικά να ανασυγκροτήσει το κράτος της και να το προσαρμόσει στις νέες απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η μεταξύ τους αντιπαράθεση όχι μόνο δεν απέκλειε, αλλά και περιλάμβανε προσωρινές συμμαχίες, πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στη «Δεξιά» κατά του «Κέντρου», πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στο «Κέντρο» κατά της «Δεξιάς», πότε αποσκιρτήσεις από τα αστικά κόμματα και διαιρέσεις, ενώ «μήλο της έριδος» ήταν ο Στρατός. Παρότι ο Στρατός θεωρούνταν «φέουδο» των Ανακτόρων, στις γραμμές του αποτελούσε ιδιαίτερη οργάνωση ο ΙΔΕΑ, που είχε τους «αυτοτελείς» στόχους του και διέθετε μεγάλη δύναμη. Ισχυρή επιρροή, βεβαίως, ασκούσαν και τα κόμματα της «Δεξιάς», ενώ διείσδυση στο στρατό επιχειρούσε και το «Κέντρο», προκειμένου να ενισχύσει τις σχετικά αδύνατες προσβάσεις του.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω διαδραματίζονταν στη σκιά της ισχυρότατης παρουσίας των ΗΠΑ, αλλά παρεισέφρυε και η παρουσία του βρετανικού παράγοντα, που ναι μεν ήταν εξαιρετικά συρρικνωμένη, όμως διευρυνόταν λόγω του ρόλου της Βρετανίας στο Κυπριακό και των επιπτώσεων που είχε αυτό στην Ελλάδα. Το βαρύ πέλμα των ΗΠΑ στον έλεγχο των εξελίξεων, ακόμη και στη λήψη επιμέρους πολιτικών αποφάσεων, ήταν απαραίτητο, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, αφού τότε η εγχώρια αστική τάξη δε διέθετε ακόμη την οικονομική και πολιτική δύναμη, ούτε όλους τους μηχανισμούς που επέβαλαν οι αστικές ανάγκες, εξαιτίας του ισχυρού κλονισμού που είχε υποστεί το κράτος στα χρόνια της Κατοχής και της ένοπλης λαϊκής πάλης 1946-1949.
Στη συγκέντρωση της 21ης Ιούλη 1965 δολοφονήθηκε από την Αστυνομία ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Σωτήρης Πέτρουλας |
Υπήρχε, ωστόσο, και η εξής επιλογή, όπως εκφράστηκε από την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» στις 5 του Φλεβάρη 1952: «...το πρόβλημα δε θα λυθεί με το να τεθεί εκτός νόμου η άκρα Αριστερά. Από αυτάς τας σκέψεις και όχι από προσήλωσιν εις αφελείς ή πονηρούς δογματισμούς περί ...υποχρεώσεων της Δημοκρατίας φθάνει κανείς εις αυτό το συμπέρασμα... Θα επιτευχθούν πολύ θετικώτερα αποτελέσματα από τον ασύνετον γενικόν διωγμόν και την παραπομπήν της συνωμοσίας εις το σκότος που είναι το κλίμα της. Επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου».
Υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ είχε ταχθεί από τη 10ετία του 1950 και ο Κ. Μητσοτάκης, ενώ ο Νίκος Κιτσίκης σημείωνε: «Ο Βενιζέλος και άλλα κόμματα υποστηρίζουν τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ για να περιοριστεί το ΚΚΕ στις πραγματικές του διαστάσεις»... (Σταύρου Κασιμάτη, «ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ», σελ. 310, εκδόσεις ΦΙΛΙΣΤΩΡ).
Τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ δεν την απέρριπταν ούτε ο Ν. Πλαστήρας, ούτε ο Εμμ. Μπακλατζής, εφόσον το ΚΚΕ δεχόταν να τηρεί τους νόμους του κράτους...
Ηδη από το 1946 το Παλάτι αποτελούσε ισχυρό κέντρο εξουσίας στο πλαίσιο του αστικού κράτους. Η «αναβάπτισή» του στη λαϊκή ψήφο (δημοψήφισμα 1946), η νίκη της αντίδρασης, η στήριξή του από ΗΠΑ - Βρετανία, καθώς και τα ερείσματα που διέθετε στο Στρατό, το καθιστούσαν σύμβολο της αστικής κυριαρχίας, ενώ είχε και σημαντική παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις.
Το κύριο θέμα ήταν ο έλεγχος του Στρατού. Μέχρι και απόπειρα πραξικοπήματος, που σκόπιμα δεν επικράτησε, πραγματοποίησε ο ΙΔΕΑ (με την καθοδήγηση του Παπάγου όπως λέγεται), το οποίο ο Παπάγος «κατέστειλε», διατάσσοντας (!) τους πραξικοπηματίες να αποσυρθούν από τους χώρους που είχαν καταλάβει (30 προς 31 Μάη 1951), δείχνοντας ότι εκείνος - και όχι το Παλάτι - έχει τη δύναμη στο Στρατό.
Ετσι, όταν ο Παπάγος αποφάσισε να κατεβεί στην πολιτική, δίχως να συνεννοηθεί με τον βασιλιά Παύλο, ο τελευταίος διέταξε τη σύλληψη του Παπάγου, που φυσικά δεν πραγματοποιήθηκε. Πρόσχημα αποτέλεσε η στρατιωτική ακόμη ιδιότητα του Παπάγου, που η κάθοδός του στην πολιτική παραβίαζε τον στρατιωτικό κανονισμό. Εμεινε παροιμιώδες το «συλλάβατε τον Στρατάρχην».
Ωστόσο, από τις αρχές ακόμη της 10ετίας του '50, προέκυπτε το εξής ζήτημα: Για πόσα χρόνια θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με τις ίδιες ακριβώς δομές και μεθόδους που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης και αργότερα; Μέχρι πότε θα μπορούσε να κυριαρχεί με την πιο ωμή τρομοκρατία; Και μέχρι πότε θα επένδυε στο ρόλο των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας η Μοναρχία θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από τον φυσικό φορέα της, που ήταν η κυβέρνηση, διεκδικώντας μάλιστα να έχει το πάνω χέρι;
Διαδήλωση, 1965 |
Το νέο σχήμα, που συσπείρωσε το σύνολο των δεξιών κομμάτων, ανέλαβε την ανασυγκρότηση και την ηγεμονία στην κούρσα της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, που υπήρξε γοργή.
Διεύρυνε τις συμμαχίες της αστικής τάξης, «τραβώντας» μαζί του μεγάλο ποσοστό των μεσαίων στρωμάτων της αγροτιάς, καθώς και των νέων μεσαίων στρωμάτων που διαμορφώθηκαν στις ειδικές συνθήκες της Κατοχής και μετά (μαυραγορίτες κ.ά.) και από τις ξένες βοήθειες (σχέδιο Μάρσαλ κ.ά.). Επιπλέον, η μεγάλη διεύρυνση του δημόσιου τομέα και ο οικονομικός ρόλος του δημιούργησαν ένα εκτεταμένο στρώμα, που είχε συμβολή στη στήριξη της ΕΡΕ.
Ετσι εξασφαλίστηκε η 11ετής αυτοδύναμη παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβερνητική εξουσία (1952-1963), φυσικά και με τη βοήθεια των νόθων εκλογικών συστημάτων και της νοθείας και τρομοκρατίας, όπως το 1961.
Στις εκλογές της 3ης του Νοέμβρη 1963 η «Ενωση Κέντρου» επιβλήθηκε της ΕΡΕ, κερδίζοντας τις 138 έδρες από τις 300 της Βουλής. Η ΕΡΕ πήρε τις 132.
Η πολιτική της «Ενωσης Κέντρου» έχει εξυμνηθεί από τους πολιτικούς και άλλους κύκλους του «κεντρώου» χώρου και σε συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Εχει μάλιστα χαρακτηριστεί ως μικρό φωτεινό διάλειμμα μιας μακριάς σκοτεινής πολιτικής περιόδου.
Η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» αύξησε μισθούς και μεροκάματα, ρύθμισε τα αγροτικά χρέη, κατάργησε μια σειρά ψηφίσματα του εμφυλίου πολέμου, έβαλε σε αχρησία τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων στο μεγαλύτερο βαθμό (εξαιρέθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι) και απέλυσε τους περισσότερους απ' τους εναπομείναντες πολιτικούς κρατούμενους. Προώθησε ορισμένους εκσυγχρονισμούς και στην εκπαίδευση.
Αυτή ήταν η μια όψη του νομίσματος. Γιατί:
Η «Ενωση Κέντρου» αρνήθηκε να απελευθερώσει όσους πολιτικούς κρατούμενους είχαν καταδικαστεί με το νόμο 375/1936 για κατασκοπία. Αυτοί αφέθηκαν ελεύθεροι αργότερα, το 1966, από την κυβέρνηση του Στ. Στεφανόπουλου (κυβέρνηση της... «αποστασίας»)! Στο ζήτημα του επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων η «Ενωση Κέντρου» ακολούθησε την ίδια τακτική με της ΕΡΕ: Την κατά περίπτωση έγκριση των αιτήσεων επαναπατρισμού. Και βεβαίως δεν κατάργησε τους νόμους 375 και 509/1947 (που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ), ενώ δε θέλησε να αναγνωρίσει ούτε την ΕΑΜική Αντίσταση!
Παράλληλα, η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» επιχείρησε με την περιβόητη εγκύκλιο 1010 να διαλύσει τη «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη» στα σχολεία, ενώ απειλούσε προοδευτικούς καθηγητές με απόλυση και τους καλούσε να γίνουν χαφιέδες! Κατά μαρτυρία του Π. Κανελλόπουλου, που δε διαψεύσθηκε, ο Γ. Παπανδρέου του είχε πει πως εξέταζε το ενδεχόμενο διάλυσης με νόμο γενικά της «Δ.Ν. Λαμπράκη».
Το αίτημα «15% για την Παιδεία», για το οποίο είχαν προηγηθεί σκληροί αγώνες, παραπέμφθηκε από το «Κέντρο» στις ελληνικές καλένδες.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ας προστεθεί ακόμη, όσον αφορά στα πεπραγμένα της «Ενωσης Κέντρου», ότι την προβοκάτσια στον Γοργοπόταμο, όπου βρήκαν το θάνατο 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 39, ο Γ. Παπανδρέου τη χαρακτήρισε ατύχημα!!
Αλλά εκεί που η «Ενωση Κέντρου» κυριολεκτικά αθέτησε κάθε προεκλογική υπόσχεση, ήταν ο Στρατός και τα Σώματα Ασφαλείας. Στην ουσία δεν αποτόλμησε ούτε πέτρα να κινήσει. Ο ΙΔΕΑ και οι φιλοβασιλικοί παρέμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους συνωμοτώντας και προκαλώντας ανοιχτά.
Το βράδυ της Πέμπτης 15 του Ιούλη 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Η παραίτηση ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης ανάμεσα στην κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» και στο Παλάτι, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Είχε προηγηθεί η γνωστή προβοκάτσια στον Εβρο με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και είχε αποδειχθεί ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Π. Μπέκιος και Κ. Ματάτης, οι οποίοι είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούνταν από το ΚΚΕ! Ο Παπανδρέου έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο αρχείο!...
Μετά την προβοκάτσια του Παπαδόπουλου ο Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον υπουργό Εθνικής Αμυνας, Πέτρο Γαρουφαλιά. Ωστόσο, παρά την απόφαση του Γ. Παπανδρέου, ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε!
Ο Κωνσταντίνος επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όμως ο πρωθυπουργός.
Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισμένος πρωθυπουργός», όπως είπε.
Ετσι, ο λαός είδε να παραιτείται ο πρωθυπουργός - μαζί και η κυβέρνησή του - επειδή ο Κωνσταντίνος δε δεχόταν να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας! Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!...
Την ίδια ώρα ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Είχαν προηγηθεί μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις. Σε εκείνη της 21ης του Ιούλη δολοφονήθηκε από την Αστυνομία ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Σωτήρης Πέτρουλας, ενώ υπήρχαν και πολλοί τραυματίες.
Το μεσημέρι της 18ης του Αυγούστου 1965 ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». Δύο 24ωρα μετά η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της «Ενωσης Κέντρου». Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών», ο Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»). Κατά ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της «Ενωσης Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» μέχρι τις 20 του Δεκέμβρη 1966. Την αντικατέστησε στις 22 του μήνα η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία (υπογράφτηκε μνημόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου - Παναγιώτη Κανελλόπουλου - Ανακτόρων, με την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη («ΤΑ ΝΕΑ», «ΤΟ ΒΗΜΑ») και Ελένης Βλάχου («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»).
Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967.
Στις 30 του Μάρτη η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές προκηρύχτηκαν για τις 28 του Μάη 1967. Δεν έγιναν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 - 1974).
Το διεθνές πολιτικό κλίμα σφραγιζόταν από τη συνολική αντιπαράθεση σοσιαλισμού - καπιταλισμού, με αιχμές τον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, καθώς και το Βιετνάμ. Τα ενδιαφέροντα και των δύο πλευρών στην περιοχή μας εστιάζονταν ιδιαίτερα στην Κύπρο και στις σχέσεις αραβικών κρατών - Ισραήλ, που είχαν ενταθεί εξαιρετικά και δύο χρόνια αργότερα οδήγησαν στον πόλεμο των 6 ημερών μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ.
Στο εσωτερικό συνεχίζονταν έντονα οι πιο ακραίες αντικομμουνιστικές φωνές.
Η υπερβολή και οι φανερές προβοκάτσιες οργίαζαν. Ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτηριζόταν «ο νέος Κερένσκι»! Στους «Λαμπράκηδες» και γενικά στην ΕΔΑ αποδίδονταν σχέδια ένοπλης κατάληψης της εξουσίας! Ο «από βορράν κίνδυνος» βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Ομάδες «αντιφρονούντων πολιτών» έκαναν τακτική την παρουσία τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ εκείνο το διάστημα είχαν ειδικούς λόγους αυτό το κλίμα να διατηρείται και να φουντώνει. Από τα κύρια προβλήματα (αν όχι το κύριο) που τις απασχολούσε να λυθούν ήταν το Κυπριακό.
Η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» είχε έρθει σε αντίθεση με τις ΗΠΑ για το Κυπριακό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ελληνική κυβέρνηση ερχόταν σε προστριβή με τις ΗΠΑ για το ανοιχτό αυτό θέμα. Από ένα σημείο και έπειτα οι ΗΠΑ είχαν αλλάξει τα σχέδιά τους για την Κύπρο. Δεν υιοθετούσαν πια το αίτημα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων για «ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα». Ηθελαν λύση ΝΑΤΟική.
Κατά τη συνάντηση με τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον στην Ουάσιγκτον, που απειλούσε και με ελληνοτουρκικό πόλεμο, ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να δεχτεί συνομιλίες με την Τουρκία στη βάση του αμερικανικού «σχεδίου Ατσεσον», που προέβλεπε μορφή διχοτόμησης της Κύπρου. Το «σχέδιο Ατσεσον» ο Γ. Παπανδρέου αρχικά το είχε αποδεχτεί, όπως είχε αποδεχτεί και τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, αλλά προσέκρουσε στη σθεναρή άρνηση του Προέδρου της Κύπρου, αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Από την άλλη, δεν ήταν αρεστές και ορισμένες θέσεις που εξέφραζε ο Α. Παπανδρέου, οι οποίες θεωρήθηκαν πολύ προχωρημένες για τα τότε δεδομένα, κυρίως τα διεθνή («η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», κ.ά). (Δεν είχε φτάσει η στιγμή που η αστική τάξη θα επέβαλλε την αναβάθμισή της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, «απολακτίζοντας» την από τον Εμφύλιο αναγκαστική «κηδεμονία» των ΗΠΑ στην από κοινού χάραξη της αστικής πολιτικής. Αυτός ακριβώς ο στόχος, μέσα από διαπάλη, ήταν το περιεχόμενο του «αντιαμερικανισμού» του Α. Παπανδρέου, που αργότερα υλοποιήθηκε πρωταρχικά από τον Κ. Καραμανλή και στη συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Και ναι μεν η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε κατά πολύ υποδεέστερη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, με όσες συνέπειες είχε και έχει αυτό, ωστόσο η εγχώρια αστική τάξη σαφώς αυτονομήθηκε και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ).
Κατά συνέπεια, οι εξελίξεις υποχρέωναν και την κυβέρνηση των ΗΠΑ να εγκαταλείψει την τακτική υποστήριξης του «Κέντρου», επιστρέφοντας στην τακτική της υπονόμευσής του και της υποστήριξης της Δεξιάς.
Ο Γ. Παπανδρέου ήρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν στις συνήθειές του. Και εξάλλου, ο ίδιος είχε διορίσει υπουργό Αμυνας τον Γαρουφαλιά, γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτή ήταν η επιθυμία των Ανακτόρων.
Βεβαίως, ας μη θεωρηθεί ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε αποφασίσει να τα «σπάσει» με το Παλάτι. Και μόνο το γεγονός ότι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του και δεν έδειξε αποφασιστικότητα απέναντι στη βασιλική πρόκληση, έδειχνε τις προθέσεις και το βαθμό της αντίθεσής του.
Από την άλλη, προχωρώντας στη ρήξη, ασφαλώς και γνώριζε ότι τα Ανάκτορα θα έδιναν τη μάχη από θέση ισχύος.
Γνώριζε ακόμη ο Γ. Παπανδρέου πως και ο Καραμανλής ακόμη δεν είχε κατορθώσει να υπερισχύσει. Η σύγκρουση του Καραμανλή με τα Ανάκτορα για τις βασιλικές σπατάλες ήταν η πρόφαση. Το ουσιώδες ήταν εκείνο που εκφράστηκε μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, με τη φράση: «Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτό τον τόπο;» (αν ειπώθηκε κατά λέξη ή όχι, δεν έχει σημασία, ισχύει το πνεύμα της φράσης). Πρόφαση ήταν, επίσης, και η άρνηση του Καραμανλή να ταξιδέψει η Φρειδερίκη στο Λονδίνο, για να παραβρεθεί στο γάμο της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας του Κεντ. Πρόβαλλε ως λόγο το να αποφύγει εκδηλώσεις εναντίον της, όπως το προηγούμενο περιστατικό με την Μπέττυ Αμπατιέλου (Πρόκειται για διαδήλωση στο Λονδίνο, όπου οι διαδηλωτές περίμεναν τη Φρειδερίκη και την αιφνιδίασαν έξω από το ξενοδοχείο «Κλάριτζ», για να της δώσουν υπόμνημα για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα).
Το καίριο ζήτημα, επομένως, ήταν και πάλι ο Στρατός. Ποιος θα τον ελέγχει. Στις επιστολές που απέστειλαν (3 ο Κωνσταντίνος προς Γ. Παπανδρέου και 2 ο δεύτερος προς τον πρώτο) το θέμα «Στρατός» τίθεται καθαρά. Εγραψε ο Γ. Παπανδρέου στην πρώτη απαντητική επιστολή του προς τον Γλίξμπουργκ: «9. Καθώς εκ των ανωτέρω συνάγεται, υφίσταται πράγματι θέμα λειτουργίας του δημοκρατικού μας Πολιτεύματος. Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τομείς του Κράτους. Δεν αποτελεί το υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα, εξαιρούμενον της εξουσίας της Κυβερνήσεως» (Σπ. Β. Μαρκεζίνης: «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας», τόμος 3ος, σελ. 123, εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ).
Στα «Ιουλιανά» ο Γ. Παπανδρέου εξέφραζε επιγραμματικά τον πυρήνα της σύγκρουσης: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπον; Ο βασιλεύς ή ο λαός; Στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός κυβερνά μέσω των νομίμως εκλεγομένων εκπροσώπων του».
Οι «αποστάτες» από την πλευρά τους ισχυρίστηκαν ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις. Οπως έλεγαν, εκεί οδηγούσε η σύγκρουση Παπανδρέου - Ανακτόρων.
Οι «αποστάτες» ενεργήσανε με συνέπεια, όσον αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εξέφραζαν και που εκείνη τη στιγμή πίστευαν ότι έπρεπε να τα υπερασπιστούν με τον συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον φορτίστηκε συναισθηματικά από το «Κέντρο» και το ΠΑΣΟΚ και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης των «αποστατών», για να κρυφτεί ο εξίσου βαθιά ταξικός χαρακτήρας της «Ενωσης Κέντρου» και η πολιτική της, όπως και του ΠΑΣΟΚ αργότερα.
Τόσο το «Κέντρο» όσο και το ΠΑΣΟΚ αποσιώπησαν ότι το φαινόμενο της λεγόμενης αποστασίας κάθε άλλο παρά πρωτοφανές ήταν. Και μάλιστα, ότι από τους πρώτους διδάξαντες μετά τον πόλεμο ήταν ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Παπάγου, παίρνοντας μαζί του και άλλους φίλους του βουλευτές.
Η μεταπήδησή τους δεν ήταν η μόνη. Τότε ακριβώς 35 πρώην υπουργοί και βουλευτές του «φιλελεύθερου» χώρου τάχθηκαν με τον Παπάγο. Ενώ το 1958 οι Γ. Ράλλης και Παν. Παπαληγούρας, μαζί με άλλους 13 βουλευτές της ΕΡΕ, «έριξαν» την κυβέρνηση Καραμανλή.
Το κίνημα των 70 ημερών (16/7 - 25/9) ήταν λαϊκή έξαρση, που, αν και χρωματίστηκε από την ηρωική και επίμονη δράση πλατιών μαζών, δεν έβγαινε από τα συνταγματικώς οριζόμενα.
Το πολιτικό στίγμα της σύγκρουσης δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από τα συνθήματα που κυριάρχησαν στις συνεχείς μεγάλες και μικρές διαδηλώσεις της εποχής, καθώς και έξω από τις επιδιώξεις των πολιτικών κομμάτων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις και συμμετείχαν σε αυτές (ΕΔΑ, «Ενωση Κέντρου»).
Τη σφραγίδα σε εκείνα τα γεγονότα την έβαλαν τα κυρίαρχα συνθήματα: «114», «Κάτω οι αυλόδουλοι», «Δημοκρατία», «Παπανδρέου», «Προδότες», «Μητσοτάκη κάθαρμα», «αποσταCΙΑ», «Κάτω η χούντα» κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η σάτιρα, που έβγαλε πολύ γέλιο, στη σκιτσογραφία και στις επιθεωρήσεις.
Σε αυτή τη βάση, ο Γ. Παπανδρέου χρησιμοποίησε το λαϊκό κίνημα.
Υπήρχαν, βεβαίως, και συνθήματα, όπως «Εξω οι Αμερικανοί», «Κάτω η μοναρχία», «Πάρ' τη μάνα σου και μπρος», σαφώς πιο προωθημένα από τα προηγούμενα, που φωνάζονταν κυρίως από δυνάμεις της «Νεολαίας Λαμπράκη».
Η ηγεσία της ΕΔΑ δεν έβλεπε άλλη διέξοδο για το λαό από την αναφανδόν υποστήριξη της «Ενωσης Κέντρου». Συμπαρατάχθηκε μαζί της σε όλα τα επίπεδα.
Την 16η του Φλεβάρη 1964, η ηγεσία της ΕΔΑ τη θεωρούσε μια μεγάλη χρονολογία στη ζωή του τόπου, που «μπορούσε να ανοίξει το δρόμο προς την αλλαγή, προς την πρόοδο και το μεγαλείο της πατρίδος και του λαού» (Η. Ηλιού, «Η ΚΡΙΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ», σελ. 305, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΘΕΜΕΛΙΟ»). Ο ίδιος έγραψε στο περιοδικό «Ελληνική Αριστερά», Αύγουστος 1965: «Αντίθετα από τους εχθρούς και τους υβριστές της λαϊκής κυριαρχίας, οι σύγχρονες αντιλήψεις για τη δημοκρατία θεωρούν ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα, χωρίς αυτόματα να διασφαλίζη τις δημοκρατικές λύσεις προς το συμφέρον των πλατειών εργαζομένων μαζών, παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι δυνατή η ανάπτυξη της πάλης για την πραγματική επικράτηση του Λαού και τη δυνατότητα για το ειρηνικό πέρασμα σε κοινωνικά δικαιότερες, σύμφωνες με το συμφέρον του Λαού, μορφές και θεσμούς κρατικής οργανώσεως και λειτουργίας. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση προς τούτο είναι η αναγόρευση του Λαού σε άμεσο ενεργό παράγοντα του πολιτεύματος».
Στρατηγική γραμμή της ΕΔΑ ήταν η πολιτική της συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων, για το προχώρημα της οποίας απωθούνταν σε δεύτερη μοίρα ακόμη και η κριτική προς το «Κέντρο» για τη μη τήρηση των προεκλογικών του δεσμεύσεων. Επιπλέον, για να μη ...δυσκολεύει τα πράγματα, η ηγεσία της ΕΔΑ πάλευε, ενώ θεωρούσε μαξιμαλιστική και αριστερίστικη την πάλη για την ντε φάκτο επιβολή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ.
Ετσι, η μόνη «προοπτική» που απέμενε στο λαό, ήταν εκείνη που επαφιόταν στους χειρισμούς της ηγεσίας του «Κέντρου».
Πολιτικός στόχος της ΕΔΑ ήταν η «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που θα πραγματοποιούνταν «μόνο με μια αγωνιστική πολιτική πατριωτικής συνεργασίας» (Το Α` Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», σελ. 56).
Στις δυνάμεις της πατριωτικής συνεργασίας περιλάμβανε και την «εθνική αστική τάξη», ενώ ως περιεχόμενο «της αλλαγής» προσδιόριζε «μέτρα στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, που θα εξασφαλίζουν την κίνησή του προς τα εμπρός σύμφωνα με τη θέληση της πλειοψηφίας του Λαού» (ό.π., σελ. 77).
Βεβαίως, αυτή η γραμμή δεν ήταν μόνο της ΕΔΑ. Ηταν πρωταρχικά του ΚΚΕ. Παράλληλα, το ΚΚΕ είχε παραιτηθεί από το καθήκον της δημιουργίας κομματικών οργανώσεων, αφού προηγουμένως είχε διαλύσει όσες υπήρχαν και τα μέλη τους είχαν ενταχθεί στην ΕΔΑ (απόφαση 8ης Ολομέλειας της ΚΕ - 1958).
Παράλληλα, η ΕΔΑ έπαψε να αποτελεί συνασπισμό κομμάτων και μετατράπηκε σε ενιαίο κόμμα, στην πράξη από το 1956. Συγκεκριμένα, η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ υπογράμμιζε: «Οι κομμουνιστές και οι συμπαθούντες πρέπει να μπουν στην ΕΔΑ για να δουλέψουν μέσα στις γραμμές της, για να τη μετατρέψουν σε μαζικό κόμμα, ικανό να οργανώσει τις δυνάμεις και να καθοδηγήσει τον αγώνα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, και των άλλων εργαζομένων στρωμάτων. Δεν πρέπει να επιδιώξουμε να οργανωθούνε οι κομμουνιστές ιδιαίτερα μέσα στην ΕΔΑ, γιατί αυτό θα μπορούσε να διευκολύνει τα χτυπήματα της Ασφάλειας ενάντια στους κομμουνιστές και θα έβαζε σε κίνδυνο την ίδια τη νόμιμη ύπαρξη της ΕΔΑ (...). Η ΕΔΑ είναι ενιαίο κόμμα, με πλατύ όμως χαρακτήρα» (Αρχείο ΚΚΕ, η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 60. Η υπογράμμιση είναι του κειμένου).
Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι και τα πιο προχωρημένα συνθήματα και διαθέσεις της περιόδου των «Ιουλιανών» εξέφραζαν ως προοπτική το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε αργότερα με τη συμβολή της ΝΔ και των «Κέντρου» - ΠΑΣΟΚ. Και πρέπει να επισημάνουμε ότι η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασε από τα χρόνια εκείνα, τότε δηλαδή, που: Οι Παπανδρέου λατρεύτηκαν και πλατιές λαϊκές μάζες, σε αυτές και ένα τμήμα της Αριστεράς, είδαν τα όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά στον αστικό εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το «Κέντρο» και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου!..
Οι εξελίξεις των χρόνων 1965-1966 είχαν στρώσει το δρόμο στην επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Οι 4 διαλέξεις του διακεκριμένου θεωρητικού της Σάββα Κωνσταντόπουλου στο «Χίλτον», το Μάρτη του 1966, την είχαν προαναγγείλει. Ηταν σαφέστατες ως προς αυτό που ετοιμαζόταν και επρόκειτο να ακολουθήσει. Και βεβαίως τα πράγματα εξελίχθηκαν, όπως «προφήτεψε» ο θεωρητικός της, ο οποίος, κλείνοντας την 4η διάλεξη, έλεγε: «Είναι η στιγμή να αναλάβη ο καθένας την ευθύνη του. Αν πέση η Δημοκρατία, δε θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Θα είμαστε όλοι ηττημένοι. Θα έχουμε αποδείξει, λαός και πολιτικοί ηγέτες, ότι δεν είμαστε άξιοι και ώριμοι για Δημοκρατία» (Σ. Κωνσταντόπουλου, «Ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 149, Αθήναι 1966). Σαφής...
Το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους, στο Στρατό, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες των ΗΠΑ, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσμού) μέσω της δικτατορίας, καταργώντας για περισσότερα από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε στην κυριαρχία της μια άλλη, που συνεχίζεται.