Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Ιδιωτικών Εταιρειών Απασχόλησης (World Employment Confederation), το 2019 δραστηριοποιήθηκαν σε αυτόν τον τομέα 161.000 επιχειρήσεις οι οποίες «τοποθέτησαν» - με άλλα λόγια «ενοικίασαν» - 61 εκατομμύρια εργαζόμενους. Ο συνολικός τζίρος τους ήταν 495 δισεκατομμύρια ευρώ, αυξημένος κατά 5% σε σχέση με το 2018. Στην Ελλάδα «τοποθετήθηκαν» περίπου 42.000 εργαζόμενοι, ενώ ο τζίρος έφθασε τα 362 εκατομμύρια ευρώ. Το 2010 ο συνολικός τζίρος ήταν 247 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή αυξήθηκε 100% μέσα σε 9 χρόνια, ενδεικτικό της επέκτασης του καθεστώτος «ενοικίασης» εργαζομένων.
Εδώ αξίζει να υπενθυμίζουμε έκθεση του Eurofound (οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που ασχολείται κυρίως με μελέτες των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας) που συντάχθηκε το 2015 και φέρει τον τίτλο «Πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της προσωρινής απασχόλησης: Αύξηση της απασχόλησης, μισθοί και μεταβάσεις». Τα στοιχεία της δείχνουν ότι η κυριαρχία των «ελαστικών» και προσωρινών μορφών απασχόλησης - μέρος των οποίων είναι και η «ενοικίαση» - συνοδεύεται από μείωση μισθών και συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων, υπηρετεί διαχρονικά τις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά επισημαίνει πως «οι συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης προσφέρουν στις επιχειρήσεις το πλεονέκτημα του χαμηλότερου κόστους» και εξηγεί ότι «όταν μια προσωρινή σύμβαση δεν ανανεωθεί, το κόστος είναι πρακτικά μηδενικό, ενώ οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνήθως έχουν σημαντικό κόστος λόγω της αποζημίωσης απόλυσης».
Ακόμα, «η μεγαλύτερη δυναμική των συμβάσεων ορισμένου χρόνου μπορεί να εξηγηθεί από την ευελιξία που παρέχουν στους εργοδότες. Οι προσωρινές συμβάσεις επιτρέπουν στους εργοδότες να επεκτείνουν το εργατικό δυναμικό τους πιο γρήγορα, κάθε φορά που η ζήτηση για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους αρχίζει να διευρύνεται ή αναμένουν βελτίωση των συνθηκών. Από την άλλη, οι εργοδότες μπορούν να αρχίσουν τη μείωση του εργατικού δυναμικού με τη μη ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, όταν υπάρχει αβεβαιότητα στο επιχειρηματικό περιβάλλον».
Με άλλα λόγια, οι συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης είναι πιο φτηνές, γιατί οι εργοδότες μπορούν με αυτές να προσλαμβάνουν και να απολύουν όποτε αυτοί θέλουν, χωρίς το κόστος της αποζημίωσης. Ετσι, προσαρμόζουν το εργατικό δυναμικό και επομένως το κόστος εργασίας ανάλογα με τις διακυμάνσεις και τα σκαμπανεβάσματα στην καπιταλιστική παραγωγή ή ανάλογα με την εποχικότητα ορισμένων κλάδων της οικονομίας. Επιπλέον, με βάση τα στοιχεία, οι προσωρινά απασχολούμενοι είναι πιο φτηνοί συγκριτικά με τους εργαζόμενους που έχουν συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η έκθεση αναφέρει ότι «κατά μέσο όρο, οι προσωρινοί απασχολούμενοι στα 19 κράτη - μέλη της ΕΕ με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, αμείβονται κατά 19% χαμηλότερα από ό,τι οι μόνιμοι εργαζόμενοι».
Στην Ελλάδα τα τελευταία 23 χρόνια έχουν προωθηθεί μια σειρά νόμων από όλες τις κυβερνήσεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ που διευκολύνουν την «ενοικίαση» εργαζομένων. Η «ενοικίαση» γίνεται κυρίως μέσω των «Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης» (ΕΠΑ), αλλά και μέσα από τα «Ιδιωτικά Γραφεία Ευρέσεως Εργασίας» (ΙΓΕΕ), αυτά που οι εργαζόμενοι και τα σωματεία τους χαρακτηρίζουν «σύγχρονα δουλεμπορικά». Οι ΕΠΑ είναι εταιρείες που «ενοικιάζουν» εργαζόμενους σε άλλους εργοδότες και τα ΙΓΕΕ βρίσκουν εργαζόμενους για άλλους εργοδότες. Να σημειωθεί ότι μία ΕΠΑ μπορεί να λειτουργεί και ως ΙΓΕΕ.
Οπως φαίνεται από την εξέλιξη της νομοθεσίας, κάθε επόμενη νομοθετική παρέμβαση είναι και πιο αντιδραστική, με τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου να απελευθερώνουν παραπέρα τη δράση των εταιρειών και των γραφείων αυτών, να διευκολύνουν την «ενοικίαση» εργατών και να κλιμακώνουν την επίθεση ενάντια στα δικαιώματά τους.
Πιο πρόσφατη είναι η τροπολογία που ψηφίστηκε το 2016 από την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και αφορούσε τα ΙΓΕΕ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 34 του νόμου 4441/2016 κατάργησε ρύθμιση που προέβλεπε πως «η άσκηση της δραστηριότητας ΙΓΕΕ και υποκαταστήματός του δεν μπορεί να εκχωρηθεί σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο». Στη σχετική αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι η ρύθμιση αυτή καταργήθηκε γιατί «αφορούσε αδικαιολόγητο περιορισμό στο πλαίσιο της άσκησης της δραστηριότητας του Ιδιωτικού Γραφείου Ευρέσεως Εργασίας». Ακόμα, υπογράμμιζε ότι η κατάργησή της εντάσσεται στο συνολικότερο πλαίσιο παρεμβάσεων που αποσκοπούν «στην τόνωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων (...) μέσω της απλούστευσης των διοικητικών διαδικασιών και της άρσης των εμποδίων στην παροχή υπηρεσιών». Δηλαδή, με μια ακόμα παρέμβαση, η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διευκόλυνε τη δράση των δουλεμπορικών γραφείων, που μεταφράζεται σε ένταση της «ευελιξίας», επομένως και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, που μπορούν πιο εύκολα να ξεφορτώνονται προσωπικό.
Από εκεί και πέρα οι βασικοί νόμοι που διαμόρφωσαν το αντεργατικό πλαίσιο για την «ενοικίαση» εργατών είναι οι εξής:
1) Ο νόμος 2639/1998, που νομιμοποίησε τη σύσταση και λειτουργία των ΙΓΕΕ.
2) Ο νόμος 2956/2001 που όριζε ότι:
Πρόκειται για διατάξεις που στόχο είχαν να χρυσώσουν το χάπι της ίδρυσης και λειτουργίας των «δουλεμπορικών», το πλαίσιο λειτουργίας των οποίων έγινε βέβαια ακόμα πιο βάρβαρο για τους εργαζόμενους με τους επόμενους νόμους:
3) Ο νόμος 3846/2010, που όριζε ότι:
4) Ο νόμος 4052/2012:
5) Ο νόμος 4093/2012:
Είναι προφανές ότι κάθε επόμενος νόμος βάζει επιπλέον εμπόδια στους «ενοικιαζόμενους» εργαζόμενους στη δυνατότητα να «φύγουν» από το καθεστώς «ενοικίασης» και να προσληφθούν απευθείας στις επιχειρήσεις που ήδη δουλεύουν με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Ετσι, με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε το χρονικό διάστημα απασχόλησης από τους 12 στους 36 μήνες, κατά το οποίο μπορεί να «ενοικιάζεται» ένας εργαζόμενος στον ίδιο έμμεσο εργοδότη, χωρίς να έχει το δικαίωμα μετατροπής της σύμβασής του σε αορίστου. Ταυτόχρονα, μειώθηκε το χρονικό διάστημα - από τις 45 στις 23 ημερολογιακές μέρες - που μεσολαβεί μεταξύ δύο «ενοικιάσεων» ώστε να μη μετατραπεί η σύμβαση σε αορίστου.