Παρτιτούρα του για τον «Επιτάφιο» |
Ευτύχησα να γνωρίσω εν ζωή τη μέθη της μέθεξης ανάμεσα στο έργο μου και τους άλλους. Είδα τα έργα μου να ριζώνουν σε ξένες ψυχές, να απλώνουν κλαδιά και να ανθίζουν... Τι άλλο, αλήθεια, είναι μια πλατεία, ένα στάδιο, ένας δρόμος γεμάτους ανθρώπους, που ομαδικά τραγουδούν ένα τραγούδι σου, παρά ένας ολάνθιστος κάμπος; Αυτό το πέτυχα, το έζησα και ακόμα και τώρα εξακολουθώ να το ζω και να το θεωρώ σαν τη μέγιστη ευλογία των ουρανών...».
Αυτά είχε αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης πριν από 20 χρόνια στην εφημερίδα μας, όταν είχε κληθεί να κάνει τον απολογισμό της πολυκύμαντης ζωής του.
Και πράγματι, τι παραπάνω να ζητήσει ένας δημιουργός; Η τέχνη που έπλασε, ζυμωμένη με τους καημούς, τις αγωνίες, την πάλη και τα οράματα των ταπεινών και καταφρονεμένων, είναι διαχρονική και τέτοια θα μείνει. Σε αυτά τα 70 χρόνια δημιουργίας, ευτύχησε να δει τα έργα του να ριζώνουν σε ψυχές, να πυρπολούν τα όνειρα, για να «λάβουν εκδίκηση».
Και πώς μπορεί, κανείς, άραγε να χαρακτηρίσει με λίγα λόγια αυτό που ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης; Θα το επιχειρήσουμε δανειζόμενοι τα λόγια του άλλου «μεγάλου» της μουσικής μας, του Μάνου Χατζιδάκι: «Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας ποταμός σπανίων μελωδιών, που έχει βαθιές τις ρίζες του στον αραβικό χώρο κι όχι μόνο στην Κρήτη. Από την Κρήτη πήρε την επική μεγαλοστομία και λεβεντιά που σφραγίζει τους ρυθμούς του. Απ' τα νησιά του Αιγαίου τη χάρη του και τη λεπτεπίλεπτη δεξιοτεχνία του. Κι από τη βόρεια Ελλάδα τους βαθείς αναστεναγμούς της μουσικής του...».
Εξω από τις φυλακές του Ωρωπού |
Στα παιδικά του χρόνια γνώρισε πολλές μετακινήσεις λόγω της δουλειάς του πατέρα του. Χίος, Μυτιλήνη, Σύρος, Αθήνα, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη μέχρι το 1943 και στη συνέχεια Αθήνα. Λόγω των μετακινήσεων δεν μπόρεσε να δεθεί με κάποια περιοχή, να αποκτήσει παιδικούς φίλους. «Ημουν κλεισμένος σε τρεις κύκλους. Πρώτος ήταν ο οικογενειακός κύκλος... Μου έδωσε μεγάλη χαρά και ευτυχία, για την οποία ευγνωμονώ τους δικούς μου. Δηλαδή ό,τι γεύση ευτυχίας έχω στη ζωή μου, την έχω από την οικογένειά μου. Ενα οικογενειακό περιβάλλον που βασίλευε η μεγάλη αγάπη, η χαρά, η ευτυχία, η αλληλεγγύη, το τραγούδι, το κέφι». Ο δεύτερος κύκλος ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι και ο τρίτος οι Κρητικοί.
Αυτή η αίσθηση της «απομόνωσης» που βιώνει σαν παιδί, είναι και ένας από τους λόγους που τον οδηγούν στη μουσική. Εκεί, βρίσκει «καταφύγιο», αν και όπως ο ίδιος μαρτυρά, στην αρχή η σχέση του με τη μουσική υπήρξε μαρτυρική. Κι αυτό γιατί, ενώ για κάθε άλλη παιδική απορία ή ανησυχία υπήρχε μια απάντηση, εντούτοις για τη μουσική δεν υπήρχε καν ερώτημα. «Τόσο απίθανο και ξένο ήταν, τουλάχιστον στο περιβάλλον μου, το λειτούργημά της...». Παρ' όλα αυτά, οι μελωδίες της Φιλαρμονικής του δήμου Αργοστολίου, η θέα ενός πιάνου - από τα ελάχιστα μιας μικρής επαρχιακής πόλης - τον σημαδεύουν. Οι γονείς του κάποια Πρωτοχρονιά τού κάνουν δώρο ένα βιολί. «Αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου».
Πράγματι, τα γεγονότα της ζωής του ήταν συνταρακτικά.
Το έργο του αντηχεί ακέριο όλη τη μεγάλη πορεία και τις περιπέτειες του λαϊκού κινήματος του 20ού αιώνα. Ηταν και αυτός μέλος της γενιάς που ανδρώθηκε στην Αντίσταση, που πάλεψε για να έρθουν καλύτερες μέρες στον τόπο μας και γι' αυτή του την απόφαση διώχτηκε, φυλακίστηκε, εξορίστηκε, συνέχισε να παλεύει και να δημιουργεί. Για αυτόν, όμως, αυτά ήταν και τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια του. Είχε αναφέρει χαρακτηριστικά στη μεγάλη συναυλία που είχε διοργανώσει το Κόμμα για τα 90χρονά του: «Βρίσκομαι σήμερα εδώ μπροστά σας με μεγάλη συγκίνηση, γιατί τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια μου τα έζησα στις γραμμές του ΚΚΕ. Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος Πόλεμος, οι διώξεις που ακολούθησαν την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η βαθιά παρανομία με την ένοπλη προσπάθεια το 1944 μέσα στην Αθήνα, που πνίγηκε στο αίμα, η Ικαρία και η Μακρόνησος, η αναγεννητική προσπάθεια μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες. Η παράνομη δράση με την ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου, δέκα μέρες μετά την επικράτηση της χούντας. Αργότερα, υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ στην Αθήνα και τέλος η εκλογή μου ως βουλευτής του Κόμματος το 1981 και 1985».
Με τον Μάνο Κατράκη στο 3ο Συνέδριο της ΚΝΕ |
Τον Ιούλη του 1947 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ικαρία. Εκεί, θα ακούσει τον «Καπετάν Αντρέα Ζέππο» από μια ομάδα εξόριστων Πειραιωτών. «Και αυτό ήταν το δεύτερο σοκ της ζωής μου», μετά την 9η του Μπετόβεν. Νέοι δρόμοι στη μουσική ανοίγονται μπροστά του. Τον χειμώνα του 1949 εξορίζεται στη Μακρόνησο και βασανίζεται φρικτά. Εκεί είναι που, σύμφωνα με τον ίδιο, έσπασε το «εγώ» κι έγινε τελεσίδικα «εμείς». «Η μάχη θα δοθεί για το "εμείς", υπέρ του ανθρώπου, εναντίον των κανιβάλων... Η ασθένεια των κανιβάλων είναι το "εν αρχή το κέρδος". Ακολουθεί η υποτίμηση του ανθρώπου». Μέσα σε τεράστιες δυσκολίες δεν σταματά να δημιουργεί. Μάλιστα, αποσπάσματα από την «Πρώτη Συμφωνία» του, που δούλευε εκείνη την περίοδο, παρουσίασε στη σκηνή των στρατηγών, εκεί όπου κρατούνταν ο Σαράφης και άλλοι. «Αυτό το θεωρώ μια πολύ σημαντική πράξη της ζωής μου και είναι σημαδιακή. Στις δύσκολες στιγμές απαντάμε πάντα με δημιουργία».
Πορεία Ειρήνης 1965, ο Μίκης με Λαμπράκηδες του Πειραιά |
Η διαβίωση στην Αθήνα δεν είναι εύκολη. Κάθε βδομάδα έπρεπε να παρουσιάζεται στην Ασφάλεια. Εκείνη την περίοδο πήρε και το πτυχίο του στο Ωδείο. Οι πόρτες όμως είναι κλειστές. Για να επιβιώσει κάνει αντίγραφα μουσικής και παίζει εκτάκτως σε συναυλίες. Γράφει μουσική, πολλή μουσική. Το 1954 με υποτροφία εγκαθίσταται στο Παρίσι. Συνεχίζει το συμφωνικό του έργο και γράφει μερικά από τα σπουδαιότερα συμφωνικά του έργα: «Τρεις σουίτες», «Το μπαλέτο Αντιγόνη», «Κονσέρτο για πιάνο».
Εκείνη την περίοδο παντρεύεται την Μυρτώ Αλτίνογλου και μαζί αποκτούν δύο παιδιά, την Μαργαρίτα και τον Γιώργο.
Το 1958, βρισκόμενος στο Παρίσι, παίρνει στα χέρια του την επανέκδοση του «Επιτάφιου» με την αφιέρωση του ποιητή: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός». Αναφέρει ο Θεοδωράκης: «Θυμάμαι ότι έλαβα τον "Επιτάφιο" στο Παρίσι, από τον ίδιο τον Ρίτσο. Ευθύς μόλις τον διάβασα, άρχισα να γράφω τα τραγούδια, αυθόρμητα, δίχως καμιά ανάγκη, καμιά πρόθεση θα έλεγα. Και η μουσική βγήκε αυτή που βγήκε: λαϊκή. Γιατί, άραγε; Καταρχήν νομίζω από την ανάγκη να παρακολουθήσω την ίδια διαδικασία με τον Ρίτσο, καθώς παίρνει τους αρμούς, τα δυνατά στοιχεία από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και - όντας πάντοτε Ρίτσος - θέλει να είναι συνάμα ο οποιοσδήποτε λαϊκός ποιητής, η οποιαδήποτε χαροκαμένη μάνα, η λαϊκή μούσα».
Συναυλία σε εργοστάσιο στο Αμβούργο, το 1972. Τραγουδούν η Μ. Φαραντούρη, ο Α. Καλογιάννης και η Μ. Δημητριάδη |
Η συνύπαρξη της λαϊκής με τη συμφωνική μουσική στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη κάνει τον ίδιο και τη μουσική του μοναδική περίπτωση στο χώρο της διεθνούς μουσικής, καθώς κινείται συνεχώς ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους προσπαθώντας να τους συνενώσει σε έναν και μοναδικό.
Ηταν ο πρώτος που έβαλε στο στόμα του απλού λαού λόγια μεγάλων ποιητών. «Ο ελληνικός λαός τραγουδούσε, στις ταβέρνες, στα γιαπιά, στις εκδρομές, στις συντροφιές, στις διαδηλώσεις, μελωδίες βασισμένες σε αυστηρά ποιητικά κείμενα, που τα χαρακτήριζαν η τελειότητα του λόγου, η τόλμη της εικόνας και η δύναμη της έκφρασης». Για τον ίδιο ήταν ξεκάθαρο: «Οι μεγάλοι ποιητές ανήκουν στους εργαζόμενους, στον λαό. Μόνο αυτοί μπορούν να τους καταλάβουν. Φυσικά, ο καθένας μπορεί να αγοράσει βιβλία τους. Πόσοι όμως είναι; Το πρόβλημα δεν είναι πρακτικό - ποσοτικό. Ο λαός δεν μπορούσε να πλησιάσει τη μεγάλη ποίηση, γιατί δεν είχε στη διάθεσή του τα κλειδιά για να ανοίξει τις πόρτες. Κάνοντας τραγούδι και βάζοντας στα χείλη του λαού τη μεγάλη ποίηση, είναι σαν να του πρόσφερα αυτό το σπάνιο κλειδί να ανοίξει τις μεγάλες πόρτες και να μπει στον μαγικό κόσμο της λόγιας τέχνης».
Με τον Μάνο Χατζιδάκι |
4 Οκτώβρη 1983. Παρασημοφόρηση με το Βραβείο «Λένιν» |
Συστήνει στο κοινό νέους συνθέτες, όπως τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή. Μάλιστα, τους χάρισε και την πέτρα που του είχαν ρίξει στη διάρκεια συναυλίας στη Νάουσα παρακρατικές ομάδες.
Το 1963 δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο Θεοδωράκης αναλαμβάνει Γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και εκλέγεται στο Κοινοβούλιο.
Το 1964 κυκλοφορεί το «Αξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Σύμφωνα με τον ίδιο, το «Αξιον Εστί» συνοψίζει σε μία μόνο κορύφωση όλες του τις σκέψεις, τις προθέσεις και τις απόπειρες όσον αφορά τη δημιουργία ενός νεοελληνικού λαϊκού μουσικού έργου.
Το 1966 μελοποιεί «μονορούφι» τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, μετά από έναν άγριο ξυλοδαρμό του από την αστυνομία. Με τη «Ρωμιοσύνη» ο Μ. Θεοδωράκης έκανε το μεγάλο άλμα, καθώς ήταν το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε σε μεγάλη λαϊκή συναυλία σε γήπεδο, αφού δεν ήταν αρκετές πια οι μικρές αίθουσες. «Ο Γιάννης Ρίτσος, καθισμένος ακριβώς πίσω μου, ρουφούσε τη συγκλονιστική στιγμή με όλους τους πόρους της ψυχής του. Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι. Ηταν προπαντός αυτή η μυστική μέθεξη όλων αυτών των χιλιάδων, που μέσα απ' τη "Ρωμιοσύνη", ξαναζούσαν μέσα τους και ξαναδημιουργούσαν ιδεατά το μέγα όνειρο που είχαν όλοι μαζί ζήσει, αφού οι ίδιοι το είχαν πρώτα δημιουργήσει...», θυμόταν αργότερα ο συνθέτης.
Εκείνη την περίοδο συνθέτει «ΤαΤραγούδια του αγώνα», «Επιφάνεια Αβέρωφ», «Κατάσταση Πολιορκίας», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» κ.ά. Εκείνης της περιόδου έργο είναι και το μεγαλειώδες «Κάντο Χενεράλ» σε ποίηση Πάμπλο Νερούδα. Τις πρόβες του έργου είχε παρακολουθήσει ο ίδιος ο ποιητής. Σχεδιαζόταν, μάλιστα, να γίνει μια μεγάλη συναυλία στο Σαντιάγο, όπου θα παρουσιαζόταν το έργο και θα απήγγειλλε ο Νερούδα. Η συναυλία δεν έγινε κατορθωτό να πραγματοποιηθεί λόγω του πραξικοπήματος του Πινοσέτ.
Ο Μίκης Θεοδωράκης (κάτω δεξιά) με συνεξόριστους στη Μακρόνησο, το 1948-'49 |
Τα επόμενα χρόνια, ο Μίκης συνεχίζει να δημιουργεί και να παίρνει ξεκάθαρη θέση μπροστά σε γεγονότα του καιρού μας. Αξίζει να αναφέρουμε τη δήλωση που είχε κάνει ενάντια στο αντικομμουνιστικό μνημόνιο το 2005: «Το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να αλλάξει την Ιστορία. Να τη διαστρεβλώσει εξισώνοντας τα θύματα με τους θύτες. Τους εγκληματίες με τους ήρωες. Τους κατακτητές με τους απελευθερωτές και τους ναζιστές με τους κομμουνιστές. Δυστυχώς, σήμερα είμαι υποχρεωμένος να μιλώ περισσότερο στο όνομα των νεκρών παρά των ζωντανών. Στο όνομα, λοιπόν, των νεκρών συντρόφων μου κομμουνιστών, αυτών που πέρασαν από την Γκεστάπο, τα στρατόπεδα θανάτου και τους τόπους των εκτελέσεων για να εξοντωθεί ο ναζισμός και να θριαμβεύσει η λευτεριά, έχω να απευθύνω στους "κυρίους" αυτούς μόνο μια λέξη: ΝΤΡΟΠΗ!».
Με το έργο του καταγράφει σαν σεισμογράφος τις διακυμάνσεις της συνείδησης του λαού μας, καθώς τη διαμορφώνουν τα ιστορικά γεγονότα, οι κοινωνικές συνθήκες και οι πολιτικές εξελίξεις. Αλλωστε, μέσα από την Τέχνη του τον λαό και τους αγώνες του θέλησε να υπηρετήσει. Εκεί αφιέρωσε το ταλέντο και τη δημιουργία του. Γι' αυτό και ο λαός τον τίμησε και τον αγάπησε παρά τις αντιφάσεις του.
Στη Μόσχα, κατά τη βράβευση με το Βραβείο της Κομσομόλ |
Ο ίδιος θεωρούσε τον «Κάκτο», που έγραψε το 1967, κρατούμενος στην Ασφάλεια, το πιο αντιπροσωπευτικό του τραγούδι.
...Πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες;
Θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.
Και πράγματι, το έργο του θα ζήσει «άλλους τόσους»... Γιατί, όπως και ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του στον «Ριζοσπάστη»: «Από όλα τα είδη ζωής, ποιο είναι αυτό που αντέχει περισσότερο στο χρόνο; Η πνευματική, το πνευματικό δημιούργημα. Αυτό αντέχει. Και η αντοχή του, η διάρκειά του, δεν είναι παρά μια μορφή αθανασίας. Μια νίκη στο θάνατο, τον τελικό μας νικητή. Εκτός και αν με το πνευματικό έργο υψωθούμε εκεί που δεν μπορεί να μας φτάνει το αρπακτικό του χέρι. Ετσι είναι συλλογική, και όχι αποκλειστικά προσωπική, η νίκη με το θάνατο, όταν η κοινωνία μιας εποχής μπορεί να εκφραστεί και αναγνωριστεί μέσα στην πνευματική δημιουργία». Και ο Μίκης Θεοδωράκης αυτό το κατάφερε.
Από την επίσκεψή του στο Αρχείο του ΚΚΕ το 1994. Με την Αλέκα Παπαρήγα |
*«Επιτύμβιο», Γιάννης Ρίτσος - Μίκης Θεοδωράκης, από τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»
Μάρτης 1949. 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο |
Με τον Χαρίλαο Φλωράκη και τον Γιάννη Ρίτσο |
Σε εκδήλωση των Λαμπράκηδων στον Πειραιά το 1963. Διακρίνονται οι Μάνος Λοΐζος και Μαρία Φαραντούρη |