Κυριακή 27 Φλεβάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Η υποδεέστερη και εξαρτημένη θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε γενικά στην «αλληλεξάρτηση των καπιταλιστικών οικονομιών», επομένως και στις σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών γενικά και πιο ειδικά στην εποχή του ιμπεριαλισμού, κάτω και από τη δράση της ανισόμετρης ανάπτυξης. Εχει μεγάλη σημασία, από την άποψη του αγώνα της εργατικής τάξης και της κατεύθυνσής του, η ολοκληρωμένη γνώση της δράσης του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος και των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη, όπως αυτές διαμορφώνονται από τη θέση τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, η συνεχής παρακολούθησή τους και η μελέτη τους. Αφ' ενός μεν, γιατί αντικειμενικά οι σχέσεις αυτές δεν είναι ισότιμες, αφ' ετέρου γιατί οι μεταξύ τους αντιθέσεις και ανταγωνισμοί, όπως και η μεταξύ τους δημιουργία συμμαχιών και συνασπισμών, προσωρινών ή πιο μόνιμων, εμπεριέχουν ταυτόχρονα και το στοιχείο του συμβιβασμού και του ανταγωνισμού.

Σ' αυτές τις τάσεις, και στη διαμόρφωση αυτών ή των άλλων σχέσεων μεταξύ των οικονομιών και των κρατών, επιδρά και το στοιχείο της «δύναμης» της καπιταλιστικής οικονομίας, των μονοπωλίων, και του καπιταλιστικού κράτους. Αυτό όμως δεν μπορεί να διαχωρίζεται και να εξετάζεται αυτοτελώς, έξω από αυτό που πραγματικά υπηρετεί, την αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε κάθε κράτος, την ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, την ενίσχυση της πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου. Επομένως, τόσο η εσωτερική πολιτική που εφαρμόζεται σε κάθε χώρα, όσο και η εξωτερική της πολιτική καθορίζεται από τη θέση της στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, αλλά υπηρετεί συνειδητά την αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης και την ενίσχυσή τους. Βεβαίως, οι σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη ή ομάδες κρατών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα επιδρούν στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, στις αντιθέσεις ανάμεσα σε κράτη που βρίσκονται σε υποδεέστερη και εξαρτημένη θέση μιας περιοχής, είναι και αποτέλεσμα αυτών των αντιθέσεων αλλά επιδρούν και στις εσωτερικές αντιθέσεις των κρατών, τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου, όσο κυρίως στις ταξικές, ανάμεσα στις αντίπαλες τάξεις, αντιθέσεις.

Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι μια ολόκληρη ιστορική εποχή στην εξέλιξη του καπιταλισμού και χαρακτηρίζει τις καπιταλιστικές κοινωνίες, σ' όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού σ' αυτές, ανεξάρτητα από τη μεταξύ τους ανισόμετρη ανάπτυξη.

«Στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι ενταγμένες όλες οι καπιταλιστικές χώρες, ανεξάρτητα του επιπέδου ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, ανεξάρτητα με ποιες μορφές και τρόπους γίνεται η ένταξη, η ενσωμάτωση, δηλαδή αν γίνεται μέσω της ένταξης στις διακρατικές περιφερειακές, παγκόσμιες καπιταλιστικές ενώσεις ή μέσα από προγράμματα "βοήθειας" των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών οργανισμών, μέσα από τις αναβαθμισμένες διακρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, την εξαγωγή κεφαλαίων και εμπορευμάτων, μέσω των στρατιωτικών επεμβάσεων και του πολέμου γενικότερα, με ανοιχτές ή συγκαλυμμένες επεμβάσεις στη διαμόρφωση ή αναπαλαίωση του πολιτικού συστήματος κλπ...

Η θέση μιας χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το κριτήριο της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά συνολικά από την οικονομική της ισχύ, την πολιτική και στρατιωτική της ισχύ. Στους κόλπους του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος γίνονται βεβαίως και ανακατατάξεις και αλλαγές στη θέση και το ρόλο μιας χώρας, ανάλογα πώς εξελίσσονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι άξονες και αντιάξονες, παίζουν ρόλο οι τοπικές και περιφερειακές εξελίξεις κλπ., επηρεάζονται βεβαίως και από την πρόοδο και τις κατακτήσεις των λαϊκών κινημάτων, τις εσωτερικές εξελίξεις στο συσχετισμό δύναμης της μιας ή της άλλης χώρας» (από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002, σελ. 91 - 92).

Επομένως, η μελέτη, η ερμηνεία της πολιτικής, που εφαρμόζουν οι αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας, πρέπει να παίρνει υπόψη όλα τα παραπάνω στη διαλεχτική μεταξύ τους σχέση. Και με βάση αυτά να συνειδητοποιούνται οι επιλογές στις συμμαχίες της άρχουσας τάξης, στην ενσωμάτωση σε διεθνείς και περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και ενώσεις, (π.χ. Ευρωπαϊκή Ενωση). Γιατί αυτό επιδρά και καθορίζει και τα καθήκοντα της πάλης της εργατικής τάξης, τόσο τα άμεσα, όσο και τη σχέση τους με την προοπτική και την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής, του αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Με βάση τα παραπάνω επομένως, η πολιτική που εφαρμόζεται από τις αστικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, και η εσωτερική και η εξωτερική, αντανακλά και την υποδεέστερη και εξαρτημένη θέση του ελληνικού καπιταλισμού και οι όποιες επιλογές εμφανίζονται ως «αναγκαστική εφαρμογή», με την έννοια ότι οι αστικές κυβερνήσεις δεν αντιτάσσονται σ' αυτές, παρά τη φαινομενικά αρνητική επίδραση στη χώρα, είναι συνειδητές επιλογές που προκύπτουν από τη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και ωφελούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου γενικά.

Για παράδειγμα, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και μετά στην ΕΕ και την ΟΝΕ, ήταν επιλογή που εξυπηρετούσε τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, παρά το γεγονός ότι ορισμένα τμήματά της χτυπήθηκαν από την ενιαία εσωτερική αγορά, ή από τις γενικότερες διεθνείς συμφωνίες της Ενωσης με τρίτες χώρες, οι οποίες και είναι υποχρεωτικά εφαρμόσιμες από κάθε κράτος - μέλος. Σ' αυτό οφείλεται και το χτύπημα, για παράδειγμα, των κλάδων κλωστοϋφαντουργίας, ιματισμού και δέρματος, της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας που οδήγησε στις εισαγωγές σε βάρος της εθνικής παραγωγής στην Ελλάδα, ή της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας, για την οποία Γερμανία και Ολλανδία, απαιτούσαν τη μη ανάπτυξή της σε άλλα κράτη όπως η Ελλάδα, επειδή ήθελαν να έχουν σχεδόν την αποκλειστικότητα στον κλάδο. Η αστική τάξη στην Ελλάδα, βεβαίως, συνολικά δεν έχασε απ' αυτή την εξέλιξη, αφού αναπτύχθηκαν άλλοι τομείς, π.χ. τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, πληροφορική, κατασκευαστικές εταιρίες κλπ. και μάλιστα στη διαπλοκή τους με το διεθνικό κεφάλαιο κάνουν εξαγωγές κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή, (Βαλκάνια, Παρευξείνια κλπ.). Ενα, επίσης, βασικό ζήτημα είναι ότι, μέσω της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικές διακρατικές ενώσεις, ενισχύεται η εξουσία της αστικής τάξης της χώρας που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση.

«Επομένως η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα έχουν ανάγκη να γνωρίσουν και να κατανοήσουν βαθύτερα, στον πυρήνα του το πρόβλημα: της συμπεριφοράς της αστικής τάξης, των κυβερνήσεων των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έναντι των κυβερνήσεων των λιγότερο αναπτυγμένων και εξαρτημένων χωρών και αντίστροφα. Να το κατανοήσουν ταξικά και όχι με επιφανειακά ηθικά κριτήρια συμπεριφοράς, π.χ. με το διαχωρισμό αφέντες και υπηρέτες, ισχυροί και δουλοπρεπείς, υποτελείς.

Οι αντιφάσεις που παρουσιάζονται στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους με υποδεέστερη θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπως η Ελλάδα, επομένως με ισχυρότερους δεσμούς εξάρτησης, είναι αποτέλεσμα αδυναμίας υπεράσπισης συμφερόντων που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα ισχυρότερου ή ισχυρότερων κρατών. Η σύγκρουση συμφερόντων διευθετείται υπέρ του ισχυρότερου κράτους με μεγαλύτερη ή μικρότερη συμφωνία του ασθενέστερου. Ενα καπιταλιστικό κράτος όπως η Ελλάδα για να αντιδράσει σε μια ηγετική ιμπεριαλιστική δύναμη όπως οι ΗΠΑ, πρέπει να έχει κοινά συμφέροντα και συμμαχία με άλλα καπιταλιστικά κράτη. Ιστορικά αυτό έχει επιβεβαιωθεί από την πρώτη στιγμή διαμόρφωσης του ελληνικού αστικού κράτους έως σήμερα». (Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 109).

Ετσι, για παράδειγμα, το προπαγανδιστικό επιχείρημα ότι εφαρμόζεται μια συγκεκριμένη πολιτική στην Ελλάδα, επειδή αυτό επιβάλλεται από την ΕΕ, όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική, ή όπως οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προκύπτουν από τη στρατηγική της Λισαβόνας, η επιβολή της δε γίνεται υποχρεωτική επειδή την επεξεργάστηκε η ΕΕ, και γι' αυτό αναγκάζονται οι κυβερνήσεις να την εφαρμόσουν, αλλά επειδή υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου γενικά όλων των κρατών - μελών της ΕΕ, επομένως και της Ελλάδας συγκεκριμένα. Αρα, η αντιλαϊκή πολιτική δεν έρχεται ως αποτέλεσμα επιβολής από την ΕΕ, αλλά ως αποτέλεσμα των αναγκών του κεφαλαίου και στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα συνδιαμόρφωσης αυτής της πολιτικής και με τη συμμετοχή των αστικών κυβερνήσεων της Ελλάδας στα όργανα της ΕΕ. Και όταν στον ένα ή στον άλλο βαθμό αυτή η πολιτική έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα ορισμένων τμημάτων του κεφαλαίου, και υπάρχουν αντιθέσεις, αυτές λύνονται με τη δύναμη των μονοπωλίων και του κράτους εις βάρος, βεβαίως, της υποδεέστερης χώρας. Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται πιο ωφελημένο το κεφάλαιο των ισχυρών κρατών, αλλά δεν είναι απόλυτα σωστό. Αν η Ελλάδα δε συμμετείχε π.χ. στην ΕΕ το κεφάλαιο ίσως ήταν σε χειρότερη θέση. Γιατί, για παράδειγμα, θα ήταν δύσκολο να συμμετέχει στο μοίρασμα αγορών, σε περιφερειακό επίπεδο, στην ορισμένη εξαγωγή κεφαλαίων, κλπ. Αλλά ακόμη και έτσι, δηλαδή με περισσότερο ωφελημένα τα μονοπώλια των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, τα γενικά συμφέροντα του κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι ωφελημένα.

Βεβαίως, αυτή η κατάσταση οξύνει τα λαϊκά προβλήματα, όπως π.χ. των φτωχών και μεσαίων αγροτών. Αλλά ανοίγει στη συγκεκριμένη περίπτωση το δρόμο, επιταχύνει, την ανάπτυξη του καπιταλισμού και στην αγροτική οικονομία, στο βαθμό που, για ιστορικούς λόγους, στην Ελλάδα έχει καθυστερήσει. Αυτό, βεβαίως, καθόλου δε σημαίνει ότι η πάλη της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων για την έξοδο από την ΕΕ, απ' όλους τους διεθνείς και περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, πρέπει να κατανοείται ως πάλη αυτοτελής από την πάλη για την ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Γιατί αυτές οι σχέσεις του ελληνικού καπιταλισμού στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης είναι νομοτελειακή. Επομένως, ο αγώνας ενάντια στην εξάρτηση χωρίς το συνδυασμό με τον αγώνα ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής για την κατάργησή τους, δεν είναι αποτελεσματικός τόσο για τα άμεσα όσο και για τα γενικά συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων.

Αρα, από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων το πρόβλημα της εξάρτησης πρέπει να αντιμετωπίζεται διαλεχτικά με την ύπαρξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και όχι έξω απ' αυτές.

(Συνεχίζεται)


Λ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ