«(...) μπορεί να φαίνεται πολυτέλεια να ασχολούμαστε με τις τέχνες, όταν η οικονομία κινδυνεύει. Εγώ θα έλεγα το αντίστροφο, ότι είναι ένας ακόμα τομέας, πολύ σημαντικός (...) ένας τομέας που (...) δίνει υπεραξία στα προϊόντα μας και, βεβαίως, συνδυάζεται άριστα και με την τουριστική βιομηχανία (...) Κάθε ταινία είναι μια μικρή ή μεγάλη επιχείρηση, με θέσεις εργασίας, έσοδα και έξοδα, κέρδη και ζημιές, είναι μέρος μιας ολόκληρης βιομηχανίας, της βιομηχανίας του πολιτισμού, αν θέλετε, που σήμερα καταγράφεται στην Ευρώπη, ως η πιο γρήγορα ανερχόμενη ευρωπαϊκή οικονομική δραστηριότητα».
Ακόμη και απ' αυτό το περιορισμένο απόσπασμα από την ομιλία του πρωθυπουργού για το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο μπορεί να αναγνωσθεί η αντιδραστική γενική κατεύθυνση που το διέπει.
Από τις ταινίες της βδομάδας ξεχωρίζει σαν το πιο αυθεντικά κινηματογραφικό έργο - παρά τις όποιες του αδυναμίες - η μικρή νορβηγική ταινία «Δεσμοί Αίματος» από το 2007, του 45χρονου Μάριους Χολστ. Σε τέτοιου είδους προσπάθειες, στις ελεύθερες φωνές των σκηνοθετών, φράζει ασυζητητί το δρόμο το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο, ενώ παράλληλα τον αφήνει διάπλατα προσβάσιμο σε οπτικοακουστικά προϊόντα «συνδυασμένα άριστα με την τουριστική βιομηχανία» από εκείνα τα λαμπερά για επί τόπου κατανάλωση, μια που ο κινηματογράφος παύει ουσιαστικά να αντιμετωπίζεται ως μορφή τέχνης αλλά ως οπτικοακουστικό προϊόν. Το πρόγραμμα της βδομάδας συμπληρώνεται με δύο οικογενειακές ταινίες, την δράσης, φαντασίας και περιπέτειας «Ο Τελευταίος Μαχητής του Ανέμου» του Μ. Νάιτ Σιαμαλάν που αφηγείται τις περιπέτειες του νεαρού Αανγκ με τα τέσσερα στοιχεία της φύσης και την τρισδιάστατη περιπέτεια κινούμενων σχεδίων των Αντονι Μπελ και Μπεν Γκλουκ, για δυο ερωτευμένους λύκους, με τίτλο (Γ)Λυκάκια.
Ο Φίντσερ παρέκαμψε επικές αφηγηματικές φωνές και μοντάζ. Μέσα από συμβάσεις ενός δραματουργικού πυρήνα, όπως ανακριτική διαδικασία και φρασεολογία των δικηγόρων, ξεπερνά τα δομικά σκαμπανεβάσματα που από τα «καυτά» σημεία της αφήγησης πετιέται στο κρύο περιβάλλον «γραφείου».
Παίζουν: Τζες Εϊζενμπεργκ, Τζάστιν Τίμπερλέικ, Μπρέντα Σονγκ, Τζόζεφ Ματσέλο, Ρούνι Μάρα, Αντριου Γκάρφιλντ, Μαξ Μινγκέλα, Τρέβορ Ράιτ, Ντακότα Τζόνσον, Στριμ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, 2010.
Ο 15χρονος Μιρούς ζει μια μίζερη καθημερινότητα στο Κόσσοβο με τη μητέρα και τον αδελφό του Αρμεντ. Ξέρει από τον αδελφό του ότι ο πατέρας τους, που τους εγκατέλειψε όταν εκείνος ήταν μωρό, ζει στο Οσλο κι έχει ένα εστιατόριο. Ο Αρμεντ μαζεύει λεφτά να πάει στον πατέρα του, κάτι που δε θα κάνει ποτέ αφού πεθαίνει. Μετά το θάνατό του ο Μιρούς αποφασίζει να φύγει στη θέση του και μπαίνει λαθραία στη Νορβηγία. Ανακαλύπτει το μαγαζί του πατέρα του όπου και κατορθώνει να πιάσει δουλειά χωρίς όμως να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Περιμένει πρώτα να καταλάβει τι είδους άνθρωπος είναι ο πατέρας του που ο ίδιος εξιδανίκευσε παρά το γεγονός ότι δεν είχε μνήμες...
Στην προσπάθειά του να επανασυνδέσει τις σχέσεις του με τον πατέρα του ο Μιρούς ανακαλύπτει πολλές αλήθειες για κείνον που τον εξοργίζουν, μια από αυτές είναι και το χρέος του στην αλβανική μαφία. Ο Χολστ επιμένει στα περιγράμματα της σχέσης των δυο τους, τα χρησιμοποιεί για να αναφερθεί σε θέματα αποξένωσης της οικογένειας και απουσίας και καταλήγει στη μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζει κάποιος ως προς το να κόψει με το παρελθόν του, όσο και αν αυτό υπήρξε δύστροπο...
Βίαιο κι εξαιρετικά σκοτεινό το φιλμ, με το βλέμμα του Χολστ να παραμένει εσκεμμένα απόμακρο στην καταγραφή εικόνων που ξενίζουν, τόσο τον ίδιο όσο κι εμάς. Αποτυπώνει, αλλά αποφεύγει να σχολιάσει π.χ. την έκρηξη του Μιρούς όταν ανακαλύπτει ότι η μητέρα του έχει εραστή. Τη βία του μαφιόζου που σπάει τα δάκτυλα του σερβιτόρου. Και η εικόνα των κοσσοβάρων στην ταινία του Χολστ δε θυμίζει σε τίποτα εκείνη των «αθώων και ανίσχυρων θυμάτων» που πριν δέκα χρόνια επιβλήθηκε από το σύνολο των, σε διατεταγμένη υπηρεσία, σκανδιναβικών ΜΜΕ που πάσχιζαν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη, εχθρική προς τη Σερβία, ώστε να διευκολυνθεί η ιστορία της απόσχισης του Κοσσυφοπεδίου. Σήμερα η περιγραφή της ζωής των κοσσοβάρων μαφιόζων στο Οσλο, στο εσωτερικό του εστιατορίου «Καλάμπρια» είναι διαφορετική. Η ατμόσφαιρα είναι καταθλιπτική, ο χώρος μοιάζει βρώμικος, μοιάζει να αναδύει μπόχα, όσους κουβάδες με χλωρίνη κι αν ρίξεις δε θα καθαρίσει η γλίτσα που έχει επικαθίσει σε τοίχους και ταπετσαρίες. Η βρώμα αναδύεται από τον υπόκοσμο, από τους μόνιμους και τους μοναδικούς πελάτες, τους μαφιόζους. Η ιστορία ξετυλίγεται στην καρδιά του Οσλο κι όμως, αντικρίζουμε μόλις δύο Νορβηγούς, το νεαρό σερβιτόρο και την αρραβωνιαστικιά του πατέρα του Μιρούς. Ολοι οι υπόλοιποι είναι ξένοι και οι οποίοι ζουν στο δικό τους, ερμητικά κλειστό κόσμο.
Παίζουν: Ενρίκο Λο Βέρσο, Μιχάλης Κουτσογιαννάκης, Μιριάνα Καράνοβιτς, Αννα Μπάτσε - Βίιγκ, Μπάιρους Μιάκου, Γκλεν Αντρέ Καάντα, κ.ά.
Παραγωγή: ΝΟΡΒΗΓΙΑ, ΔΑΝΙΑ, 2007.
Ενδιαφέρουσα η ιδέα της κυνικής αυτής σάτιρας πάνω στο τεράστιο, επίκαιρο και πολυσχιδές θέμα της κατανάλωσης, όπως και των εννοιών της «εικόνας», της σχέσης «φαίνεσθαι - είναι» και της «κριτικής σκέψης» που προβάλλει η ταινία.
Παίζουν: Ντέιβιντ Ντουκόβνι, Ντέμι Μουρ, Αμπερ Χέρντ, Μπεν Χόλινγκσγουορθ, Λορίν Χάτον, Γκάρι Κόουλ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, 2010.
Ολα άρχισαν το βράδυ που ο Αλφι (Αντονι Χόπκινς) ξύπνησε μέσα στον πανικό συνειδητοποιώντας ότι δεν του μένουν παρά ελάχιστα καλά χρόνια ζωής. Βάζει πάραυτα τέρμα στο 40χρονο γάμο του. Από απέχθεια για τα γηρατειά και φόβο για το θάνατο ντύνεται, γυμνάζεται, διασκεδάζει και συμπεριφέρεται όπως οι νέοι. Εγκαταλείπει τη σύζυγό του Χελένα (Τζέμα Τζόουνς) που μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας βρίσκει αποκούμπι στην χαρτορίχτρα Κρίσταλ. «Θα συναντήσει έναν ψηλό μελαχρινό άγνωστο», της προφητεύει η Κρίσταλ για το μέλλον. Και «συχνά οι αυταπάτες βοηθούν πιο πολύ από τα φάρμακα», όπως ακούγεται στην ταινία!
Η ευχάριστα σκοτεινή, χωρίς όμως εκπλήξεις λονδρέζικη κωμωδία του Γούντι Αλεν ακολουθεί βασικά τις περιπέτειες δύο ζευγαριών και το χάος της ζωής τους σε κατάσταση μόνιμης αποπλάνησης. Του Αλφι και της Χελένα και της κόρης τους Σάλι (Ναόμι Γουάτς), παντρεμένης με τον Ρόι (Τζος Μπρολίν), τον πιο περίπλοκο και σύνθετο ρόλο της ταινίας. Το φιλμ βρίθει από θεματικά φετίχ του σκηνοθέτη και αναγνωρίσιμα αφηγηματικά στοιχεία. Η ρευστότητα της γραφής και της σκηνοθεσίας προσφέρει ένα γόνιμο πεδίο δράσης στους ηθοποιούς, άριστοι μηδενός εξαιρουμένου. Ο Αλεν σφυρηλατεί το εφήμερο με ευδιαθεσία ρυθμίζοντας τους αφηγηματικούς κύκλους σε διαφορετικές ταχύτητες ώστε να πετύχει την πιο λαμπερή αρμονία. Οι ρόλοι συντίθενται από φιγούρες γκροτέσκες που δοκιμάζονται από το αγεφύρωτο εν τέλει χάσμα ανάμεσα στο εγώ και το υπερεγώ τους. Είναι παιδαριώδεις κι εγωιστές, αγχωτικοί, ανικανοποίητοι κι απογοητευμένοι από τη ζωή, είναι πανέτοιμοι να αγκιστρωθούν από χίμαιρες που όταν εξανεμίζονται τους καθιστούν ακόμα πιο γελοίους και τρομαγμένους.
Παίζουν: Αντονι Χόπκινς, Ναόμι Γουότς, Τζος Μπρολίν, Τζέμα Τζόουνς, Αντόνιο Μπαντέρας, Πολίν Κόλινς, Φρέιντα Πίντο, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Ισπανία