Τρίτη 1 Ιούλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Κλεμμένα όνειρα

Μια ψίχα παιδί ο Αλέξανδρος. Ούτε τα εφτά δεν έχει κλείσει καλά καλά και δεν μπορεί, φυσικά, να καταλάβει πόσο δύσκολα τα φέρνουν βόλτα στο σπίτι από τις αρχές αυτού του χρόνου, όταν η μητέρα του απολύθηκε από τη δουλιά της και έμειναν πλέον μόνο με τον ισχνό μισθό του πατέρα. Τι να καταλάβει ο μικρούλης; Οτι λιγόστεψαν τα έσοδα της οικογένειας, ότι η ακρίβεια στην αγορά σπάζει κόκαλα και ότι οι γονείς του μετράνε πλέον και τη δεκάρα; Τέτοιες βαριές έγνοιες δεν είναι δυνατόν να σκοτίζουν το μυαλό και να σφίγγουν την καρδιά ενός εφτάχρονου παιδιού. Γι' αυτό και ο Αλέξανδρος από τη μέρα που έκλεισαν τα σχολεία - πρώτη τάξη πήγαινε φέτος - άλλη δουλιά δεν κάνει από το να ετοιμάζει το μαγιό του, τα κουβαδάκια του και το σωσίβιό του και να ρωτάει ανυπόμονα τη μανούλα του: «Μαμά πότε θα φύγουμε για διακοπές;».

Θυμάται ο μικρούλης τις περσινές διακοπές τους σ' ένα ψαροχώρι των Κυκλάδων και η καρδιά του φτερουγίζει σαν πουλί. Θυμάται τις δεκαπέντε μέρες που πέρασε κοντά στην ακρογιαλιά και φουσκώνει σαν κύμα η επιθυμία μέσα του να ξαναβρεθεί εκεί. Θυμάται τις βουτιές στη θάλασσα και τα παιχνίδια στην άμμο και νιώθει σαν αλυσοδεμένος στο στενό δυαράκι που περνάει άχαρα τις μέρες του. Ακόμη και τα βράδια που πέφτει να κοιμηθεί δεν ησυχάζει ο καημένος. Ολο θάλασσες, καράβια και γλάρους βλέπει στα όνειρά του. Και το πρωί που ξυπνάει νιώθει πιο έντονη την επιθυμία να δραπετεύσει από το διαμέρισμα - κλουβί και ρωτάει με μεγαλύτερη έξαψη τη μητέρα του: «Πότε θα πάμε, επιτέλους, διακοπές;».

Ο μικρός Αλέξανδρος δε θα πάει φέτος διακοπές, αλλά ποιος από τους γονείς του έχει κουράγιο να του το πει; Ποιος να του πει άλλο πέρσι κι άλλο ετούτη η χρονιά και πώς να του εξηγήσουν ότι τα πράγματα για τους βιοπαλαιστές όλο και γίνονται χειρότερα από την άκρως αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης; Ούτε η μάνα, ούτε ο πατέρας έχουν τη δύναμη να πουν στο παιδί ότι φέτος δε θα πάνε πουθενά και ότι στο δυαράκι - φυλακή θα περάσει και τον Ιούλη και τον Αύγουστο. Εκεί θα ιδρώνει από την αποπνικτική ζέστη κι εκεί θα αναπνέει το μολυσμένο αέρα της τσιμεντούπολης. Κι εκεί στο μακρόστενο μπαλκόνι τους, με τη μεταλλική ντουλάπα στη γωνιά, την απλώστρα και το σκουπιδοντενεκέ παραπέρα, εκεί όπου θα κάθονται τα βράδια για να δροσιστούν λίγο, θα στοιχειώνουν όλα τα θερινά όνειρα του παιδιού.

Στην ερώτηση του μικρού Αλέξανδρου «πότε θα πάμε διακοπές» ο πατέρας απαντάει με αοριστολογίες και η μάνα με ψέματα. Και οι δυο ξεγελούν έτσι το παιδί, αλλά η ψυχή τους το ξέρει με τι πόνο το κάνουν αυτό. Υπάρχουν στιγμές, που, απαντώντας στον Αλέξανδρο, δακρύζουν και γυρίζουν από την άλλη μεριά το πρόσωπό τους για να μην τους δει το παιδί. Και τις νύχτες που ο Αλέξανδρος κοιμάται και ονειρεύεται θάλασσες, καράβια και γλάρους, η μάνα και ο πατέρας αναλογίζονται το θλιβερό παρόν τους και το σκοτεινό μέλλον τους και νιώθουν σα να βλέπουν εφιάλτες. Κι όλο αναθεματίζουν αυτούς που έταξαν τον παράδεισο στον κοσμάκη και του άνοιξαν τελικά τις πύλες της κόλασης. Αυτούς που έκλεψαν ως και τις πιο μικρές χαρές από τους φτωχούς.


Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ