Το ματωμένο Δεκέμβρη του '44 η αστυνομία είχε διαταχθεί να σταματήσει τη διαδήλωση |
Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος - που ορίστηκε και πρόεδρος της Διάσκεψης - ενώ συμμετείχαν, επίσης, ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης (ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μαρκόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος, παρατηρητής εκ μέρους του αρχιεπισκόπου - αντιβασιλέα Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του πολιτικού του γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός συνεργάτης του Ωνάση.
Αθήνα Κυριακή 3 Δεκέμβρη του '44. Οι πρώτες ομάδες διαδηλωτών ξεκινούν από την Ομόνοια για το συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος |
Λουλούδια και πλακάτ στο χώρο όπου σκοτώθηκαν οι πρώτοι διαδηλωτές στην πλατεία Συντάγματος |
Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία πήγε στη Βάρκιζα με σαφείς και συγκεκριμένες θέσεις, τις οποίες ανέλυσε ο Γ. Σιάντος, στις 3/2, κατά τη δεύτερη μέρα των εργασιών της Διάσκεψης. Οι θέσεις αυτές είχαν καθοριστεί σε συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ προς το τέλος του Γενάρη και επιβεβαιώθηκαν σε σύσκεψη, που ακολούθησε, παρουσία ηγετικών στελεχών του Κόμματος και του Ηλ. Τσιριμώκου. Οπως μαρτυρεί ο Β. Μπαρτζιώτας,3 τόσο στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ όσο και στη σύσκεψη που ακολούθησε συμφωνήθηκε να μην υπογραφεί, σε καμιά περίπτωση, συμφωνία στην οποία δε θα προβλεπόταν η χορήγηση Γενικής Αμνηστίας. Μάλιστα, αποφασίστηκε να αποχωρήσει η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ από τη Διάσκεψη, αν η αντίπαλη πλευρά δε δεχόταν αυτόν τον όρο.
Δευτέρα 4 Δεκέμβρη 1944. Η κηδεία των θυμάτων της προηγούμενης μέρας γίνεται αφορμή για νέα μεγάλη διαδήλωση. Θα ακολουθήσει νέα επίθεση. Νέοι νεκροί... |
Σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό ζήτημα γινόταν αποδεχτή η διάλυση του ΕΛΑΣ υπό την προϋπόθεση ότι θα συγκροτούνταν εθνικός στρατός μέσα από τακτική στρατολογία, με κριτήριο την ηλικία και χωρίς τη συμμετοχή δοσίλογων, φασιστικών στοιχείων ή δήθεν εθελοντών. Ο στρατός αυτός θα ήταν πλαισιωμένος από στελέχη που δεν ήταν ένοχα δοσιλογισμού ή φασιστικών αντιλήψεων και με τη συμμετοχή βεβαίως των στρατιωτικών στελεχών του ΕΛΑΣ, αλλά και των απλών μαχητών του που πληρούσαν τους ηλικιακούς όρους στράτευσης.
Αυστηρότατη εκκαθάριση των Σωμάτων Ασφαλείας από τα δοσίλογα και φασιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τη δέσμευση του Γ. Παπανδρέου στο λόγο του στο Σύνταγμα στις 18/10/1944.
Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους δοσιλόγους και σταμάτημα των διώξεων, που άρχισαν με αφορμή τα Δεκεμβριανά, σε βάρος δημοκρατικών - αριστερών δημοσίων υπάλληλων, με την κατηγορία ότι «ηυνόησαν το κίνημα».
Χορήγηση Γενικής Αμνηστίας.
Συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των παρατάξεων.
Ταχύτατη διενέργεια εκλογών και δημοψηφίσματος. «Κατά τη γνώμη μας - είπε γι' αυτό το θέμα ο Γ. Σιάντος - η καλύτερη λύση θα ήταν να ορίζονταν από τώρα οι σχετικές ημερομηνίες».
Πολεμικό υλικό του ΕΛΑΣ παραδίδεται σε Βρετανούς στρατιώτες |
Μετά την ομιλία του Γ. Σιάντου, οι εργασίες της Διάσκεψης διακόπηκαν για δύο μέρες, στο διάστημα των οποίων λειτούργησε, όπως δείχνουν τα πράγματα, ένα οργιώδες παρασκήνιο, με στόχο να συρθεί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στη συνθηκολόγηση. Το θέμα που φαίνεται ότι δέσποσε αφορούσε στη Γενική Αμνηστία. Οι Εγγλέζοι και η αντίδραση γνώριζαν από τον Ηλ. Τσιριμώκο, που φρόντιζε να τους ενημερώνει για όλα λειτουργώντας ως ο άνθρωπός τους στις τάξεις του ΕΑΜ, ότι το ζήτημα αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε ρήξη. Δεν είχαν όμως καμιά διάθεση να υποχωρήσουν και να δεχτούν τη δίκαιη απαίτηση του λαϊκού κινήματος, γιατί επιδίωκαν μια κουτσουρεμένη αμνηστία που θα τους έλυνε τα χέρια, ώστε, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, δίπλα στη λευκή τρομοκρατία να αξιοποιήσουν και «νόμιμα» μέσα διώξεων, δηλαδή την ποινικοποίηση του ΕΑΜικού κινήματος που θα διευκόλυνε στη συντριβή του. Ετσι, διάλεξαν το μόνο δρόμο που είχαν πέραν της ρήξης. Κι αυτός ο δρόμος περνούσε μέσα από την αλλαγή της θέσης, που εξέφρασε διά στόματος Σιάντου η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ.
Η στιγμή των υπογραφών |
Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία, λοιπόν, υποχώρησε στο ζήτημα της αμνηστίας χωρίς να προβάλει ιδιαίτερες αντιστάσεις, αν και η εξουσιοδότηση που είχε από τα όργανα του κινήματος όχι μόνο δεν της επέτρεπαν κάτι τέτοιο αλλά αντίθετα την υποχρέωναν να προχωρήσει στη ρήξη με την άλλη πλευρά, δηλαδή στο βήμα της αποχώρησης από τις διαπραγματεύσεις. Πώς, όμως, έγινε αυτή η μεταστροφή; Ο καθηγητής Ιωάννης Γεωργάκης, σε μια συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο που δημοσιεύτηκε στη «Μεσημβρινή» το 1983 λέει σχετικά6: «Τελικά υποχώρησαν οι κομμουνιστές. Και υποχώρησαν όταν ο Ηλίας Τσιριμώκος πείστηκε από μένα την κρίσιμη εκείνη νύχτα να έρθει "από 'δώ"". Δηλαδή να υποστηρίξει τη θέση της κυβερνητικής πλευράς στο θέμα της αμνηστίας. Ηθελε να έχει ορισμένες εγγυήσεις ότι πράγματι αυτά που λέμε εμείς εκεί θα έχουν την υποστήριξη και της συμμαχικής πλευράς. Κι ότι δεν ήταν ένα είδος τρικλοποδιάς. Και τον πήρα και κατεβήκαμε στην Αθήνα στις 2 το πρωί. Και τον πήγα στην αγγλική πρεσβεία, όπου ο Μακμίλαν του έδωσε το λόγο... του ότι "αυτά που σας λέει ο κ. Γεωργάκης και αυτά που λέει η κυβέρνηση εμείς σας τα εγγυόμεθα". Και επιστρέψαμε πίσω με τον Τσιριμώκο, ο οποίος έδωσε μια εξήγηση περί της απουσίας του, ότι ήταν άρρωστη δήθεν η μητέρα του. Τότε πλέον ο μονολιθισμός της κομμουνιστικής παράταξης που μέχρι τότε παρετηρείτο έσπασε. Και ειδοποίησα τους Αγγλους επίσημους και επισπεύσαμε τη μονογραφή της συμφωνίας».
Βέβαια ο Γεωργάκης δε λέει όλη την αλήθεια, είτε από πρόθεση - είτε γιατί δε θυμάται καλά. Οπως έχει αποδείξει, μέσα από έρευνα των αγγλικών πηγών, ο γνωστός δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής Φ. Οικονομίδης, ο Τσιριμώκος δεν πέρασε με την άλλη πλευρά στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Βάρκιζα αλλά πριν αυτές ξεκινήσουν7. Συγκεκριμένα ο Τσιριμώκος, πέραν του Γεωργάκη και του Δαμασκηνού, είχε έρθει σε επαφή και με τον επικεφαλής του κλιμακίου της Ιντέλιντζενς Σέρβις στην Αθήνα Ντέιβιντ Μπάλφουρ (Ο Μπάλφουρ είναι ο περίφημος Πάτερ Δημήτριος στο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού). Σύμφωνα δε με τον τότε εκπρόσωπο της βρετανικής κυβέρνησης στην Αθήνα Χ. Μακμίλαν «ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν σχετικά με τη γραμμή που θα ακολουθούσαν (σ.σ. που θα ακολουθούσε δηλαδή η ΕΑΜική αντιπροσωπεία στις διαπραγματεύσεις) και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει»8.
Μια μικρή, ελάχιστη, γεύση για το ρόλο του Τσιριμώκου έδωσε πολύ αργότερα και ο Μ. Παρτσαλίδης: «Είναι αλήθεια - μαρτυρεί ο Παρτσαλίδης9 - ότι ο Τσιριμώκος ήταν αυτός που περισσότερο ήθελε να υποχωρήσουμε. Και να ζητήσουμε εγγυήσεις για να περιοριστεί όσο ήταν δυνατόν ο κίνδυνος να επεκταθούν οι διώξεις. Προσωπικά είχα προτείνει στο Σιάντο όχι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, αλλά να δηλώσουμε ότι πάνω στο θέμα αυτό, επειδή έχουμε δέσμευση από το ΕΑΜ και την ΚΕ του Κόμματος που αντιπροσωπεύαμε, πρέπει να μας δοθεί η δυνατότητα να συζητήσουμε την άρνηση της κυβέρνησης υπεύθυνα και στην ΚΕ του ΕΑΜ και στην ΚΕ του ΚΚΕ στα Τρίκαλα... Τελικά όμως ο Σιάντος κατέληξε στο ότι μια καθυστέρηση της υπογραφής της συμφωνίας δεν επρόκειτο να μας ωφελήσει... και συμφωνήσαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε την υποχώρηση για να μην τρεναριστεί άλλο η υπόθεση. Κακώς βέβαια...».
Δε χωράει αμφιβολία ότι ο Τσιριμώκος έπαιξε άσχημο παιχνίδι τότε σε βάρος του ΕΑΜ και του λαϊκού κινήματος. Ομως είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι σ' εκείνον βρίσκεται η κύρια ευθύνη για τις υποχωρήσεις της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, τουλάχιστον στο ζήτημα της αμνηστίας ή και γενικότερα σε όλα τα ζητήματα. Αν οι κομμουνιστές αντιπρόσωποι δεν είχαν οι ίδιοι υποχωρητική συμπεριφορά ήταν αδύνατο ο Τσιριμώκος να τους παρασύρει στη συνθηκολόγηση.
Με την υποχώρηση στο ζήτημα της αμνηστίας η αρχή της συνθηκολόγησης είχε γίνει. Αφού, μάλιστα, οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι υποχώρησαν σ' αυτό που είχαν θέσει ως αδιαπραγμάτευτη αρχή, δεν είχαν πλέον κανένα πρόβλημα να πάρουν την κάτω βόλτα υπαναχωρώντας και στις υπόλοιπες διεκδικήσεις τους. Ετσι φτάσαμε στην υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας.
Για το ζήτημα της αμνηστίας η συμφωνία προέβλεπε στο άρθρο 3 ότι αμνηστεύονται μόνο «τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα, κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος». Το άρθρο αυτό, με τη διατύπωση που είχε, έδωσε τη δυνατότητα στην αντίδραση να εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, χαλκεύοντας κατηγορίες για διάπραξη κοινών αδικημάτων στην περίοδο της κατοχής.
Για τα άλλα, κύρια, ζητήματα, η συμφωνία προέβλεπε: Αποστράτευση του ΕΛΑΣ και συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία. Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από δοσίλογους και φασιστικά στοιχεία. Διενέργεια δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών μέσα στο 1945. Τέλος η συμφωνία δεν προέβλεπε συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης αλλά ούτε και έθιγε το θέμα της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα10.
Η συμφωνία της Βάρκιζας είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Εχει τονιστεί, σ' ό,τι αφορά το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ότι επρόκειτο για έναν απαράδεκτο συμβιβασμό, για μια συνθηκολόγηση άνευ όρων. Εχει όμως εκφραστεί και η άποψη πως ό,τι έγινε - καλώς έγινε, ότι δεν υπήρχαν περιθώρια να συνεχίσει το ΕΑΜικό κίνημα τον πόλεμο έξω από την Αθήνα προσδοκώντας σε ευνοϊκά αποτελέσματα ή ότι ο συμβιβασμός αυτός ήταν αποτέλεσμα παραίνεσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και ιδιαίτερα του ΚΚΣΕ. Υποχρεούμαστε, συνεπώς, να σταθούμε σ' αυτές τις εκτιμήσεις πιο αναλυτικά, ξεκινώντας απ' την τελευταία που θεωρεί ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ οδηγήθηκαν στο συμβιβασμό της Βάρκιζας με ευθύνη των Σοβιετικών.
Οι υποστηριχτές αυτής της άποψης χρησιμοποιούν ως επιχείρημα το γνωστό τηλεγράφημα του Δημητρόφ προς το ΚΚΕ με το οποίο ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης - τότε είχε την ευθύνη επαφής του ΚΚΣΕ με τα ΚΚ ανά τον κόσμο - συμβούλευε, κατά κάποιο τρόπο, για συμβιβασμό, κάτι που το ΕΑΜικό κίνημα δεν είχε αποκλείσει ως πιθανό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεών του με την αντίπαλη πλευρά. Το τηλεγράφημα του Δημητρόφ λήφθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ στις 15 Γενάρη του '45 και έχει ως εξής:
«Ο Παππούς νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους Ελληνες συντρόφους απ' έξω γενικά αδύνατη. Βοήθεια από μέρους της Βουλγαρίας ή Γιουγκοσλαβίας η οποία θα τους δέσμευε με το μέρος του ΕΛΑΣ εναντίον ενόπλων αγγλικών δυνάμεων, σήμερα λίγο θα βοηθήσει τους Ελληνες συντρόφους ενώ πάρα πολύ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Ολα αυτά πρέπει να τα υπολογίζουν οι φίλοι μας οι Ελληνες.
Ελληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας από αυτή ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι' αυτούς. Δεν πρέπει τραβήξουν σχοινί. Αλλά δείξουν εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών για να διατηρήσουν όσον το δυνατόν δυνάμεις τους και να περιμένουν ευνοϊκότερη στιγμή για πραγματοποίηση δημοκρατικού τους προγράμματος. Για το ελληνικό κόμμα το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ.
Γιατί ΕΑΜ, ΓΣΕΕ και χωριστές προσωπικότητες ηγέτες δεν απευθύνονται επίσημα στα Συνδικάτα και Εργατικό Κόμμα Αγγλίας, στις αμερικάνικες μαζικές οργανώσεις και Συνδικάτα και κοινή γνώμη εξωτερικού για να διαφωτίσουν για σκοπούς και χαρακτήρα πάλης τους, για να ξεσκεπάσουν ελληνική αντιδραστική κλίκα και τους καλέσουν ενίσχυσή τους; Αυτό θα 'πρεπε να κάνουν με όλους δυνατούς τρόπους και μέσα ακατάπαυστα»11.
Δε χωράει αμφιβολία ότι αυτό το τηλεγράφημα έπαιξε ρόλο αλλά όχι φυσικά αυτόν που ισχυρίζονται όσοι το αξιοποιούν για να δικαιολογήσουν τις υποχωρήσεις που έκανε στη Βάρκιζα το ΕΑΜικό κίνημα. Και τούτο για τον απλό λόγο ότι είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα μια συμβουλή για συμβιβασμό και ο συγκεκριμένος συμβιβασμός αυτός καθ' αυτός. Σε τελευταία ανάλυση την τελική ευθύνη των αποφάσεων την είχε το ΕΑΜ και πρωτίστως το ΚΚΕ ως καθοδηγητική του δύναμη που συγκέντρωνε και τον κύριο όγκο των δυνάμεών του. Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το όλο ζήτημα του συμβιβασμού της Βάρκιζας παίχτηκε σε ελληνικό έδαφος. Εδώ έγιναν οι προετοιμασίες της κάθε πλευράς για τις θέσεις που θα προέβαλε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, εδώ έγιναν οι διαπραγματεύσεις, εδώ έγιναν οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, εδώ ασκήθηκαν οι πιέσεις που οδήγησαν τους εκπροσώπους του ΚΚΕ να συμβιβαστούν κατ' αρχήν στο ζήτημα της αμνηστίας και στη συνέχεια σ' όλα τα υπόλοιπα.
Από το τηλεγράφημα του Δημητρόφ, κατά τη γνώμη μας, εκείνο που ίσως βάρυνε περισσότερο στις αποφάσεις των εκπροσώπων του ΚΚΕ στη Βάρκιζα και ειδικά στις αποφάσεις του Γ. Σιάντου, είναι μάλλον η συμβουλή του Βούλγαρου ηγέτη ότι για το ΚΚΕ "το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ". Και τέτοιος κίνδυνος για διάσπαση του ΕΑΜ εκφράστηκε, τουλάχιστον ως απειλή, τόσο πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τη στάση που κράτησε ο Σβώλος ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ΕΑΜική αντιπροσωπεία που θα πήγαινε στη Βάρκιζα, όσο και κατά τις διαπραγματεύσεις με τη στάση που κράτησε ο Τσιριμώκος. Οφείλουμε όμως να βλέπουμε την αλήθεια με το κεφάλι προς τα πάνω κι όχι απ' την ανάποδη. Στην περίπτωση που αυτή η συμβουλή Δημητρόφ βάρυνε αποφασιστικά, το κύριο ζήτημα εδράζεται στο γεγονός ότι οι κομμουνιστές αντιπρόσωποι στη Βάρκιζα σύρθηκαν πίσω από τον Τσιριμώκο και τους φίλους του επειδή δεν είχαν ορθή εκτίμηση για την εμβέλεια των συμμάχων του ΚΚΕ μέσα στο ΕΑΜ, επειδή δεν είχαν ορθή εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων - στρατιωτικά και πολιτικά - μέσα στην ελληνική κοινωνία και της επιρροής του Κόμματος μέσα στις λαϊκές μάζες, επειδή δε στάθμισαν σωστά τη συγκυρία.
Για να εκτιμήσει κανείς σωστά το χαρακτήρα που είχε ο συμβιβασμός στη Βάρκιζα θα πρέπει, αναμφίβολα, να εξετάσει τη στρατιωτική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι αντίπαλες δυνάμεις εκείνη την περίοδο. Ειδικά για το ΕΑΜικό κίνημα, αυτό σημαίνει να εξεταστεί η δυνατότητα που είχε για συνέχιση του πολέμου έξω από την Αθήνα. Προτού, όμως, αναφερθούμε σ' αυτό το θέμα, οφείλουμε να ρίξουμε μια ματιά στην εικόνα που παρουσίαζε η Ελλάδα όταν ξεκινούσε η Διάσκεψη της Βάρκιζας, παραθέτοντας πηγές από την άλλη πλευρά, δηλαδή μη ΕΑΜικές ή και ακραιφνώς αντιΕΑΜικές. Ο Αλ. Ζαούσης αναφέρει με ειλικρίνεια πλήθος ιστορικών στοιχείων, που επιβεβαιώνουν ότι ο συσχετισμός δυνάμεων στην Ελλάδα ήταν εμφανώς υπέρ του ΕΑΜ, ενώ οι Αγγλοι και οι ντόπιοι σύμμαχοί τους ήταν σε δεινή θέση. Μεταξύ άλλων, σημειώνει12: «Το γεγονός ότι η στρατιωτική κατάσταση τις παραμονές της Βάρκιζας δεν ήταν τόσο ευνοϊκή για τους Βρετανούς και την κυβέρνηση, είχε κατά κάποιο τρόπο διαρρεύσει και στον Τύπο. Στις 16/1/45, η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Πάνου Κόκκα κυκλοφόρησε μ' έναν εύγλωττο χάρτη της Ελλάδας, που αποδείκνυε ότι ο ΕΛΑΣ κατείχε ακόμα τα 3/4 της χώρας. Και ότι ουσιαστικά στο μεν βορρά οι Βρετανοί ήλεγχαν μόνο τη Θεσσαλονίκη, ενώ στην Πελοπόννησο κρατούσαν μόνο τα βόρεια παράλια». Ο γνωστός θεωρητικός του αντικομμουνισμού Θ. Παπακωνσταντίνου παραδεχόταν, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ότι «το ΚΚΕ είχε χάσει οριστικώς τη μάχην των Αθηνών, αλλά η Εθνική Κυβέρνησις δεν είχε κερδίσει τη μάχην της Ελλάδος»13. Κι ο, επίσης αντικομμουνιστής, Α. Ι. Κοραντής συμπληρώνει14: «Ητο εκτός πραγματικότητος η συζήτησις περί καταστροφής του ΕΛΑΣ διά των όπλων, ως είχαν ήδη αναγνωρίσει οι Μακμίλαν και Αλεξάντερ. Πράγματι, εκ της δημοσιεύσεως εις αθηναϊκήν εφημερίδα χάρτου, προέκυπτεν ότι ο ΕΛΑΣ κατείχεν εισέτι τα τρία τέταρτα της επικρατείας (27 περιοχές επί συνόλου 31), συμπεριλαμβανομένης ολοκλήρου της Βορείου Ελλάδος εκτός της Θεσσαλονίκης και του πλείστου της Πελοποννήσου πλην της βορείου ζώνης».
Πέραν των παραπάνω, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν είχε πάρει μέρος στα Δεκεμβριανά και είχε παραμείνει ανέπαφος. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για τις πιο ετοιμοπόλεμες και εμπειροπόλεμες δυνάμεις του. Επιπλέον, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ συνέχιζαν να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Αν, επομένως, συνεχίζονταν οι μάχες έξω από την Αθήνα, οι βρετανικές δυνάμεις τόσο από άποψη όγκου, όσο και από άποψη διάταξης και εκπαίδευσης δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τον ΕΛΑΣ. Κατ' αρχήν, δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, ούτε να συναγωνιστούν μαζί του στον ανταρτοπόλεμο. Για τις δυνατότητες του ΕΛΑΣ, αλλά και τις προετοιμασίες που γίνονταν ώστε να αντιμετωπίσει τους Εγγλέζους, μετά την υποχώρηση από την Αθήνα, ο Σαράφης αναφέρει: «Ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο για πολύ καιρό κατά των Αγγλων και των κυβερνητικών Ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί». Στη συνέχεια, αφού σημειώνει τις σχετικές διαταγές που εκδόθηκαν γι' αυτήν την προετοιμασία, ο αρχηγός του ΕΛΑΣ τονίζει15: «Στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος ν' αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση».
Τις δυνατότητες που είχε ο ΕΛΑΣ να κάνει πόλεμο έξω από την Αθήνα - και τις δικές τους αδυναμίες να τον αντιμετωπίσουν - παραδέχονται και οι Εγγλέζοι. Ο στρατάρχης Αλεξάντερ, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο την περίοδο 1944-1945 (αντικατέστησε τον Ουίλσον), στις 21 Δεκέμβρη του '44, έγραφε στον Τσόρτσιλ16: «Εάν υποθέσωμε ότι ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί τον αγώνα, νομίζω ότι θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσωμε την περιοχή Αθηνών - Πειραιώς και να την κρατήσωμε σταθερά, αλλά έτσι δε νικούμε τον ΕΛΑΣ σε σημείο που να τον αναγκάσωμε να συνθηκολογήση. Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνωμε περισσότερα και να αναλάβωμε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Γερμανοί κατά την κατοχή είχαν διατηρήσει έξι έως επτά μεραρχίες στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτός από τις τέσσερις περίπου στα νησιά. Ακόμα και έτσι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν σταθερά ανοικτές τις γραμμές επικοινωνιών των, και δεν είμαι βέβαιος ότι θα συναντήσωμε λιγώτερο ισχυρά αντίσταση και λιγότερο αποφασιστική από όσην συνήντησαν εκείνοι. Πρέπει να επιβλέπωμε πολύ προσεκτικά τις προθέσεις των Γερμανών στο ιταλικό μέτωπο. Τα τελευταία γεγονότα στη Δύση και η σιωπή της 16ης μεραρχίας των S.S., που ευρίσκονται μπροστά στην 5η αμερικανική στρατιά, δείχνουν κάποιον ελιγμό που πρέπει να προσέξωμε. Σημειώνω τα γεγονότα αυτά για να κάνω σαφή την κατάσταση και να σας υπογραμμίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθή με στρατιωτικά μέσα. Η λύση θα ευρεθή στον πολιτικό τομέα.
Γενικά, γνωρίζετε, ελπίζω, ότι μπορείτε πάντοτε να υπολογίζετε πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να εκπληρώσω τις επιθυμίες σας, αλλά εύχομαι να κατορθώσετε να βρήτε μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, γιατί έχω πεισθή ότι κάθε στρατιωτική ενέργεια, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθήνας και Πειραιά, θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες των σημερινών μας δυνάμεων». Την επομένη, 22 του μηνός, ο Τσόρτσιλ απαντούσε: «Δεν υπάρχει θέμα να συνεχίσωμε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση εκτός από την εκκαθάριση της περιοχής Αθηνών - Πειραιώς».
Μπροστά σ' αυτές τις αποκαλυπτικές ομολογίες των Βρετανών, δεν είναι δυνατόν να προσθέσει κανείς τίποτε περισσότερο. Αποδεικνύεται περίτρανα ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν μια συνθηκολόγηση του ΕΑΜικού κινήματος, ένας απαράδεκτος συμβιβασμός και από στρατιωτική και από πολιτική άποψη.
Την εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας τη σημάδεψε η Συμφωνία της Βάρκιζας. Και για να έχει αντίληψη ο αναγνώστης περί τίνος επρόκειτο, αντί επιλόγου αναφέρουμε τούτο: Την ημέρα της υπογραφής της Συμφωνίας, η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, στο πρώτο σχόλιό της, ανέφερε με σαρκασμό: «Με όλους τους κανόνας της γερμανικής τακτικής έγινε χθες την πρωίαν εις το Περιστέρι ''μπλόκος'' κλασικού τύπου. Χωροφύλακες, εθνοφύλακες και αστυφύλακες πολλοί, έφθασαν εις το προάστειον, αφύπνισαν με πυροβολισμούς τους κατοίκους και συνεκέντρωσαν όλους τους άρρενας από 14 μέχρις 60 ετών. Κατόπιν τους παρέταξαν κατά επαγγέλματα και διέταξαν τους ανήκοντας εις το ΕΑΜ να δηλώσουν τούτο μόνοι των. Ακολούθως ορισμένα άτομα - τα οποία χθες δεν έφερον προσωπίδας - υπεδείκνυον εις τους χωροφύλακας τους κατά την κρίσιν των επικινδύνους εκ των ΕΑΜιτών, οι οποίοι ωθούμενοι, λακτιζόμενοι και πληττόμενοι δι' υποκοπάνων εφορτώθησαν επ' αυτοκινήτων και ωδηγήθησαν εις διάφορα κρατητήρια. Η λαμπρά τελετή διήρκεσεν επί πέντε ώρας, προς μεγάλην ικανοποίησιν των κατοίκων, οι οποίοι σκέπτονται ότι η Γερμανία ηττάται, αλλά αι μέθοδοί της παραμένουν αθάνατοι»17. Τα σχόλια περιττεύουν.-
1 Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 3/2/1945 και Γ. Ανδρουλιδάκη: «Κείμενα», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 66-67
2 «"Ριζοσπάστης" περίοδος 1941-1945 - Κατοχή - Δεκεμβριανά», Εκδόσεις «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 361
3 Β. Μπαρτζιώτας: «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 427
4 «Ριζοσπάστης» 8/2/1945, στο «"Ριζοσπάστης" περίοδος 1941-1945 - Κατοχή - Δεκεμβριανά», Εκδόσεις «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 364
5 Για τις επιστολές αυτές βλέπε: Εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα», 7/2/1945, «Η Συμφωνία της Βάρκιζας - Ολα τα σχετικά Κείμενα», Εκδοσις της Διευθύνσεως Τύπου και Πληροφοριών, Αθήναι, Φεβρουάριος 1945 και Π. Βενάρδου: «Η συμφωνία της Βάρκιζας», εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 45-46.
6 Π. Βενάρδου, στο ίδιο, σελ. 103
7 Φ. Οικονομίδης: «Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους», εκδόσεις ΟΡΦΕΑΣ, σελ. 28-34
8 Φ. Οικονομίδης, στο ίδιο, σελ. 29
9 Π. Βενάρδου, στο ίδιο, σελ. 98
10 Βλέπε ολόκληρη τη Συμφωνία: «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Ε` σελ. 411-416
11 «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τόμος Ε`, έκδοση ΚΚΕ Εσωτερικού, Αθήνα 1974 και Ρώμη 1973 σε επιμέλεια Α. Παπαπαναγιώτου, σελ. 325-326
12 Αλέξανδρος Ζαούσης: «Οι δύο όχθες 1939-1945 - Μια προσπάθεια για εθνική συμφιλίωση», εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, μέρος Β` (II), σελ. 790
13 Θ. Φ. Παπακωνσταντίνου: «Ανατομία της Επαναστάσεως», Αθήναι 1952, σελ. 181
14 Α. Ι. Κοραντή: «Πολιτική και Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος 1941-1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος β`, σελ. 314
15 Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 559-560
16 Ουιν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος - Απομνημονεύματα», εκδόσεις: «Ελληνική Μορφωτική Εστία», μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος ΣΤ, σελ. 336
17 Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 12/2/1945 και Γ. Ανδρουλιδάκη: «Κείμενα», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 62