Ο «Ριζοσπάστης» στον τόπο της καταστροφής, ο οποίος είχε καεί ξανά το 2021
Eurokinissi |
Η Ανδρόνικα αντικρίζει την καταστροφή και τον «Γολγοθά» που ακολουθεί |
Ο «Ριζοσπάστης» είχε βρεθεί και τότε στην περιοχή. Και, βρέθηκε εκεί τόσο το Σάββατο την ώρα της πυρκαγιάς, όσο και χθες που οι κάτοικοι μετρούσαν τις πληγές τους, μαζί με κλιμάκιο του ΚΚΕ αποτελούμενο από τους Κώστα Γιαννόπουλο, Γραμματέα της Τ.Ε. Βορείων Αττικής, και Τεύκτρο Παντελόγλου, στέλεχος του Κόμματος και εκλεγμένο δημοτικό σύμβουλο με τη «Λαϊκή Συσπείρωση» στον δήμο Διονύσου, όπου ανήκει το Κρυονέρι.
Ακούσαμε από τους κατοίκους τα ίδια λόγια αγανάκτησης και οργής: «Πού πήγαν οι υποσχέσεις ότι θα παρθούν μέτρα και δεν θα ξανακαούμε;». «Γιατί δεν πάρθηκαν μέτρα πρόληψης;». Οι φήμες που κυκλοφορούν είναι ότι και αυτή η φωτιά ξέσπασε από ακαθάριστους πυλώνες υπερύψηλης τάσης ηλεκτρικού ρεύματος που διαπερνούν την περιοχή. Το ίδιο είχε συμβεί σε πολλά σημεία στην ευρύτερη περιοχή. Το απόγευμα και το βράδυ του Σαββάτου, όπως διαπιστώσαμε με τα ίδια μας τα μάτια, η παρέμβαση της Πυροσβεστικής και των όποιων εναέριων μέσων βρέθηκαν στην περιοχή ήταν ασυντόνιστη. Δεν υπήρχε πρόβλεψη πώς τα πυροσβεστικά θα έφταναν κοντά στις εστίες της φωτιάς, που ήταν υφέρπουσα και κύκλωνε τον οικισμό. Είδαμε ακόμα ότι πολλά πυροσβεστικά έμεναν από νερό και ο ανεφοδιασμός τους ήταν δύσκολος έως αδύνατος στα στενά δρομάκια, ενώ οι κρουνοί ήταν ανύπαρκτοι. Μόνο το βράδυ εμφανίστηκαν υδροφόρες, που τροφοδοτούσαν επιτόπου τα πυροσβεστικά. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στη χαράδρα στην προέκταση της οδού Λεύκης, που λαμπάδιασε, ήταν καθοριστική η συμβολή των εθελοντών της Κομματικής Οργάνωσης Αττικής, που μαζί με άλλους εθελοντές κατάφεραν να την περιορίσουν, ώστε να την αντιμετωπίσουν τα πυροσβεστικά, που έφτασαν με αρκετή καθυστέρηση.
Το μαύρο και η καταστροφή κυριαρχούν σε όλους τους λόφους γύρω από το Κρυονέρι |
Το Σάββατο το απόγευμα βρίσκουμε τον Δ. Παπαδόπουλο στην οδό Μακεδονίας, έναν κατηφορικό δρόμο με 40 περίπου οικογένειες. Μας λέει με οργή: «Πάλι τα ίδια ζούμε. Και το 2021 κάηκε ακριβώς στο ίδιο σημείο, έφτασε στις παρυφές της αυλής έως το εργοστάσιο απέναντι. Ζούμε την ίδια αδιαφορία, ενός εχθρικού για τον λαό κράτους. Ολη η γειτονιά έχουμε πολλές φορές κάνει εκκλήσεις να υπάρξει πρόληψη, με κρουνούς, να ελεγχθούν για τα μέτρα πυρασφάλειας τα γειτονικά εργοστάσια. Τίποτε από αυτά δεν εισακούστηκε. Και πάλι τη γλιτώσαμε την τελευταία στιγμή. Με τα λάστιχα, που ευτυχώς είχαν νερό, σώσαμε και το διπλανό σπίτι». Η φωτιά «έγλειψε» την αυτή του. Ο κ. Παπαδόπουλος δεν μασάει τα λόγια του: «Αυτή η κατάσταση για να σταματήσει χρειάζεται ο λαός να μη στέκεται μοιρολατρικά, αλλά να παλέψει για τα δικαιώματά του».
Η μάχη συνεχίστηκε και σε άλλες γειτονιές, όπου οι άνθρωποι, όπου μπορούσαν να μείνουν στα σπίτια τους, πάλεψαν και τα έσωσαν, παρά τις εκκλήσεις του κρατικού μηχανισμού να εκκενώσουν τον οικισμό, με το γνωστό μήνυμα «τρεχάτε ποδαράκια μου» του 112.
Στο σπίτι που νοίκιαζε ο Γιάννης δεν έμεινε τίποτα |
Πρώτος σταθμός το σπίτι στη Λεύκης 131, όπου σου κόβεται η ανάσα όταν βλέπεις τους κόπους μια ζωής να έχουν γίνει στάχτη. Σε ένα επικλινές έδαφος με δύο ορόφους και ξυλοροφή, δεν έχει μείνει τίποτα. Η απόγνωση είναι σχηματισμένη στα μάτια των ανθρώπων, που βρίσκονται σε μία μόνο πέργολα που δεν κάηκε. Η αγανάκτηση φουντώνει όταν μαθαίνουν από το κλιμάκιο του πρώτου ελέγχου από το αρμόδιο υπουργείο ότι ο πάνω όροφος κρίνεται «κόκκινος» (κατεδαφιστέος) ενώ ο κάτω όροφος «κίτρινος» (δηλαδή επισκευάσιμος), κι αυτό γιατί διατηρείται η δομή με μπετόν και κολόνες, όταν όλα τα δομικά υλικά έχουν κατακαεί, έχουν λιώσει αλουμίνια και σίγουρα έχει επηρεαστεί ο οπλισμός της κατασκευής. Οταν εκφράζουν την αντίρρησή τους, η υπάλληλος με βάση το «μάνιουαλ» που έχει από το υπουργείο απαντά ότι θα πρέπει να κάνουν δική τους έκθεση, με ιδιώτη μηχανικό. Η οικογένεια του Χρήστου Τσιώλα, πολιτικού πρόσφυγα από την Τσεχοσλοβακία, που με πολλές θυσίες έχτισε το σπίτι, καταλαβαίνει τι «Γολγοθάς» την περιμένει. Ακόμα, με έκπληξη μαθαίνουν ότι το ελληνικό κράτος «αποζημιώνει» έως 150 τ.μ., ενώ το σπίτι, που ήταν δύο κατοικίες, ήταν 290 τ.μ. Η Ανδρόνικα, κόρη του αγωνιστή, γεννημένη στην Τσεχοσλοβακία, «λυγίζει» όταν διαπιστώνει ότι ξεκινάει μια μεγάλη, απίστευτη «ανηφόρα». «Ημουνα μέσα στο σπίτι», θα μας πει, «και όταν συνειδητοποίησα ότι είχε αρπάξει φωτιά από την οροφή, ενώ είχαν φτάσει πυροσβεστικά αλλά και εναέρια μέσα, κανένα δεν πλησίασε έγκαιρα. Οταν ήρθε ένα πυροσβεστικό, είχε γίνει μεγάλη καταστροφή. Παρότι με μερικές ρίψεις θα μπορούσαμε να σώσουμε ορισμένα οικογενειακά κειμήλια, τις αναμνήσεις μας, μας απάντησαν "τώρα έχει ήδη καεί". Δεν έμεινε ούτε μία φωτογραφία του πατέρα μου, χάθηκε όλο το αρχείο του. Πώς θα μπορέσουμε να ξαναφτιάξουμε;. Στο σπίτι έμεινε η 85χρονη μητέρα μου, που δεν θέλουμε ούτε καν να μάθει τι έγινε».
Την ώρα που βρισκόμαστε σε αυτό το σπίτι, η συγκεκριμένη νέα κοπέλα έκανε δηλώσεις και σε άλλους τηλεοπτικούς σταθμούς, καταγγέλλοντας τις ευθύνες του κράτους και της κυβέρνησης, το απαράδεκτο του χαρακτηρισμού «κίτρινο», λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εσείς κάνετε ρεπορτάζ, άλλα τα κόβουν, και μας κάνετε να φαινόμαστε γελοίοι. Ομως εγώ καταγγέλλω τις κρατικές ευθύνες».
Δίπλα σε αυτό το σπίτι υπάρχει επίσης ένα σπίτι κατεστραμμένο που ανήκει σε συγγενικό πρόσωπο της ίδιας οικογένειας. Και εκεί η καταστροφή είναι ολική.
Λίγο πιο πέρα συναντάμε τον Γιάννη, βιοπαλαιστή κηπουρό, που είδε το σπίτι που νοίκιαζε και σκόπευε να αγοράσει να γίνεται στάχτη, αφού η φωτιά με μια ριπή πέρασε στην αυλή και τύλιξε στις φλόγες τα ξύλινα μέρη. «Είχαμε καεί το 2021 στη Δροσοπηγή, όπου έχασα και τον πατέρα μου, και είχαμε μετακομίσει στο Κρυονέρι. Τα έχασα κυριολεκτικά όλα, και πολλά εργαλεία της δουλειάς. Εγιναν όλα πολύ γρήγορα και δεν υπήρχε καμία βοήθεια την κρίσιμη στιγμή. Το μόνο που κάνει το κράτος είναι να μας διώχνει. Εγώ έμεινα και το πάλεψα όσο μπόρεσα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Τώρα δεν ξέρω πώς θα το πούμε στον γιο μου, που ήταν στους παππούδες».
Φεύγοντας από το σπίτι και από τη γειτονιά, δίνοντας κουράγιο στους ανθρώπους, έμεινε μια υπόσχεση - δέσμευση: Οι δυνάμεις του ΚΚΕ να συμβάλουν όπως μπορούν για να αποκατασταθούν οι πληγέντες, μέσα και από τη δική τους οργάνωση, διεκδίκηση και αγώνα.