Η ιστορική πραγματικότητα όμως απέχει πολύ από την αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Η πορεία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ υπήρξε απόλυτα συνυφασμένη με την πορεία της ταξικής σύγκρουσης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο. Και στην πορεία αυτή, Ελληνες πρωταγωνίστησαν και στις δύο πλευρές της ταξικής πάλης.
Πριν την Επανάσταση του 1917 υπήρχε ένα πανίσχυρο ελληνικό - κυρίως εφοπλιστικό και εμπορικό - κεφάλαιο, υπήρχαν Ελληνες με μεγάλες εκτάσεις γης, καθώς και πολλοί που ήταν ενσωματωμένοι στην τσαρική διοικητική και στρατιωτική μηχανή με θέσεις ευθύνης. Από την άλλη μεριά, υπήρχαν Ελληνες που εργάζονταν στα μεταλλεία της Ν. Ρωσίας, στα εργοστάσια, τους σιδηροδρόμους και, βεβαίως, στους αγρούς Ρώσων αλλά και ομοεθνών τους γαιοκτημόνων, συχνά κάτω από συνθήκες δουλοπαροικίας. Ακολούθως, η ταξική θέση του καθενός καθόρισε και τη στάση του στην Επανάσταση.
Από τη μια, ενώθηκαν όλοι οι εκπρόσωποι του παλιού, του εκμεταλλευτικού συστήματος που τραντάζονταν συθέμελα από τους επαναστατημένους λαούς της Ρωσίας (αυτούς τους «αγράμματους και άξεστους χωρικούς, στρατιώτες, ναύτες και εργάτες», όπως τους χαρακτήρισε τότε ο Ελληνας έμπορος της Οδησσού Ε. Παυλίδης). Ηταν εκείνοι που στις προβλήτες της Ν. Ουκρανίας υποδέχονταν με φανφάρες τα στρατεύματα των ξένων επεμβασιών, μεταξύ αυτών και 25.000 Ελλήνων, με τους οποίους η κυβέρνηση Βενιζέλου μετείχε στη διεθνή επιχείρηση κατάπνιξης της Επανάστασης.
Από την άλλη, συμπαρατάχθηκαν οι χιλιάδες Ελληνες εργάτες, υπάλληλοι, στρατιώτες και αγρότες, εντασσόμενοι μαζικά στις επαναστατικές διαδικασίες, το κόμμα των Μπολσεβίκων, τις Επαναστατικές Επιτροπές, τον Κόκκινο Στρατό και τα παρτιζάνικα τμήματα που δρούσαν στα μετόπισθεν του εχθρού. Ελληνες ήταν οι «κόκκινοι βαρκάρηδες και ψαράδες» της Κριμαίας ή οι αγρότες του Κουμπάν που μαζί με ομοεθνείς τους και αλλοεθνείς λιποτάκτες του τσαρικού στρατού συγκρότησαν Επαναστατικές Επιτροπές, μετείχαν σε αλλεπάλληλες μάχες και βοήθησαν να εδραιωθεί η Επανάσταση σε μια σειρά περιοχές. Ελληνας ήταν ο Η. Μεταξάς (μπολσεβίκος, επίτροπος του Μπακού) και ο Ο. Αλεξάκης (μέλος της Επαναστατικής Επιτροπής του Κιέβου), ενώ δεκάδες ήταν οι συμπατριώτες τους στην Οδησσό, τη Σεβαστούπολη, το Σοχούμ, το Βατούμ κλπ., που αναδείχθηκαν στα τοπικά σοβιέτ και άλλα όργανα της νέας, εργατικής εξουσίας.
Οι Ελληνες της ΕΣΣΔ - και ιδιαίτερα οι Ελληνίδες - διατηρούσαν ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ένταξης στο ΚΚ και συμμετοχής στην πολιτική, ενώ είναι απολύτως ψευδές το επιχείρημα ότι δήθεν από αντίδραση η μεγάλη πλειοψηφία αρνήθηκε να λάβει τη σοβιετική υπηκοότητα. Το 1926 μόλις ο 1 στους 5 διατηρούσε την ελληνική υπηκοότητα (κυρίως πρόσφυγες του Πόντου που επιθυμούσαν να φύγουν για την Ελλάδα, αλλά η ελληνική κυβέρνηση δεν τους το επέτρεπε υπό το φόβο ότι κουβαλούσαν στις αποσκευές τους το «μικρόβιο του κομμουνισμού»)...
Στο κίνημα της κολεκτιβοποίησης οι Ελληνες αγρότες υπήρξαν πρωτοπόροι. Στην περιφέρεια της Μαριούπολης μάλιστα κατείχαν την πρωτιά στο βαθμό ένταξης στους συνεταιρισμούς, προσεγγίζοντας το 80% πριν καν ξεκινήσει η κολεκτιβοποίηση! Πολλά κολχόζ, αμιγώς ελληνικά ή μεικτά, διακρίθηκαν (το κολχόζ «Βοροσίλοφ» π.χ. κατέκτησε μια από τις πρώτες θέσεις ανάμεσα στα καλύτερα κολχόζ σε ολόκληρη την ΕΣΣΔ). Η αγρότισσα Μ. Παρεσκευοπούλου τιμήθηκε ως Ηρωας της Σοσιαλιστικής Δουλειάς με το παράσημο του «Χρυσού Αστρου», η Π. Αγγελίνα (κατόπιν βουλευτίνα του Ανώτατου Σοβιέτ) αναδείχθηκε σε «Πρωτοπόρο κολχόζνικο», ενώ κατά την Πανενωσιακή Συνάντηση των Πρωτοπόρων στην Αγροτική Οικονομία (Μόσχα, 1936) της απονεμήθηκε το παράσημο «Λένιν».
Υπήρχαν Ελληνες που πήραν ακόμα και τα όπλα κατά των Σοβιετικών; Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η επιστολή του Α. Ελευθεριάδη, που εμπεριέχεται στο αρχείο του ΥΠΕΞ: «Πλην εάν εγώ απηλλάγην εκ των δεινών της Κομμουνιστικής Ρωσίας υπάρχουν εκεί οικογένειαι υποφέρουσι τα πάνδεινα διότι είναι εχθροί του Κομμουνιστικού καθεστώτος. Οι άνθρωποι ούτοι υπό την ηγεσία μου κατ' επανάληψιν εξεγερθέντες κατά τα έτη 1929 και ιδίως κατά τα έτη 1931-1932 έστρεψαν τα όπλα εναντίον των κομμουνιστών, πλην όμως δεν είχον την τύχην να ιδούν τας προσπάθειάς των ευδοκιμούσας».
Το επόμενο διάστημα, οι δυνάμεις της αντίδρασης, οι ηττημένοι της κολεκτιβοποίησης δεν εξαφανίστηκαν, αλλά πέρασαν στο παρασκήνιο, περιοριζόμενοι σε διαβρωτικές, διαλυτικές ενέργειες και αναμένοντας. Τη δεκαετία του 1930 όμως η ΕΣΣΔ βρέθηκε αντιμέτωπη και με νέες προκλήσεις: την άνοδο του φασισμού και τον κίνδυνο ενός ιμπεριαλιστικού πόλεμου. Η λήψη δραστικών μέτρων κρίθηκε τότε απαραίτητη για τη διασφάλιση της εσωτερικής συνοχής και των νότων της ΕΣΣΔ. Τα μέτρα αυτά διαστρεβλώθηκαν όσο τίποτε άλλο, τόσο ως προς το χαρακτήρα όσο και την έκτασή τους. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έφτασαν στο σημείο να μιλάνε ακόμα και για εθνοκαθάρσεις των μειονοτήτων της ΕΣΣΔ και ειδικά των Ελλήνων...
Και όμως, τα αρχειακά δεδομένα των διώξεων της περιόδου 1936-1939 (γνωστά από το 1993) αποδομούν από τα θεμέλιά τους τέτοιου τύπου ιδεολογήματα, αποδεικνύοντας πως οι διώξεις αυτές δεν είχαν ούτε εθνικό ούτε πολιτικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, «τα νέα στοιχεία υποστηρίζουν την άποψη, στην οποία κατέληξαν και άλλες στατιστικές έρευνες και μελέτες άλλων τύπων, πως οι διώξεις στόχευαν στη σοβιετική ελίτ». Επηρέασαν δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα δε για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα δείχνουν πως «ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938». Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται πλήρως όσον αφορά τους Ελληνες και από τα αρχεία του ΥΠΕΞ.
Ετσι, όταν το 1949 η σοβιετική κυβέρνηση θα αποφασίσει την υποχρεωτική μετεγκατάσταση όλων των ξένων υπηκόων από τις συνοριακές περιοχές της ΕΣΣΔ υπό το φόβο ενός Γ' Παγκοσμίου Πολέμου (μεταξύ αυτών 17-34.000 Ελληνες σύμφωνα με τα ελληνικά και σοβιετικά αρχεία και όχι 350.000, όπως ισχυρίζονται κάποιοι), πολλοί θα μιλήσουν και πάλι για «ανθελληνική εμμονή» της ΕΣΣΔ και γενοκτονία...
Στην πορεία λοιπόν οικοδόμησης του πρώτου εργατικού κράτους στον κόσμο υπήρξαν Ελληνες που πολέμησαν και στις δύο όχθες της ταξικής πάλης. Οσο μαύρο μελάνι και αν ρίξουν ορισμένοι, η Ιστορία που έγραψαν με τους αγώνες τους οι Ελληνες εργαζόμενοι, οι Ελληνες κομμουνιστές της ΕΣΣΔ, δεν δυσφημείται, δεν πλαστογραφείται και δεν παραγράφεται.
* Για οικονομία χώρου, οι παραπομπές δεν παρατίθενται αναλυτικά. Για λεπτομέρειες βλ. «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»).