ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 28 Οχτώβρη 2010
Σελ. /32
ΟΧΙ στο νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο

«(...) μπορεί να φαίνεται πολυτέλεια να ασχολούμαστε με τις τέχνες, όταν η οικονομία κινδυνεύει. Εγώ θα έλεγα το αντίστροφο, ότι είναι ένας ακόμα τομέας, πολύ σημαντικός (...) ένας τομέας που (...) δίνει υπεραξία στα προϊόντα μας και, βεβαίως, συνδυάζεται άριστα και με την τουριστική βιομηχανία (...) Κάθε ταινία είναι μια μικρή ή μεγάλη επιχείρηση, με θέσεις εργασίας, έσοδα και έξοδα, κέρδη και ζημιές, είναι μέρος μιας ολόκληρης βιομηχανίας, της βιομηχανίας του πολιτισμού, αν θέλετε, που σήμερα καταγράφεται στην Ευρώπη, ως η πιο γρήγορα ανερχόμενη ευρωπαϊκή οικονομική δραστηριότητα».

Ακόμη και απ' αυτό το περιορισμένο απόσπασμα από την ομιλία του πρωθυπουργού για το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο μπορεί να αναγνωσθεί η αντιδραστική γενική κατεύθυνση που το διέπει.

Από τις ταινίες της βδομάδας ξεχωρίζει σαν το πιο αυθεντικά κινηματογραφικό έργο - παρά τις όποιες του αδυναμίες - η μικρή νορβηγική ταινία «Δεσμοί Αίματος» από το 2007, του 45χρονου Μάριους Χολστ. Σε τέτοιου είδους προσπάθειες, στις ελεύθερες φωνές των σκηνοθετών, φράζει ασυζητητί το δρόμο το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο, ενώ παράλληλα τον αφήνει διάπλατα προσβάσιμο σε οπτικοακουστικά προϊόντα «συνδυασμένα άριστα με την τουριστική βιομηχανία» από εκείνα τα λαμπερά για επί τόπου κατανάλωση, μια που ο κινηματογράφος παύει ουσιαστικά να αντιμετωπίζεται ως μορφή τέχνης αλλά ως οπτικοακουστικό προϊόν. Το πρόγραμμα της βδομάδας συμπληρώνεται με δύο οικογενειακές ταινίες, την δράσης, φαντασίας και περιπέτειας «Ο Τελευταίος Μαχητής του Ανέμου» του Μ. Νάιτ Σιαμαλάν που αφηγείται τις περιπέτειες του νεαρού Αανγκ με τα τέσσερα στοιχεία της φύσης και την τρισδιάστατη περιπέτεια κινούμενων σχεδίων των Αντονι Μπελ και Μπεν Γκλουκ, για δυο ερωτευμένους λύκους, με τίτλο (Γ)Λυκάκια.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΦΙΝΤΣΕΡ
The social network

Ενα σπουδαστικό πείραμα που μετεξελίχθηκε σε επιχείρηση δισεκατομμυρίων. Ταινία φτιαγμένη με επιδεξιότητα και νεύρο. Προβληματίζεται και επιμέρους εμβαθύνει στη θεματική της κινητήριας δύναμης που ωθεί το δημιουργό στην παραγωγή έργου. Η αφήγηση δονείται από όνειρα και ίντριγκες, αντιπαλότητα, προδοσία και εκδίκηση. Αντιπαραθέτει τις πραγματικές σχέσεις, εκείνες της ζωής - της φοιτητικής όπως αργότερα της επιχειρηματικής - με το τεχνητό πεδίο επικοινωνίας του Facebook. Το φιλμ αναφέρεται στην περίοδο κυοφορίας και στη γένεση του Facebook στο διαδίκτυο, μέσα από την πορεία και τις σχέσεις όσων συνέβαλαν στο γεγονός. Πραγματεύεται επίσης τον τρόπο που ο δημιουργός του, το τέρας των υπολογιστών Μαρκ Ζάκερμπεργκ ξεγέλασε, εκών άκων φίλους και μη, αποσπώντας τους χρήματα και ιδέες, θραύσματα τα οποία συγκόλλησε σε ενιαία ενότητα, στήνοντας έτσι μια από τις επικερδέστερες επιχειρήσεις στο Internet.

Η ταινία δεν εξετάζει το σύνθετο του φαινομένου Facebook ή τα ηθικής, τουλάχιστον, τάξης διλήμματα που απορρέουν από το συγκεκριμένο τρόπο μεταφοράς και δημοσιοποίησης όλου του κοινωνικού πάρε δώσε στο διαδίκτυο. Το φαινόμενο είναι εθιστικό, αποκαλείται καινούρια αρρώστια των μαζών κι έχει 500 εκατομμύρια χρήστες σε 200 χώρες. Βέβαια, διακρίνονται - με αρκετή προσπάθεια - ίχνη ειρωνείας για τις λέσχες, κατ' επέκταση και για το Facebook, που το 2004 καταχωρήθηκε ως διαδικτυακή τέτοια. Το φιλμ δεν προτάσσει ακριβώς πολεμική στον τρόπο ζωής στο ξακουστό κολέγιο, βρίθει όμως από ξινές και επικριτικές παρατηρήσεις: Για τα αισχρά - θεσμοθετημένα - καψώνια στα πρωτάκια. Για τα φοιτητικά πάρτι του Χάρβαρντ όπου τα κορίτσια που νοικιάζονται για να «ξεσκάσουν» τους γόνους των πλουσίων μεταφέρονται μαζικά, με πούλμαν, με το έμπα χαπακώνονται, παίρνουν ναρκωτικά κι αλκοόλ και ελαφρύνονται από τα ρούχα τους λικνιζόμενες ώστε να είναι διαθέσιμες σε ό,τι ήθελε προκύψει. Στον ίδιο παρανομαστή ανήκει και το πορτρέτο της γελοίας τελειότητας των διδύμων πανίσχυρων οικονομικά αδελφών που ερίζουν για την πατρότητα της ιδέας του Facebook...


Ηδη από τα εισαγωγικά πλάνα ο Ζάκερμπεργκ - έκτακτη η ερμηνεία του Τζες Εϊζενμπεργκ - ο σήμερα νεαρότερος παγκοσμίως δισεκατομμυριούχος - δευτεροετής, τότε, φοιτητής στο Χάρβαρντ - αποτυπώνεται αποτελεσματικά απεχθής. Αχαρος και ξερόλας. Γλοιώδης ως προς τις υποχωρήσεις που διακηρύσσει ευθέως ότι διατίθεται να κάνει ώστε να πραγματωθεί η διακαής του επιθυμία να τον «μπάσει» κάποιος σε μια λέσχη που θα του χαρίσει κοινωνικό στάτους και υψηλές γνωριμίες. «Είναι διαφορετικό να μπαίνεις σε λέσχες από πώρωση κι άλλο από κίνητρο» ισχυρίζεται. Κυνικός, με όποιον δε διαθέτει το IQ του, ευφυΐα, ευστροφία και θρασύτητα και ανάπηρος συναισθηματικά. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία της αντιπαθούς αυτής μεγαλοφυΐας της Πληροφορικής έρχεται όταν - ορμώμενος από σεξιστική μανία και θολωμένος από την μπύρα - αναρτά στο διαδίκτυο σελίδα όπου βαθμολογούνται οι φοιτήτριες του κολεγίου ανάλογα με τα φυσικά τους χαρίσματα. Μέσα σε μια ώρα η σελίδα δέχεται 22.000 επισκέψεις, κίνηση που προκαλεί την πτώση του συστήματος σε ολόκληρο το Χάρβαρντ. Το συμβάν συνεπάγεται με αυτόματη αναγνωρισιμότητα, δημοτικότητα και στάτους για τον Ζάκερμπεργκ. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή! Ο ασκητικός νεαρός οικοδομεί τη μεγαλόπνοη ιδέα του με ψηφιακούς δεσμούς φιλίας, χάνοντας έτσι μονομιάς τους λιγοστούς του φίλους. Ο Ζάκερμπεργκ της «ομιλητικής» αυτής ταινίας είναι αδυσώπητος αλλ' όχι σφιχτοχέρης. Δεν είναι τα λεφτά που συνιστούν την κινητήρια δύναμη αλλά η εμπνευσμένη ιδέα για το πώς η αρένα των διαδικτυακών, εικονικών δραστηριοτήτων μπορεί να διαμορφώσει μια νέα κοινωνική δυναμική.

Ο Φίντσερ παρέκαμψε επικές αφηγηματικές φωνές και μοντάζ. Μέσα από συμβάσεις ενός δραματουργικού πυρήνα, όπως ανακριτική διαδικασία και φρασεολογία των δικηγόρων, ξεπερνά τα δομικά σκαμπανεβάσματα που από τα «καυτά» σημεία της αφήγησης πετιέται στο κρύο περιβάλλον «γραφείου».

Παίζουν: Τζες Εϊζενμπεργκ, Τζάστιν Τίμπερλέικ, Μπρέντα Σονγκ, Τζόζεφ Ματσέλο, Ρούνι Μάρα, Αντριου Γκάρφιλντ, Μαξ Μινγκέλα, Τρέβορ Ράιτ, Ντακότα Τζόνσον, Στριμ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ, 2010.


ΜΑΡΙΟΥΣ ΧΟΛΣΤ
Δεσμοί αίματος

Δεν είναι μεγάλη ταινία, δε διαθέτει ηχηρά ονόματα ούτε φαντασμαγορική για τις κινηματογραφόφιλες μάζες θεματική. Πρόκειται για ένα δράμα με άγνωστες φάτσες κι ονόματα στο οποίο καταγράφεται απόλυτη απουσία γκλάμουρ. Εχει προβληθεί σε διάφορα φεστιβάλ αλλά έχει βγει σε ελάχιστες αίθουσες, σε πολύ λίγες χώρες. Γιατί ποιοι και πόσοι στ' αλήθεια ενδιαφέρονται και παρακολουθούν την πορεία του Ιταλού ηθοποιού Ενρίκο Λο Βέρσο ή του Ελληνα Μιχάλη Κουτσογιαννάκη ή του 45χρονου Νορβηγού σκηνοθέτη Μάριους Χολστ που ρίχνει το βλέμμα του σε μια ιστορία τόσο έξω από τα δικά του δεδομένα;

Ο 15χρονος Μιρούς ζει μια μίζερη καθημερινότητα στο Κόσσοβο με τη μητέρα και τον αδελφό του Αρμεντ. Ξέρει από τον αδελφό του ότι ο πατέρας τους, που τους εγκατέλειψε όταν εκείνος ήταν μωρό, ζει στο Οσλο κι έχει ένα εστιατόριο. Ο Αρμεντ μαζεύει λεφτά να πάει στον πατέρα του, κάτι που δε θα κάνει ποτέ αφού πεθαίνει. Μετά το θάνατό του ο Μιρούς αποφασίζει να φύγει στη θέση του και μπαίνει λαθραία στη Νορβηγία. Ανακαλύπτει το μαγαζί του πατέρα του όπου και κατορθώνει να πιάσει δουλειά χωρίς όμως να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Περιμένει πρώτα να καταλάβει τι είδους άνθρωπος είναι ο πατέρας του που ο ίδιος εξιδανίκευσε παρά το γεγονός ότι δεν είχε μνήμες...

Στην προσπάθειά του να επανασυνδέσει τις σχέσεις του με τον πατέρα του ο Μιρούς ανακαλύπτει πολλές αλήθειες για κείνον που τον εξοργίζουν, μια από αυτές είναι και το χρέος του στην αλβανική μαφία. Ο Χολστ επιμένει στα περιγράμματα της σχέσης των δυο τους, τα χρησιμοποιεί για να αναφερθεί σε θέματα αποξένωσης της οικογένειας και απουσίας και καταλήγει στη μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζει κάποιος ως προς το να κόψει με το παρελθόν του, όσο και αν αυτό υπήρξε δύστροπο...

Βίαιο κι εξαιρετικά σκοτεινό το φιλμ, με το βλέμμα του Χολστ να παραμένει εσκεμμένα απόμακρο στην καταγραφή εικόνων που ξενίζουν, τόσο τον ίδιο όσο κι εμάς. Αποτυπώνει, αλλά αποφεύγει να σχολιάσει π.χ. την έκρηξη του Μιρούς όταν ανακαλύπτει ότι η μητέρα του έχει εραστή. Τη βία του μαφιόζου που σπάει τα δάκτυλα του σερβιτόρου. Και η εικόνα των κοσσοβάρων στην ταινία του Χολστ δε θυμίζει σε τίποτα εκείνη των «αθώων και ανίσχυρων θυμάτων» που πριν δέκα χρόνια επιβλήθηκε από το σύνολο των, σε διατεταγμένη υπηρεσία, σκανδιναβικών ΜΜΕ που πάσχιζαν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη, εχθρική προς τη Σερβία, ώστε να διευκολυνθεί η ιστορία της απόσχισης του Κοσσυφοπεδίου. Σήμερα η περιγραφή της ζωής των κοσσοβάρων μαφιόζων στο Οσλο, στο εσωτερικό του εστιατορίου «Καλάμπρια» είναι διαφορετική. Η ατμόσφαιρα είναι καταθλιπτική, ο χώρος μοιάζει βρώμικος, μοιάζει να αναδύει μπόχα, όσους κουβάδες με χλωρίνη κι αν ρίξεις δε θα καθαρίσει η γλίτσα που έχει επικαθίσει σε τοίχους και ταπετσαρίες. Η βρώμα αναδύεται από τον υπόκοσμο, από τους μόνιμους και τους μοναδικούς πελάτες, τους μαφιόζους. Η ιστορία ξετυλίγεται στην καρδιά του Οσλο κι όμως, αντικρίζουμε μόλις δύο Νορβηγούς, το νεαρό σερβιτόρο και την αρραβωνιαστικιά του πατέρα του Μιρούς. Ολοι οι υπόλοιποι είναι ξένοι και οι οποίοι ζουν στο δικό τους, ερμητικά κλειστό κόσμο.

Παίζουν: Ενρίκο Λο Βέρσο, Μιχάλης Κουτσογιαννάκης, Μιριάνα Καράνοβιτς, Αννα Μπάτσε - Βίιγκ, Μπάιρους Μιάκου, Γκλεν Αντρέ Καάντα, κ.ά.

Παραγωγή: ΝΟΡΒΗΓΙΑ, ΔΑΝΙΑ, 2007.


ΝΤΕΡΙΚ ΜΠΟΡΤ
Μια οικογένεια ... ψώνιο

Η τετραμελής οικογένεια Τζόουνς μετακόμισε πρόσφατα σε μια ειδυλλιακή περιοχή που κατοικούν υψηλά κοινωνικά στρώματα. Οι πλούσιοι, κομψοί και γοητευτικοί Τζόουνς αποδεικνύονται ιδιαίτερα κοινωνικοί κι αξιαγάπητοι. Η image τους λειτουργεί σαν υπόδειγμα, όλοι κατά βάθος τους ζηλεύουν και προσπαθούν να τους μιμούνται. Τι συμβαίνει όμως με τους Τζόουνς; Γιατί ήδη από νωρίς αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι δεν πάει καλά. Από πού έρχεται αυτή η πληθώρα των πολυτελών αντικειμένων; Γιατί οι γονείς δεν κοιμούνται μαζί; Γιατί η κόρη προσπαθεί να χωθεί κρυφά στο κρεβάτι του πατέρα; Διότι οι Τζόουνς δεν είναι κανονική οικογένεια. Παριστάνουν την οικογένεια. Είναι τέσσερις υπάλληλοι επαγγελματίες της ζωντανής διαφήμισης και πώλησης προϊόντων. Είναι κανονικοί εργαζόμενοι σε ιδιωτική εταιρεία, η δουλειά τους δείχνει να είναι μόνιμη και σταθερή με ιεραρχία και εργασιακά δικαιώματα, με ρεπό, με διακοπές, μισθό και μπόνους. Η «οικογένεια» εγκαθίστανται όπου αποφασίσει ο εργοδότης - η εταιρεία δηλαδή προώθησης γενικών πωλήσεων καταναλωτικών προϊόντων. Οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι έχουν σαν «ομάδα» ειδικότητα στο «ύπουλο μάρκετινγκ» που αναφέρεται σε μοντέλα τρόπου ζωής και συμπεριφοράς προσαρμοσμένα σε ανάγκες υπερκατανάλωσης. Μέσα από κοινωνικά ανοίγματα και διαπροσωπικές σχέσεις η «οικογένεια» φροντίζει να εμφυσήσει αγοραστικές ανάγκες καθώς και αναπαραγωγή διαρκούς καταναλωτικής «αδηφαγίας». Με τη δημιουργία έξης και την παγίωση συγκεκριμένων μοντέλων και τρόπων καταναλωτικής συμπεριφοράς ο σκοπός έχει επιτευχθεί και οι Τζόουνς φεύγουν γι αλλού.

Ενδιαφέρουσα η ιδέα της κυνικής αυτής σάτιρας πάνω στο τεράστιο, επίκαιρο και πολυσχιδές θέμα της κατανάλωσης, όπως και των εννοιών της «εικόνας», της σχέσης «φαίνεσθαι - είναι» και της «κριτικής σκέψης» που προβάλλει η ταινία.

Παίζουν: Ντέιβιντ Ντουκόβνι, Ντέμι Μουρ, Αμπερ Χέρντ, Μπεν Χόλινγκσγουορθ, Λορίν Χάτον, Γκάρι Κόουλ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ, 2010.


ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ
Θα συναντήσεις ένα ψηλό μελαχρινό άνδρα

Ο Γούντι Αλεν έχει αφήσει εδώ και καιρό το Μανχάταν κι έχει βγει για τουρνέ αορίστου χρόνου στην Ευρώπη. Σε κορυφαία φόρμα, διανύοντας την τρίτη ηλικία, χωρίς πια ψευδαισθήσεις για τον πόνο των ανθρώπων, ανακατεύει με επιτηδειότητα ξανά και ξανά - κατά την παλιά του συνήθεια - τις τύχες μιας ντουζίνας χαρακτήρων τους οποίους πρώτα σκιτσάρει και μετά τους εμφυσά ζωή. Φιλμάρει αυτό το «ταραγμένο» ανθρώπινο μωσαϊκό από κοντά, φτάνει μέχρι το κόκαλο, αποφεύγοντας την ψυχολογική φλυαρία και φωτίζοντας μόνο τις πράξεις τους, τις συνεχείς και γελοίες προσπάθειές τους να γραπώσουν από τα μαλλιά την τύχη τους. Διευθύνει με κυριαρχία και κομψότητα ένα εξαιρετικό υποκριτικό επιτελείο και τολμά με μια και μοναδική ατάκα με voice off, να ανατρέψει τόσο την αφήγηση όσο και τη λογική.

Ολα άρχισαν το βράδυ που ο Αλφι (Αντονι Χόπκινς) ξύπνησε μέσα στον πανικό συνειδητοποιώντας ότι δεν του μένουν παρά ελάχιστα καλά χρόνια ζωής. Βάζει πάραυτα τέρμα στο 40χρονο γάμο του. Από απέχθεια για τα γηρατειά και φόβο για το θάνατο ντύνεται, γυμνάζεται, διασκεδάζει και συμπεριφέρεται όπως οι νέοι. Εγκαταλείπει τη σύζυγό του Χελένα (Τζέμα Τζόουνς) που μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας βρίσκει αποκούμπι στην χαρτορίχτρα Κρίσταλ. «Θα συναντήσει έναν ψηλό μελαχρινό άγνωστο», της προφητεύει η Κρίσταλ για το μέλλον. Και «συχνά οι αυταπάτες βοηθούν πιο πολύ από τα φάρμακα», όπως ακούγεται στην ταινία!

Η ευχάριστα σκοτεινή, χωρίς όμως εκπλήξεις λονδρέζικη κωμωδία του Γούντι Αλεν ακολουθεί βασικά τις περιπέτειες δύο ζευγαριών και το χάος της ζωής τους σε κατάσταση μόνιμης αποπλάνησης. Του Αλφι και της Χελένα και της κόρης τους Σάλι (Ναόμι Γουάτς), παντρεμένης με τον Ρόι (Τζος Μπρολίν), τον πιο περίπλοκο και σύνθετο ρόλο της ταινίας. Το φιλμ βρίθει από θεματικά φετίχ του σκηνοθέτη και αναγνωρίσιμα αφηγηματικά στοιχεία. Η ρευστότητα της γραφής και της σκηνοθεσίας προσφέρει ένα γόνιμο πεδίο δράσης στους ηθοποιούς, άριστοι μηδενός εξαιρουμένου. Ο Αλεν σφυρηλατεί το εφήμερο με ευδιαθεσία ρυθμίζοντας τους αφηγηματικούς κύκλους σε διαφορετικές ταχύτητες ώστε να πετύχει την πιο λαμπερή αρμονία. Οι ρόλοι συντίθενται από φιγούρες γκροτέσκες που δοκιμάζονται από το αγεφύρωτο εν τέλει χάσμα ανάμεσα στο εγώ και το υπερεγώ τους. Είναι παιδαριώδεις κι εγωιστές, αγχωτικοί, ανικανοποίητοι κι απογοητευμένοι από τη ζωή, είναι πανέτοιμοι να αγκιστρωθούν από χίμαιρες που όταν εξανεμίζονται τους καθιστούν ακόμα πιο γελοίους και τρομαγμένους.

Παίζουν: Αντονι Χόπκινς, Ναόμι Γουότς, Τζος Μπρολίν, Τζέμα Τζόουνς, Αντόνιο Μπαντέρας, Πολίν Κόλινς, Φρέιντα Πίντο, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ, Ισπανία



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ