Κυριακή 16 Γενάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
17ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΚΕ
Ορισμένες πλευρές της εξέλιξης της ελληνικής γεωργίας

ICON

Οι αναθεωρήσεις της ΚΑΠ που έγιναν στη δεκαετία του 1990, μαζί με τη συμφωνία της ΓΚΑΤΤ (1995), διατήρησαν μια στασιμότητα στην αγροτική οικονομία της χώρας μας και βοήθησαν να γίνουν σημαντικά βήματα στη συγκέντρωση της παραγωγής σε λιγότερα χέρια, με σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τους μικρομεσαίους αγρότες.

Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από όλους τους βασικούς δείκτες που καταγράφουν την κατάσταση και την εξέλιξη της αγροτικής οικονομίας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία διαφόρων κρατικών οργανισμών και υπηρεσιών για την ακρίβεια των οποίων υπάρχει επιφύλαξη και ειδικότερα αυτών που αφορούν στην αγροτική απασχόληση και εκείνων που δεν είναι οριστικά αλλά προσωρινά, για τα οποία συνήθως υπάρχει μια υπερεκτίμηση.

Στην περίοδο 1995 - 2003, η μέση ετήσια αύξηση της συνολικής ακαθάριστης αξίας της αγροτικής παραγωγής (όγκος αγροτικής παραγωγής επί τιμές παραγωγού συν επιδοτήσεις) ήταν μηδενική, με αποτέλεσμα η συμμετοχή του Ακαθάριστου Εθνικού Αγροτικού Προϊόντος στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας να μειωθεί από 9,1% το 1995 στο 6% του 2003 (Πίνακας 1).

Πρώτη βασική αιτία αυτής της στασιμότητας ήταν οι άμεσες και έμμεσες χαμηλές ποσοστώσεις που επιβλήθηκαν με τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ σε όλα σχεδόν τα αγροτικά προϊόντα, ακόμα και σε αυτά που η χώρα μας ή η ΕΕ είναι έντονα ελλειμματική, με αποτέλεσμα να εμποδιστεί η αύξηση του όγκου της αγροτικής παραγωγής, παρά το γεγονός ότι από χρονιά σε χρονιά έγιναν ορισμένες ευκαιριακές αυξομειώσεις στον όγκο παραγωγής διαφόρων αγροτικών προϊόντων (Πίνακας 2). Οι ποσοστώσεις, μαζί με άλλα μέτρα, όπως πρόστιμα συνυπευθυνότητας, κίνητρα ξεριζώματος καλλιεργειών, υποχρεωτικών και προαιρετικών αγραναπαύσεων, δασώσεων καλλιεργουμένων εκτάσεων, καταστροφή αλιευτικών σκαφών κ.ά. είχαν στόχο να προσαρμόσουν την κοινοτική γεωργία στις ανάγκες της αγοράς και όχι στις ανάγκες της ανθρωπότητας σε τρόφιμα. Και αυτό γιατί η παραγωγή τροφίμων πριν τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ της δεκαετίας του 1990 αυξανόταν με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τις ανάγκες της αγοράς.


Ημερήσιος Κήρυκας

Δεύτερη βασική αιτία ήταν η κατάργηση, ο εκφυλισμός, η μείωση και το πάγωμα των θεσμικών τιμών που διασφάλιζαν ένα ελάχιστο αγροτικό εισόδημα, τις περισσότερες - αν όχι όλες - φορές μη ικανοποιητικό για τους μικρομεσαίους αγρότες και η μερική αντικατάσταση μέρους των τιμών με επιδοτήσεις, με τη δικαιολογία να εξισωθούν οι κοινοτικές τιμές με τις διεθνείς. Οι αλλαγές αυτές που έγιναν με τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ στη δεκαετία του 1990 είχαν στόχο το άνοιγμα της κοινοτικής γεωργίας στο διεθνή ανταγωνισμό.

Τρίτη βασική αιτία που προωθήθηκε με τη συμφωνία της ΓΚΑΤΤ ήταν η μείωση των εξαγωγικών επιδοτήσεων και των δασμών στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να δυσκολέψει η διάθεση της αγροτικής παραγωγής ακόμα και στην εγχώρια αγορά που κατακλύστηκε από εισαγόμενα προϊόντα και να συμπιεστούν οι τιμές των παραγωγών.

Παρόμοια σχεδόν πορεία με αυτή του Ακαθάριστου Αγροτικού Εθνικού Προϊόντος είχε και το συνολικό καθαρό αγροτικό εισόδημα, του οποίου η μέση ετήσια αύξηση σε σταθερές τιμές στην περίοδο 1995 - 2003 ήταν μόλις 0,45%. Αν ληφθεί υπόψη ότι το καθαρό γεωργικό εισόδημα διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης, τότε για τα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά η εξέλιξη του καθαρού αγροτικού εισοδήματος ήταν μικρότερη του 0,45% και τις περισσότερες - αν όχι όλες - φορές αρνητική, ενώ για τις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις ήταν πολλαπλάσιο του 0,45% (Πίνακας 1).


Η εξέλιξη του καθαρού αγροτικού εισοδήματος αποδεικνύει ότι οι κοινοτικές αγροτικές επιδοτήσεις, παρά το σχετικά υψηλό μέγεθός τους, σε σχέση με το συνολικό αγροτικό εισόδημα, δεν απέτρεψαν τη μείωση του εισοδήματος των μικρομεσαίων αγροτών και, κατά συνέπεια, το ξεκλήρισμά τους και τη μαζική τους χρεοκοπία. Ετσι, στην περίοδο 1980 - 2000 182.000 αγροτικά νοικοκυριά ξεκληρίστηκαν και άλλα 70.000 είναι υπερχρεωμένα στην ΑΤΕ, η οποία έχει ξεκινήσει διαδικασίες κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων.

Τόσο η εξέλιξη του Ακαθάριστου Εγχώριου Αγροτικού Προϊόντος, όσο και του καθαρού αγροτικού εισοδήματος δείχνουν ότι όταν εφαρμόζονται αντιαγροτικές πολιτικές, το αγροτικό εισόδημα δε θα βελτιώνεται, παρά την αύξηση των επιδοτήσεων, οι οποίες λειτουργούν πυροσβεστικά και καθορίζουν το ρυθμό ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτών, έτσι ώστε να προλαμβάνονται ανεπιθύμητες κοινωνικές εντάσεις και παρενέργειες. Εξυπακούεται ότι η αντικατάσταση μέρους των τιμών με επιδοτήσεις δίνουν τη δυνατότητα στους εμποροβιομηχάνους να κερδοσκοπούν σε βάρος των αγροτών και των καταναλωτών, επειδή τους εξασφαλίζουν φθηνή πρώτη ύλη.

Εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο

Η παρατεταμένη στασιμότητα της αγροτικής παραγωγής, που είναι θεσμικά κατοχυρωμένη με τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, σε συνδυασμό με την αύξηση των αναγκών της εγχώριας αγοράς σε αγροτικά προϊόντα, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των ελλειμμάτων στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, που το 2003 πλησίασε στα 2 δισ. ευρώ.


Τα ελλείμματα αυτά οφείλονται, στην πλειοψηφία τους, σε ζωοκομικά προϊόντα, στα οποία παρατηρήθηκε κατακόρυφη πτώση της αυτάρκειας από την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ.

Στην περίοδο 1980 - 2003, η αυτάρκεια στο κρέας των πουλερικών μειώθηκε από 100,4% σε 75%, στο χοιρινό κρέας από 84% σε 40%, στο βοδινό κρέας από 66% σε 25% και στο αιγοπρόβειο κρέας από 92% σε 80%.

Οι ελλείψεις αυτές, που καλύπτονται με εισαγωγές κύρια από την ΕΕ, εντείνουν τη διατροφική εξάρτηση του λαού μας σε αμφίβολης καταλληλότητας διατροφικά προϊόντα, όπως τα διοξινούχα κοτόπουλα, οι τρελές αγελάδες κ.ά.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στην περίοδο 1995 - 2003 η μέση ετήσια αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο σε σταθερές τιμές ήταν 19,1% (Πίνακας 3), όταν η χώρα μας είναι η πιο γεωργική χώρα της ΕΕ των «15», με βάση τον αγροτικό πληθυσμό, το ποσοστό συμμετοχής του ΑΕΓΠ στο ΑΕΠ, τη συμμετοχή των αγροτικών προϊόντων στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας κ.ά.

Τα ελλείμματα αυτά που είναι τεράστια για τα οικονομικά δεδομένα της χώρας μας, σχεδόν από μόνα τους απαντούν στο ερώτημα που εκ του πονηρού βάζουν οι πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν μονόδρομο την ΚΑΠ και την ΕΕ, αν αντέχει η χώρα μας την απώλεια των κοινοτικών αγροτικών επιδοτήσεων που θα προκαλέσει τυχόν αποδέσμευση. Και από τα ελλείμματα στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει μόνο το κόστος της αποδέσμευσης, αλλά και το κόστος της δέσμευσης της χώρας μας στην ΕΕ, το οποίο είναι πολύπλευρο και πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της αποδέσμευσης.

Συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της αγροτικής παραγωγής


Παράλληλα με τη στασιμότητα της αγροτικής οικονομίας έγιναν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που είχαν ως αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί μεγαλύτερο κομμάτι της αγροτικής παραγωγής και της γεωργικής γης σε λιγότερα χέρια.

Η συγκέντρωση της παραγωγής είναι πολύ μεγαλύτερη στους κλάδους της κτηνοτροφίας και αλιείας που δεν προϋποθέτουν συγκέντρωση της αγροτικής γης και μικρότερη στη φυτική παραγωγή, όπου η γη είναι σημαντικός περιοριστικός παράγοντας, επειδή η συγκέντρωση της παραγωγής προϋποθέτει και συγκέντρωση της γης, είτε με τη μορφή της ιδιοκτησίας είτε με τη μορφή της ενοικίασης.

Στην περίοδο 1992 - 2002 τα γαλακτοπαραγωγικά νοικοκυριά αγελαδινού γάλακτος μειώθηκαν από 32.000 σε 9.500, με αποτέλεσμα το 9% των μεγάλων εκμεταλλεύσεων γαλακτοπαραγωγής να παράγει το 54,5% της συνολικής παραγωγής (Πηγή: Υπ. Γεωργίας).

Παρόμοιες συγκεντρώσεις έχουμε και σε άλλους κλάδους. Ετσι, το 1999 το 2,5% των μεγάλων χοιροτροφικών μονάδων είχε το 82% του συνολικού χοιροτροφικού κεφαλαίου, ενώ το 1,5% των αμπελουργικών εκμεταλλεύσεων είχε τον ίδιο χρόνο το 30% των αμπελώνων. Οι δύο μεγαλύτερες από τις 247 μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας παράγουν το 40% του γόνου και το 20% των ψαριών.

Παρά τη συγκέντρωση της παραγωγής, η παραγωγικότητα της ελληνικής γεωργίας, αν σαν μέτρο της θεωρηθεί το παραγόμενο Ακαθάριστο Γεωργικό Προϊόν ανά απασχολούμενο, είναι πολύ μικρή και το 2002 φτάνει στο 44,6% του μέσου όρου της ΕΕ των «15» από 41,3% που ήταν το 1995. (Στοιχεία: Η κατάσταση της γεωργίας στην Κοινότητα, έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).

Η βελτίωση της παραγωγικότητας οφείλεται στη συγκέντρωση και στην εκμηχάνιση της παραγωγής, στη βελτίωση του πολλαπλασιαστικού υλικού, στις νέες καλλιεργητικές τεχνικές και άλλους παράγοντες που η υλοποίησή τους είχε προηγηθεί στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και ειδικότερα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές. Ομως, η συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής που γίνεται υπό την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής έχει πάντοτε ως αποτέλεσμα το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών, ενώ η εκμηχάνιση της αγροτικής οικονομίας μαζί με τη συγκέντρωση της παραγωγής μειώνουν την αγροτική απασχόληση.

Με βάση τις εθνικές απογραφές στην περίοδο 1991 - 2000 οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν κατά 47.274 από 861.623 το 1991 σε 814.349 το 1999 - 2000. Ο αριθμός των πραγματικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων ίσως είναι μικρότερος, επειδή ορισμένοι ηλικιωμένοι, κυρίως αγρότες, που έχουν ενοικιάσει τα χωράφια τους σε άλλους αγρότες, φαίνονται σαν ιδιοκτήτες εκμεταλλεύσεων, για να μη χάσουν το δικαίωμα των επιδοτήσεων και συμφωνούν το ενοίκιο της γης να είναι ίσο με την επιδότηση.

Σύμφωνα με το Μητρώο αγροτών και αγροτικών εκμεταλλεύσεων που έφτιαξε η ΠΑΣΕΓΕΣ σε συνεργασία με το υπ. Γεωργίας το 1997 οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις ήταν 860.759, από τις οποίες οι 532.104 ή 61,8% ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, οι 325.919 ή 37,8% ήταν κάτοχοι αγροτικών εκμεταλλεύσεων και οι 2.736 ήταν νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) και φυσικά πρόσωπα (αλλιεργάτες και δασεργάτες).

Η διαφορά που μπορεί να υπάρχει σε διάφορα βασικά γεωργικά στοιχεία οφείλεται στο διαφορετικό φορέα και το διαφορετικό τρόπο που καταγράφει αυτά τα στοιχεία. Και αυτό γιατί στην αγροτική οικονομία έχουμε δύο κατηγορίες απογραφών. Η πρώτη, που είναι και η πιο αξιόπιστη, επειδή είναι πραγματική, είναι η απογραφή που γίνεται κάθε δεκαετία στα πλαίσια των εθνικών απογραφών. Η δεύτερη είναι λογιστική και γίνεται κάθε δύο χρόνια στα μονά έτη.

Οσον αφορά στα αγροτικά νοικοκυριά, εκτός από τις δύο απογραφές, υπάρχει και η καταγραφή που έκανε η ΠΑΣΕΓΕΣ, στα πλαίσια σύνταξης του μητρώου αγροτών και αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Η απόκλιση που παρατηρείται στα στοιχεία των διαφόρων απογραφών έχει μικρή σημασία, επειδή η τάση, που έχει και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, επιβεβαιώνεται και στις δύο απογραφές.

  • Αποτελεί το πρώτο μέρος άρθρου που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4/2004, από το οποίο και το αναδημοσιεύουμε. Το δεύτερο μέρος θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή.

Του
Γιάννη ΣΦΥΡΗ*
* Ο Γιάννης Σφυρής είναι υπεύθυνος του Αγροτικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ