Σ' αυτές τις τάσεις, και στη διαμόρφωση αυτών ή των άλλων σχέσεων μεταξύ των οικονομιών και των κρατών, επιδρά και το στοιχείο της «δύναμης» της καπιταλιστικής οικονομίας, των μονοπωλίων, και του καπιταλιστικού κράτους. Αυτό όμως δεν μπορεί να διαχωρίζεται και να εξετάζεται αυτοτελώς, έξω από αυτό που πραγματικά υπηρετεί, την αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε κάθε κράτος, την ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, την ενίσχυση της πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου. Επομένως, τόσο η εσωτερική πολιτική που εφαρμόζεται σε κάθε χώρα, όσο και η εξωτερική της πολιτική καθορίζεται από τη θέση της στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, αλλά υπηρετεί συνειδητά την αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης και την ενίσχυσή τους. Βεβαίως, οι σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη ή ομάδες κρατών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα επιδρούν στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, στις αντιθέσεις ανάμεσα σε κράτη που βρίσκονται σε υποδεέστερη και εξαρτημένη θέση μιας περιοχής, είναι και αποτέλεσμα αυτών των αντιθέσεων αλλά επιδρούν και στις εσωτερικές αντιθέσεις των κρατών, τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου, όσο κυρίως στις ταξικές, ανάμεσα στις αντίπαλες τάξεις, αντιθέσεις.
«Στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι ενταγμένες όλες οι καπιταλιστικές χώρες, ανεξάρτητα του επιπέδου ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, ανεξάρτητα με ποιες μορφές και τρόπους γίνεται η ένταξη, η ενσωμάτωση, δηλαδή αν γίνεται μέσω της ένταξης στις διακρατικές περιφερειακές, παγκόσμιες καπιταλιστικές ενώσεις ή μέσα από προγράμματα "βοήθειας" των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών οργανισμών, μέσα από τις αναβαθμισμένες διακρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, την εξαγωγή κεφαλαίων και εμπορευμάτων, μέσω των στρατιωτικών επεμβάσεων και του πολέμου γενικότερα, με ανοιχτές ή συγκαλυμμένες επεμβάσεις στη διαμόρφωση ή αναπαλαίωση του πολιτικού συστήματος κλπ...
Η θέση μιας χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το κριτήριο της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά συνολικά από την οικονομική της ισχύ, την πολιτική και στρατιωτική της ισχύ. Στους κόλπους του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος γίνονται βεβαίως και ανακατατάξεις και αλλαγές στη θέση και το ρόλο μιας χώρας, ανάλογα πώς εξελίσσονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι άξονες και αντιάξονες, παίζουν ρόλο οι τοπικές και περιφερειακές εξελίξεις κλπ., επηρεάζονται βεβαίως και από την πρόοδο και τις κατακτήσεις των λαϊκών κινημάτων, τις εσωτερικές εξελίξεις στο συσχετισμό δύναμης της μιας ή της άλλης χώρας» (από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002, σελ. 91 - 92).
Επομένως, η μελέτη, η ερμηνεία της πολιτικής, που εφαρμόζουν οι αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας, πρέπει να παίρνει υπόψη όλα τα παραπάνω στη διαλεχτική μεταξύ τους σχέση. Και με βάση αυτά να συνειδητοποιούνται οι επιλογές στις συμμαχίες της άρχουσας τάξης, στην ενσωμάτωση σε διεθνείς και περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και ενώσεις, (π.χ. Ευρωπαϊκή Ενωση). Γιατί αυτό επιδρά και καθορίζει και τα καθήκοντα της πάλης της εργατικής τάξης, τόσο τα άμεσα, όσο και τη σχέση τους με την προοπτική και την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής, του αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.
Για παράδειγμα, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και μετά στην ΕΕ και την ΟΝΕ, ήταν επιλογή που εξυπηρετούσε τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, παρά το γεγονός ότι ορισμένα τμήματά της χτυπήθηκαν από την ενιαία εσωτερική αγορά, ή από τις γενικότερες διεθνείς συμφωνίες της Ενωσης με τρίτες χώρες, οι οποίες και είναι υποχρεωτικά εφαρμόσιμες από κάθε κράτος - μέλος. Σ' αυτό οφείλεται και το χτύπημα, για παράδειγμα, των κλάδων κλωστοϋφαντουργίας, ιματισμού και δέρματος, της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας που οδήγησε στις εισαγωγές σε βάρος της εθνικής παραγωγής στην Ελλάδα, ή της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας, για την οποία Γερμανία και Ολλανδία, απαιτούσαν τη μη ανάπτυξή της σε άλλα κράτη όπως η Ελλάδα, επειδή ήθελαν να έχουν σχεδόν την αποκλειστικότητα στον κλάδο. Η αστική τάξη στην Ελλάδα, βεβαίως, συνολικά δεν έχασε απ' αυτή την εξέλιξη, αφού αναπτύχθηκαν άλλοι τομείς, π.χ. τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, πληροφορική, κατασκευαστικές εταιρίες κλπ. και μάλιστα στη διαπλοκή τους με το διεθνικό κεφάλαιο κάνουν εξαγωγές κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή, (Βαλκάνια, Παρευξείνια κλπ.). Ενα, επίσης, βασικό ζήτημα είναι ότι, μέσω της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικές διακρατικές ενώσεις, ενισχύεται η εξουσία της αστικής τάξης της χώρας που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση.
«Επομένως η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα έχουν ανάγκη να γνωρίσουν και να κατανοήσουν βαθύτερα, στον πυρήνα του το πρόβλημα: της συμπεριφοράς της αστικής τάξης, των κυβερνήσεων των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έναντι των κυβερνήσεων των λιγότερο αναπτυγμένων και εξαρτημένων χωρών και αντίστροφα. Να το κατανοήσουν ταξικά και όχι με επιφανειακά ηθικά κριτήρια συμπεριφοράς, π.χ. με το διαχωρισμό αφέντες και υπηρέτες, ισχυροί και δουλοπρεπείς, υποτελείς.
Οι αντιφάσεις που παρουσιάζονται στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους με υποδεέστερη θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπως η Ελλάδα, επομένως με ισχυρότερους δεσμούς εξάρτησης, είναι αποτέλεσμα αδυναμίας υπεράσπισης συμφερόντων που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα ισχυρότερου ή ισχυρότερων κρατών. Η σύγκρουση συμφερόντων διευθετείται υπέρ του ισχυρότερου κράτους με μεγαλύτερη ή μικρότερη συμφωνία του ασθενέστερου. Ενα καπιταλιστικό κράτος όπως η Ελλάδα για να αντιδράσει σε μια ηγετική ιμπεριαλιστική δύναμη όπως οι ΗΠΑ, πρέπει να έχει κοινά συμφέροντα και συμμαχία με άλλα καπιταλιστικά κράτη. Ιστορικά αυτό έχει επιβεβαιωθεί από την πρώτη στιγμή διαμόρφωσης του ελληνικού αστικού κράτους έως σήμερα». (Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 109).
Βεβαίως, αυτή η κατάσταση οξύνει τα λαϊκά προβλήματα, όπως π.χ. των φτωχών και μεσαίων αγροτών. Αλλά ανοίγει στη συγκεκριμένη περίπτωση το δρόμο, επιταχύνει, την ανάπτυξη του καπιταλισμού και στην αγροτική οικονομία, στο βαθμό που, για ιστορικούς λόγους, στην Ελλάδα έχει καθυστερήσει. Αυτό, βεβαίως, καθόλου δε σημαίνει ότι η πάλη της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων για την έξοδο από την ΕΕ, απ' όλους τους διεθνείς και περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, πρέπει να κατανοείται ως πάλη αυτοτελής από την πάλη για την ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Γιατί αυτές οι σχέσεις του ελληνικού καπιταλισμού στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης είναι νομοτελειακή. Επομένως, ο αγώνας ενάντια στην εξάρτηση χωρίς το συνδυασμό με τον αγώνα ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής για την κατάργησή τους, δεν είναι αποτελεσματικός τόσο για τα άμεσα όσο και για τα γενικά συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων.
Αρα, από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων το πρόβλημα της εξάρτησης πρέπει να αντιμετωπίζεται διαλεχτικά με την ύπαρξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και όχι έξω απ' αυτές.
(Συνεχίζεται)