Κυριακή 16 Μάρτη 2003 - 1η έκδοση
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μεταξύ πολιτικού και ποινικού

Τελικά το σχήμα της ζωής μας εξακολουθεί να είναι μια οδυνηρή διάζευξη. Δε θυμούμαι ποτέ να είναι όλα «ένα». 'Η το ένα θα είναι ή το άλλο. Πριν από χρόνια, παραδείγματος χάριν, τα χωριά μας είχανε δυο καφενεία. 'Η στο ένα θα πήγαινες, αν ήσουνα δεξιός, ή στο άλλο, αν ήσουνα αριστερός. Κι όταν ο Ηρακλής πήρε το δρόμο της ζωής, βρέθηκε μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα, αν έπρεπε να διαλέξει το δρόμο της Αρετής ή της Κακίας. Και ο καημένος ο πατέρας μου, ώρα του καλή, όταν ερχότανε το βράδυ στο σπίτι τσακισμένος στα δυο από την κούραση και ήτανε και ο καιρός καλός, καθότανε κάτω από το αγιόκλημα, που σκέπαζε το μικρό μας το μπαξεδάκι, άδειαζε αργά αργά τα ποτηράκια με τη νερωμένη ρετσίνα του μπάρμπα Γιώργη από τη Σέριφο, και κει που η νύχτα έπεφτε βαριά και άρχιζε να κατεβαίνει από το Σέιχ Σου το βραχνό τραγούδι του φωνόγραφου, έπιανε και κείνος το τραγούδι, με τα μάτια βαριά, λίγο από το κρασί και λίγο από τη νύστα:

Μπαίνω σ' ένα περιβόλι/ Βλέπω μια μελαχρινή/ Τη ρωτώ το όνομά της/ Και μου λέει τη λεν Κική/ Μα θαρρώ πως θα τα μπλέξω/ Την Κική ή την Κοκό ποια θα διαλέξω/ Την Κική την αγαπώ/ Μα μ' αρέσει κι η Κοκό.

Και η νύχτα βάραινε όλο και πιο πολύ, και έσβηνε και ο φωνόγραφος του Σέιχ Σου και μένα μ' έπιανε ένα βουβό κλάμα, γιατί δεν είχα χορτάσει ούτε από παιχνίδι ούτε από ψωμί κι εκείνη τη μέρα κι ούτε που είχα τη δύναμη να τρέξω και να χωθώ μέσα στο παραπονεμένο τραγούδι του πατέρα μου, να ξαπλωθώ στο παραμυθένιο του αμπέλι, κι από πάνω μου να με νανουρίζουν οι γλυκιές νεράιδες του τραγουδιού! Να 'ρχεται και ο κυρ Διονύσης, ο απέναντι, με τη φυσαρμόνικα και ο καπετάν Νίκος, ο λιτοχωρινός, ο από δίπλα, με το πνεμόνι το μισό χαμένο στη Μακρόνησο και να αμανεδιάζουνε τη νύχτα στενάζοντας και βαρυγκωμώντας, μια στο όνειρο μέσα και μια στη φτώχεια, λίγο μεθυσμένοι και λίγο φευγάτοι για ό,τι δεν μπορέσανε να ζήσουν και για ό,τι ζήσανε και ήτανε πικρό σαν το κινίνο.

Μα πιο πολύ μ' έκανε να κλαίω εκείνο το μεθυσμένο παράπονο του πατέρα μου, καλή του η ώρα, που δεν ήξερε ποια να διαλέξει, την Κική ή την Κοκό, χαμένος εκεί μέσα στο ονειρεμένο του τ' αμπέλι. Και πού να βάλω με το μικρό μου μυαλό τότε πως έτσι θα είναι όλη μου η ζωή. Μια αβάσταχτη περιπέτεια, μαζί και πόνος αβάσταχτος, μπροστά στο ένα και στο άλλο, μπροστά στο μισό και στο ολόκληρο, μπροστά στο «ποινικό» και το «πολιτικό», μπροστά στο έγκλημα και την τιμωρία, μπροστά στον Τρότσκι και τον Στάλιν. Μπροστά, τέλος πάντων, στο διάσελο, και ν' απλώνεται από τη μια μεριά ο Γράμμος κι από την άλλη το Βίτσι. Και κει στο βάθος, λίγο πιο πάνω από τα χαμόγελα των πεθαμένων κοριτσιών και τις βραχνές κραυγές των κύκνων, να βλέπεις τη ζωή σου να χάνεται, τη λευτεριά να χάνεται, το ψωμί να χάνεται. Να χάνεται και η ελπίδα, η αλήθεια, η ουσία των οραμάτων, οι βηματισμοί των ηρώων να γίνονται αγέρας ανάμεσα στα ματωμένα δέντρα. Των ηρώων, όπως ο Μπελογιάννης και ο Πλουμπίδης, όπως ο Κατράκης και ο Ρίτσος. Κι όμως οι άλλοι να συζητάνε μέσα στα καφενεία μεταξύ του ποινικού και του πολιτικού. Μεταξύ του κόκκινου, δηλαδή, όπως το αίμα, και του μαύρου, όπως η κόλαση. Να!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ