Το σπουδαίο χαρακτικό του Τάσσου για το Μπλόκο |
Λίγο αργότερα ένα «χωνί» που δεν είναι του ΕΛΑΣ ή της ΕΠΟΝ προαναγγέλλει το χαμό:
«Προσοχή - προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα Ασφαλείας. Ολοι οι άνδρες από 14 χρόνων και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Οσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επιτόπου».
Η Επιτροπή Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Πειραιά του ΚΚΕ από πληροφοριοδότη που είχε μέσα στις γερμανικές υπηρεσίες ήξερε από τα τέλη Ιούνη ότι ετοιμάζεται ένα τρομερό μπλόκο για την εξόντωση των στελεχών του ΕΑΜ. Ανάλογες πληροφορίες είχε δώσει και ο «πληροφοριοδότης Νο 28» που δούλευε στα Ες Ες. Στα στελέχη της Κοκκινιάς είχε δοθεί εντολή να μην κοιμούνται τα βράδια εκεί. Ομως, οι μέρες περνούσαν και τίποτα δε γινόταν. Ωσπου στις 2.30 τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 17 Αυγούστου ο εχθρός μπήκε στην πόλη. Ο ταγματασφαλίτης Πλυντζανόπουλος πιάνει «δουλειά».
Περιγράφει ο Σπ. Κωτσάκης, καπετάνιος του Α' Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, στο βιβλίο του «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα»:
Η Μάντρα, τόπος της εκτέλεσης |
Αφού τους εκτέλεσαν με ριπές, τους έριξαν βενζίνη και τους έκαψαν. Πολλούς μισοζώντανους. Συνολικά σ' όλο το μπλόκο οι σκοτωμένοι είναι πάνω από 200 και τα καμένα σπίτια ξεπερνάνε τα 100.
Η λεηλασία και το πλιάτσικο χωρίς προηγούμενο. Χιλιάδες χρυσές λίρες δόθηκαν από συγγενείς των συλληφθέντων για ν' αφεθούν ελεύθεροι οι δικοί τους. Οκτώ χιλιάδες έκλεισαν στο Χαϊδάρι και χίλιους μετέφεραν στη Γερμανία, απ' όπου λίγοι γύρισαν πίσω. Τελευταίους εκτέλεσαν οι Γερμανοί και τους προδότες, όργανά τους».
Παράλληλα με τις εκτελέσεις μάχη γινόταν στις γειτονιές. Μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής την Διαμάντω Κουμπάκη κρύβονται στο βόρειο τμήμα της πόλης. Γερμανικά καμιόνια ζώσανε την περιοχή και άρχισαν να καίνε τα σπίτια. Από τα 90 σπίτια της περιοχής κάψανε τα 80. Για το λόγο αυτό η συνοικία του 4ου Καραβά ονομάστηκε «Καμένα».
Από παλιότερη εκδήλωση, προς τιμήν των εκτελεσμένων στο Μπλόκο |
Παρά τον άγριο ξυλοδαρμό της με τους υποκόπανους των όπλων, φθάνοντας στη μάντρα του μαρτυρίου και λίγο πριν την εκτελέσουν βρήκε το κουράγιο να φωνάξει: «Μια ζωή τη χρωστάμε, ας μην την πάρουν οι προδότες. Υπάρχουν χιλιάδες λεβέντες. Θα τους εκδικηθούν».
Συγκλονιστικό το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» της επόμενης μέρας:
«Οι Ούνοι και οι συνεργάτες τους κάνουν κάθε είδους ασχήμια. Ομαδικά βασανιστήρια. Ατιμάσματα, εκτελέσεις. Ορμούν στα σπίτια και τα λεηλατούν αφού σφάζουν όσους βρίσκουν εκεί, ακόμα και μικρά παιδιά στην αγκαλιά των μανάδων τους, σαν νέοι Ηρώδηδες. Οι Κοκκινιώτες βέβαια δεν κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Δεν αντιμετωπίζουν παθητικά την τραγωδία. Οσοι έχουν όπλα δίνουν σκληρές μάχες.
Ολόκληρος ο λαός της εργατούπολης θα θυμάται για πάντα τις ηρωικές μορφές των παλικαριών και των κοριτσιών που έστησαν τα αγέρωχα κορμιά τους μπροστά στις σφαίρες των κατακτητών, πέφτοντας για μια Ελλάδα λεύτερη, λαοκρατική, ανεξάρτητη και ευτυχισμένη. Η Κοκκινιά πάντα θα τιμά τους νεκρούς της».
Με ανακοίνωσή της, που κυκλοφόρησε το βράδυ της ίδιας μέρας, η Αχτιδική Επιτροπή της ΚΟ Κοκκινιάς του ΚΚΕ σημειώνει: «Διακόσια διαλεχτά παλληκάρια, διακόσιοι πρωτοπόροι στον καθημερινό αγώνα για ζωή και λευτεριά, διακόσια μέλη και στελέχη, οπαδοί και συμπαθούντες του κόμματός σας του Κομμουνιστικού δεν υπάρχουν πια... Χαρά στον τόπο που βγάζει τέτοια παλληκάρια, τιμή στο κόμμα που τ' ανάθρεψε με τέτοια πίστη και παλληκαριά, τιμή και δόξα στο γονιό που 'θρεψε τέτοιους λεβέντες... Το αίμα σας θα το πάρουμε πίσω. Ορκιζόμαστε να συνεχίσουμε με πιότερη ορμή το μισοτελειωμένο σας έργο για τη λευτεριά του τόπου μας... Μονάχα όταν δώσουμε τα πάντα και τη ζωή μας ακόμα για τη συντριβή του κατακτητή, θα νικήσουμε...» (από την έκδοση «Η Κοκκινιά μας», 17/8/1945).
Τρία χρόνια αργότερα οι ηρωικοί νεκροί του μπλόκου στήθηκαν και πάλι στον τοίχο: Το Μάρτη του 1947 το Γ' Δικαστήριο δοσίλογων αθώωσε τους προδότες εγκληματίες Πλυτζανόπουλο και Σγούρο (πρωταγωνιστές της σφαγής)! Ο Πλυτζανόπουλος έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού και ο ανιψιός του έγινε δήμαρχος Κοκκινιάς απ' τη χούντα.
Στην απολογία του στο Β' Δικαστήριο δοσίλογων ο Ν. Μπουραντάς είπε κυνικά: «Εγώ τρώγω ένα ξεροκόμματο βουτηγμένο στο αίμα! Αλλά ρέει στις φλέβες μου άφθονο ελληνικό αίμα». Αναφερόμενος στο Μπλόκο της Κοκκινιάς ο ίδιος είπε ότι πήγε με το μηχανοκίνητο και την ξεκαθάρισε και «διευκόλυνε το έργο της Ειδικής και των Ταγμάτων που πήγαν την άλλη μέρα»...