Από τις θυελλώδεις διαδηλώσεις Σιιτών την περασμένη βδομάδα στην Τεχεράνη |
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η όξυνση της κόντρας ανάμεσα σε Σαουδική Αραβία και Ιράν δείχνει εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς στην προκειμένη περίπτωση δεν αφορά μία μονοδιάστατη κρίση στις σχέσεις δύο χωρών, αλλά τις λυσσαλέες κόντρες μονοπωλίων για ξαναμοίρασμα της πίτας των ενεργειακών οδών και πηγών, περιπλέκοντας το ήδη δαιδαλώδες πλέγμα των σχέσεών τους με άλλες περιφερειακές και διεθνείς ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αξίζει, λοιπόν, να δούμε τα βασικότερα πεδία αντιπαράθεσης των δύο δυνάμεων.
Οι εκτελέσεις που πραγματοποιούν οι τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους» σε Συρία και Ιράκ, δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τις εκτελέσεις στη Σαουδική Αραβία... |
Στην επέμβαση της Συρίας, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, Τουρκία, Σαουδική Αραβία, πετρελαιομοναρχίες του Κόλπου πρωτοστάτησαν στην ανατροπή της μη αρεστής κυβέρνησης του Σύρου Προέδρου, Μπασάρ Ασαντ. Η κυβέρνηση και μέρος της αστικής τάξης στη Σαουδική Αραβία, όπως και σε άλλες μοναρχίες του Κόλπου, στήριξαν τις λεγόμενες αντικαθεστωτικές δυνάμεις, απ' όπου προήλθαν οι τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους», που εκκολάφτηκαν βεβαίως νωρίτερα από τις μυστικές υπηρεσίες των ιμπεριαλιστών στις επεμβάσεις το 2001 στο Αφγανιστάν και μετά στο Ιράκ. Το 2014, σε συνεργασία με την Τουρκία, η Σαουδική Αραβία δημιούργησε το λεγόμενο «Στρατό Κατάκτησης» (Jaish al Fateh), ο οποίος έως τον Αύγουστο του 2015 είχε καταφέρει σημαντικές νίκες σε βάρος του συριακού στρατού. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν άρδην όταν η Ρωσία ξεκίνησε στις 30 Σεπτέμβρη 2015 την άμεση στρατιωτική αεροπορική επέμβαση στη Συρία, με πρόσκληση της κυβέρνησης Ασαντ και φυσικά για την υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων στην περιοχή. Σήμερα, ο «Στρατός Κατάκτησης» παραπαίει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, οι όποιες νίκες εξανεμίστηκαν από τις νέες επιτυχίες του συριακού στρατού, υπό την αέρος κάλυψη των ρωσικών βομβαρδιστικών.
Το Ιράν στάθηκε στο πλευρό της συριακής κυβέρνησης, στέλνοντας Ιρανούς στρατηγούς, στρατιωτικούς συμβούλους ακόμη και εθελοντές, στηρίζοντας το συριακό στρατό στα πολλαπλά πεδία μαχών, υπερασπιζόμενο βεβαίως τα συμφέροντα των δικών του μονοπωλιακών ομίλων.
Μέσα σε αυτή την αντιπαράθεση, η Σαουδική Αραβία ήταν σε συμμαχία με τις ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, αλλά επεδίωξε να κάνει και το δικό της λεγόμενο μουσουλμανικό συνασπισμό. Πάντως, κατάφερε να εξασφαλίσει ρόλο και στη λεγόμενη «διπλωματική διαδικασία για την εξεύρεση πολιτικής λύσης τερματισμού του πολέμου στη Συρία», που ζυμώνεται από τον περασμένο Οκτώβρη και επιταχύνθηκε εξαιτίας της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης που άλλαξε αναμφισβήτητα τα δεδομένα στα θέατρα του πολέμου. Της ανατέθηκε η σύνθεση αντιπροσωπείας μεταξύ κομμάτων της συριακής αντιπολίτευσης και ορισμένων εκ των αντικαθεστωτικών ένοπλων ομάδων που μάχονται την κυβέρνηση Ασαντ, πράγμα που επετεύχθη στις αρχές του περασμένου Δεκέμβρη, όταν πραγματοποιήθηκε στη σαουδαραβική πρωτεύουσα, Ριάντ, τριήμερη συνάντηση συριακών πολιτικών κομμάτων και ενόπλων οργανώσεων. Εκεί, οι πολυμελείς αντιπροσωπείες κατάφεραν να συγκροτήσουν μία αντιπροσωπεία εκπροσώπησής τους στις προγραμματισμένες για τις 25 Γενάρη ειρηνευτικές συνομιλίες με τη συριακή κυβέρνηση στη Γενεύη. Το Ιράν, από την άλλη, συμμετέχει εξίσου ενεργά στην πολιτική διαδικασία εξεύρεσης λύσης τερματισμού του πολέμου στη Συρία, καθώς είναι μέλος της Διεθνούς Ομάδας Στήριξης της Συρίας, στην οποία συμμετέχουν ο ΟΗΕ, η ΕΕ, ο Αραβικός Σύνδεσμος και κάπου 17 χώρες, ενώ συγκροτεί και συμμαχία με τη Ρωσία και την κυβέρνηση του Ιράκ και το έντονο σιίτικο στοιχείο στο νότο. Η στρατιωτική υποστήριξη που πρόσφερε η Τεχεράνη στην κυβέρνηση του νυν πρωθυπουργού, Χάιντερ αλ Αμπάντι, απέναντι στις ορδές των ισλαμιστών μισθοφόρων του «Ισλαμικού Κράτους», θεωρείται από πολλούς πως απέτρεψε τα χειρότερα, όπως την κατάληψη της Βαγδάτης και του Μπαϊτζί (όπου βρίσκονται και τα περισσότερα διυλιστήρια του Ιράκ).
Οι αντιπαραθέσεις των δύο χωρών σχετίζονται, ανάμεσα στα άλλα, με τα πολύπλοκα παιχνίδια «ξαναμοιράσματος της τράπουλας» μεταξύ μονοπωλίων που δραστηριοποιούνται στους χώρους της παραγωγής, αποθήκευσης, διύλισης, μεταφοράς Ενέργειας, είτε προς την Ευρώπη, είτε προς την Ανατολική Ασία.
Είναι γνωστό πως οι σημερινές χαμηλές διεθνείς τιμές πετρελαίου που παρατηρούνται εδώ και μήνες στις διεθνείς χρηματαγορές, είναι αποτέλεσμα στρατηγικής επιλογής της Σ. Αραβίας, στο πλαίσιο αποφάσεων των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του ΟΠΕΚ. Ο βασιλιάς Σαλμάν, με το που ανέβηκε στο θρόνο μετά το θάνατο του προκατόχου του Αμπντάλα πριν περίπου ένα χρόνο, αποφάσισε να μη μειώσει την παραγωγή πετρελαίου, ώστε να μειωθεί η τιμή του για να πλήξει τις οικονομίες αντιπάλων του. Και σε Δύση (ΗΠΑ, Καναδά, Βρετανία), ώστε να πλήξει κυρίως τα μονοπώλια των παραγωγών σχιστολιθικού πετρελαίου. Και σε Ανατολή, ώστε να πλήξει αντιπάλους της Σαουδικής Αραβίας όπως το Ιράν αλλά και τη Ρωσία, με την οποία ωστόσο είναι στενοί σύμμαχοι και από την οποία οι Σαουδάραβες μονάρχες προμηθεύονται όπλα, κάνοντας παράλληλα σχέδια για κατασκευή μελλοντικών πυρηνικών εργοστασίων με ρωσική τεχνολογία...
Ωστόσο, η επιλογή της Σ. Αραβίας να στηρίξει τις χαμηλές διεθνείς τιμές έχει βαρύ τίμημα και για την ίδια. Στο σαουδαραβικό προϋπολογισμό του 2015, για παράδειγμα, διαπιστώθηκαν ελλείμματα άνω των 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ πριν λίγες μέρες η σαουδαραβική κυβέρνηση σταμάτησε ή περιόρισε σημαντικά τις κρατικές επιδοτήσεις σε καύσιμα, ύδρευση, ηλεκτρισμό, ανακοινώνοντας ακόμη και σχέδια για ξεπούλημα της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας ARAMCO. (Πέρα από τις μελανές προβλέψεις που είχε κάνει το ΔΝΤ τον περασμένο Οκτώβρη, προβλέποντας ακόμη και πιθανή χρεοκοπία της σαουδαραβικής οικονομίας έως το 2020!).
Την ίδια ώρα, το Ιράν, που δοκιμάστηκε τα προηγούμενα χρόνια κυρίως από τις δυτικές και διεθνείς πιέσεις με αφορμή το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, βρίσκεται ενώπιον μάλλον θετικών (για την ντόπια αστική τάξη) οικονομικών εξελίξεων. Με την προοπτική της πλήρους άρσης των διεθνών κυρώσεων μετά τη διεθνή συμφωνία το περασμένο καλοκαίρι, έχουν πυκνώσει οι επισκέψεις δυτικών αξιωματούχων στην Τεχεράνη και διευθυντικών στελεχών ευρωπαϊκών και αμερικανικών βιομηχανικών κολοσσών, που ορέγονται χρυσές μπίζνες σε μία χώρα διψασμένη για νέα έργα υποδομών, νέες τεχνολογίες, ανάπτυξη των τομέων παραγωγής, αποθήκευσης, μεταφοράς Ενέργειας στο εξωτερικό. Η ενεργότερη επαναφορά του Ιράν δίχως άλλο ξεκινά με τις καλύτερες προοπτικές για τα ντόπια και ξένα μονοπώλια, οξύνοντας τον ανταγωνισμό με γεωπολιτικούς αντιπάλους του Ιράν, όπως η Τουρκία, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία. Ο Σαουδάραβας υπουργός Αμυνας, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, δεύτερος διάδοχος στο σαουδαραβικό θρόνο και νεώτερος γιος του βασιλιά Σαλμάν, υποστήριξε σε συνέντευξη που έδωσε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού THE ECONOMIST ότι δεν επιδιώκει έναν πόλεμο με το Ιράν. «Δεν έχει σώας τα φρένας όποιος επεξεργάζεται τέτοια σχέδια» είπε ο Σαουδάραβας αξιωματούχος, προσπαθώντας να καθησυχάσει για τις απώτερες επιδιώξεις του καθεστώτος στο Ριάντ. Ομως, η μανία με την οποία το σαουδαραβικό καθεστώς κόβει τα τελευταία χρόνια επιταγές σε ξένα μονοπώλια κατασκευής όπλων, πυρομαχικών, στρατιωτικών αεροπλάνων και πλοίων, δείχνει ότι επίκειται όξυνση της αντιπαράθεσης.
Η Σ. Αραβία είναι πρώτη στις εισαγωγές όπλων από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Ρωσία, τη Βρετανία, τη Γερμανία και πριν μερικούς μήνες τη Σουηδία.
Ούτε σπίτια ούτε νοσοκομεία γλιτώνουν από τις βόμβες των Σαουδαράβων στην Υεμένη... |
Σήμερα, δέκα μήνες μετά την έναρξη της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, η Σ. Αραβία έχει σπαταλήσει πολλές δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, έχει χάσει δεκάδες στρατιώτες ξεκινώντας τον Αύγουστο χερσαία επέμβαση με δυνάμεις του δικού της στρατού και του στρατού των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, δίχως να πετύχει την αποκατάσταση της κυβέρνησης του Χάντι στην εξουσία. Παράλληλα, διέλυσε κάθε υποδομή σε μία πάμφτωχη χώρα, έσφαξε πάνω από 6.000 αμάχους, κατέστρεψε μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς (κυρίως στην πρωτεύουσα Σαναά) και αναζωπύρωσε ταυτόχρονα το λόγο ύπαρξης και δράσης τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» και της «Αλ Κάιντα» στο κεντρικό και νότιο τμήμα της χώρας. Στα μέσα του μήνα υποτίθεται πως θα ξεκινήσουν νέες ειρηνευτικές συνομιλίες. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό ότι στα τέλη Δεκέμβρη δεν κατέστη εφικτή ούτε καν η τήρηση μίας εβδομαδιαίας εκεχειρίας (με ευθύνη κυρίως των Σαουδαράβων εισβολέων και των Αράβων και Δυτικών υποστηρικτών τους).
Από τη χερσαία επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στο Μπαχρέιν, την άνοιξη του 2011 |
Η αιματηρή καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στο Μπαχρέιν άνοιξε, όπως απεδείχθη στη συνέχεια, την όρεξη της Σαουδικής Αραβίας για επεμβάσεις ευρύτερα στη «γειτονιά», την οποία στη συνέχεια προσπάθησαν να δικαιολογήσουν διαρρέοντας σε διάφορα διεθνή ΜΜΕ πως τάχα οι ΗΠΑ είχαν αποφασίσει την «αποχώρησή» τους από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, βάζοντας πλώρη για την περιοχή της Ασίας - Ειρηνικού (και της εκεί κόντρας τους με την Κίνα...).
Στην περίπτωση του Μπαχρέιν, το σιιτικό Ιράν αρχικά έδειξε να ενδιαφέρεται για μία έμμεση πολιτική στήριξη στις διαδηλώσεις της σιιτικής πλειονότητας, αλλά στη συνέχεια απέφυγε να πάρει μέρος στην κρίση, επιδιώκοντας (όπως φάνηκε στη συνέχεια) την επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεών του με τη Δύση, ανοίγοντας πανιά για τις (αρχικά μυστικές και αργότερα δημόσιες) δαιδαλώδεις διπλωματικές διαπραγματεύσεις για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, που κατέληξε επιτυχώς τον Ιούνη του 2015 στη Βιέννη με διεθνή συμφωνία που ανέτρεψε τα έως τότε δεδομένα, προκαλώντας τις επιφυλάξεις (αν όχι αρνητικές αντιδράσεις) παραδοσιακών εταίρων των ΗΠΑ και της ΕΕ στην περιοχή, όπως η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, το Ισραήλ. Χώρες, δηλαδή, που έχουν να χάσουν από τη δριμύτερη επαναφορά του Ιράν στο διεθνές προσκήνιο και τη γεωπολιτική σκακιέρα.